«Παντρολογήματα»
στο «Πορεία»
Προσανατολισμένος πάντα σε ένα ποιοτικό ρεπερτόριο, παλιότερο και σύγχρονο, θεματολογικά και μορφολογικά ουσιώδες, ο θίασος «Δόλιχος» ανέβασε φέτος (σε συμπαραγωγή με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κοζάνης, ώστε να αντέξουν οικονομικά και να επιζήσουν και τα δύο θέατρα) τα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ. Του αθάνατου Ρώσου παρατηρητή, ψυχαναλυτή, φωτογράφου, ποικίλων και αθεράπευτων συμπτωμάτων και φαινομένων της τραγικωμωδίας του ανθρώπου, όχι μόνο στην εποχή του και στη χώρα του, αλλά σ' όλους τους καιρούς και τόπους. Τα «Παντρολογήματα» είναι κωμωδία χαρακτήρων προπαντός, αλλά και καταστάσεων. Κωμωδία, όμως, θεόπικρη και χωρίς αίσιο τέλος. Μια κωμωδία, που μελαγχολεί για την αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν, να εκφραστούν, να επιλέξουν οι ίδιοι το ταίρι τους, χωρίς τη μεσολάβηση «προξενητή». Για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να κάνει οικογένεια. Για την απωθητική ασχήμια και τη συναισθηματική αναπηρία του προικοθηρισμού. Για τη μοναξιά των ανύπαντρων γυναικών και αντρών, αλλά και την όχι σπάνια μοναξιά των παντρεμένων, μετά τη ματαίωση της ελπίδας τους για ευτυχισμένο γάμο. Οσο κι αν Γκόγκολ μετέπλασε θεατρικά τις δυσκολίες των συγκαιρινών του Ρώσων αναφορικά με το γάμο, τους γάμους με τη μεσολάβηση μιας αμειβόμενης, συνήθως, προξενήτρα, για το φόβο γυναικών και ανδρών της εποχής του απέναντι στα - εφ' όρου ζωής - δεσμά του γάμου, το θέμα και τα πρόσωπα του έργου αφορούν και στο σήμερα. Ισως, να το αφορούν πολύ περισσότερο, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι, τρομάζοντας με την ιδέα του γάμου και μιας ενδεχόμενης δύστυχης σχέσης, επιλέγουν τη βέβαια δυστυχία της μοναξιάς.
Αυτή, η απόλυτα βάσιμη σκέψη διαφαίνεται κάτω από τις εκσυγχρονιστικές νύξεις της σκηνοθεσίας του Στάθη Λιβαθινού, λ.χ. με τη χρήση στο φινάλε της παράστασης ενός κινητού τηλεφώνου, από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, τον εργένη Πατκαλιόσιν, ο οποίος φοβούμενος το γάμο το σκάει από την εκκλησία και ζητά βοήθεια από τον «προξενητή» φίλο του, ατυχήσαντα στο γάμο του, Κατσκαριόφ. Η εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία εκφράστηκε και με τη μετατροπή του έργου σε μουσική κωμωδία, με τραγούδια και χορογραφικά μοτίβα, τα οποία υπογράμμιζαν αλλού με μέτρο και αλλού άμετρα τα κωμικοσατιρικά στοιχεία του έργου και απάλυναν την πικρή ουσία του. Η έλλειψη σκηνοθετικού μέτρου είναι ιδιαίτερα έκδηλη στην υποκριτική υπερβολή (λόγου, κίνησης, χειρονομίας) του αποδειγμένα ταλαντούχου ηθοποιού Αιμίλιου Χειλάκη, αλλά και στις γκροτέσκες ερμηνείες του Ανδρέα Νάτσιου, του Μπάμπη Γιωτόπουλου, τη γραφική του Γιώργου Μακρή, την επιτηδευμένη της Μπέττυ Νικολέση. Οι ερμηνείες που εξέφρασαν το γκογκολικό ήθος και τελικώς στήριξαν τη σκηνοθεσία είναι της «σοφής» πλέον υποκριτικά Ελένης Γερασιμίδου, της απολαυστικής στο λόγο, στην κίνηση, στο τραγούδι Ταμίλα Κουλίεβα (φανέρωσε και το κωμικό ταλέντο της), αλλά και των Αρτό Απαρτιάν, Δημήτρη Τάρλοου, Αλεξάνδρας Ντεληθέου.
Η καλή μετάφραση υπογράφεται από τους Λεωνίδα Καρατζά - Δημήτρη Τάρλοου, τα ευφάνταστα, αλλά και λιτά σκηνικά από τον Αντώνη Δαγκλίδη, τα κωμωδιογραφικά κοστούμια από την Κλαιρ Μπρέισγουελ, η παιγνιώδης μουσική από τον Νίκο Πλάτανο, οι χιουμοριστικοί στίχοι από τον Στρατή Πασχάλη και η φωτεινότητα της σκηνής από τον Λευτέρη Παυλόπουλο.