Προχωρούμε. Κι εγώ μαζί
Πέμπτη, 6 του Απρίλη. Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Δε λέω ξύπνησα, γιατί δεν είχα κοιμηθεί. Αλλά ούτε ξαγρύπνησα. Δεν είχα αυτό που λένε αϋπνία. Ονειρευόμουνα. Για να ονειρεύομαι θα πει ότι κοιμόμουνα. Ομως ξέρω καλά ότι δεν κοιμόμουνα. Δεν κοιμόμουνα γιατί είχα τα λογικά μου και μόνος μου αποφάσισα να κάνω τ' όνειρο να διαρκέσει. Τέλος πάντων, παραιτούμαι από την προσπάθειά μου να εξηγήσω κάτι που ο ίδιος δεν ξέρω. Στο κάτω κάτω, μπορεί να μην έχει σημασία. Σίγουρα δεν έχει σημασία. Ο λόγος που γράφω είναι γιατί έχω ανάγκη να επικοινωνήσω, να βγάλω από μέσα μου τη συγκίνηση που με πλημμύρισε και πρέπει να βγει.
Το όνειρο άρχισε λίγο πριν τις 8 μ.μ. Κατέβαινα τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας από το ύψος της οδού Ζαΐμη και πήγαινα στην εξέδρα του ΚΚΕ. Περνώντας ανάμεσα στους γνωστούς - αγνώστους συντρόφους μου, πήρα το πρώτο κύμα αγάπης κάθε ηλικίας και φύλου. Εσφιξα όσα περισσότερα χέρια μπορούσα και μπήκα στο χώρο της εξέδρας. Κάθισα μπροστά στην τηλεόραση για ν' ακούσω τις ομιλίες των συντρόφων, αλλά σε λίγο, όλη μου η προσοχή αποσπάστηκε και συγκεντρώθηκε στο πλήθος. Εβλεπα τον κόσμο, τον ενθουσιασμό του, τις σημαίες, τα πολλά νέα παιδιά που λάμπανε από χαρά κι αυτοπεποίθηση. Σε λίγο η μνήμη δημιούργησε τη δική της τηλεόραση. Εβλεπα τις φάτσες και τις αντιδράσεις του σημερινού πλήθους να τις αντικαθιστούν, μα πολύ ξεκάθαρα, άλλα πρόσωπα. Πρόσωπα που είχα συναντήσει σε συγκεντρώσεις, πορείες, διαδηλώσεις και αγώνες που είχαν γίνει 60 χρόνια πριν, ενάντια σε ξένους και ντόπιους φασίστες. Φαίνεται πως το όνειρο είχε αρχίσει από κείνη τη στιγμή γιατί όταν κάποιος με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε «Ελα σύντροφε ν' ανεβούμε στην εξέδρα να χαιρετίσουμε», μου φάνηκε σαν να με ξυπνούσε κάποιος.
Οταν ανέβηκα στην εξέδρα, οι φάτσες του κόσμου είχαν γίνει καθαρές και συγκεκριμένες. Αναγνώρισα το σύντροφο Νίκο Μπατιστάτο στην πρώτη σειρά του πλήθους. Κρατούσα ένα λουλούδι και σκέφτηκα να του το πετάξω. Ισως κατάλαβε την πρόθεσή μου και μου γέλασε. Το πέταξα με αρκετή ευστοχία. Είχα συνέλθει. Χαιρετούσα τον κόσμο, πετούσα λουλούδια και ήμουν ευτυχισμένος. Ομως στην έξοδο την ξαναέπαθα. Ηταν τέτοια η αγάπη του κόσμου προς εμένα, αλλά και ανάμεσά τους, που φοβήθηκα πως θα μου κοπεί η ανάσα. Αστειεύτηκα με τον εαυτό μου: «Ρε συ, Τίτο, λες να εφεύρες τον ευτυχισμένο θάνατο;». Συνήλθα γρήγορα. Ομως στο σπίτι βιαζόμουν να πέσω στο κρεβάτι, να συνεχίσω τ' όνειρο. Ηταν ένα καθοδηγημένο όνειρο από ελπίδες και ρομαντικό ρεαλισμό. Ο ρεαλισμός ατράνταχτα παρών, μόνο που η φόρμα του δεν ήταν απόλυτα ορθόδοξη. Αυτό το πλήθος ήταν πάντα το ίδιο. ΕΝΑ. Αιώνιο και αθάνατο. Το πλήθος Ανθρωπος, Αγάπη, Ιδέα, Ιδανικό. Αυτό που κάθε άνθρωπος βαθιά μέσα του θα ήθελε να είναι... Γι' αυτό αργά αλλά σταθερά αυτό το πλήθος μεγαλώνει. Οι εκλογές αυτές βοήθησαν να γίνει ένα μεγάλο άλμα στο δυνάμωμα αυτού του πλήθους. Και δε μιλώ για ποσοστά κομμάτων και ούτε προεκλογικό αγώνα κάνω, γιατί το κομμάτι αυτό θα δημοσιευτεί δυο μέρες μετά τις εκλογές. Μιλάω για τη συσπείρωση του αδιάφθορου λαού και για το ξύπνημα συνειδήσεων. Δε μείνανε πολλοί που με το χέρι στην καρδιά μπορούν να πουν πως δεν ξέρουν ποιος είναι ο σωστός δρόμος.
Την Πέμπτη το πρωί, σαν για να με ξυπνήσει από τ' όνειρο, ήρθε η είδηση του θανάτου του Χρήστου Λεμπέση. Ο Λεμπέσης ήταν τοξικομανής. Ηρωίνη. Ηθελε να γίνει καλά. Πήγε στη Θεραπευτική Κοινότητα 18 ΑΝΩ. Θεραπεύτηκε. Μπήκε στην επανένταξη. Ομως η Αστυνομία τον συνέλαβε γιατί τρία χρόνια πριν είχε κλέψει ένα «μπουφάν». Ανεύθυνος χρήστης. Ξεσηκώθηκε ο κόσμος. Η «Δικαιοσύνη» ανένδοτη. Τον κλείσανε στη φυλακή. Ο Χρήστος υποτροπίασε και πέθανε. Τώρα, πώς θα την πείτε την υπόθεση Χρήστου Λεμπέση; Είδηση που γράφεται στα ψιλά των εφημερίδων για ένα ατύχημα; Για κάποιον που σκοτώθηκε στην Εθνική Οδό, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος; Τίποτα απ' όλα αυτά. Ηταν μια καταδίκη σε θάνατο. Εκτέλεση «εν ψυχρώ». Ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί με παρουσιάσεις, υπομνήματα, δημοσιεύσεις, όμως η ελληνική Δικαιοσύνη, από υπουργό μέχρι δικαστή, σκότωσε το Λεμπέση. Ο Λεμπέσης έκανε ό,τι μπορούσε για να θεραπευτεί και να ζήσει χρήσιμος στην κοινωνία. Η (εχθρική) κοινωνική πολιτική του κράτους, τον ήθελε τοξικομανή ή νεκρό. Ουσιαστικά τον εκτέλεσε. Ποιος θα δώσει λόγο;
Υ.Γ.
Τα κείμενά μου που δημοσιεύονται την Τρίτη, τα παραδίνω Δευτέρα. Στο χώρο που είχε μείνει, θα έγραφα και άλλα παραδείγματα για να υποστηρίξω ότι με την ψήφο μας πρέπει να σταματήσουμε τον αυταρχισμό, τη σκληρότητα και την αντικοινωνική πολιτική των δύο σιαμαίων κομμάτων που μας σπρώχνουν στην εξαθλίωση και την αγραμματοσύνη, που μας στερούν τα κεκτημένα και την εθνική μας ανεξαρτησία. Ομως σήμερα που ήρθαν τα αποτελέσματα των εκλογών, είδα πως ο δικομματισμός, με μέσα θεμιτά και αθέμιτα, με ψέματα, με υποσχέσεις, με παροχές και χρήμα, πήρε παράταση. Θα το αντιμετωπίσουμε. Εμείς βγήκαμε πιο ισχυροί, πιο ενωμένοι και με περισσότερους συμμάχους. Προχωρούμε. Κι εγώ μαζί...
του Τίτου ΒΑΝΔΗ