Πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος για το αντικειμενικό σύστημα φορολογικών ελέγχων, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του καθορίζει το νέο τρόπο φορολογίας των μικρών επιχειρήσεων. Και ο νόμος αυτός, παρότι παρουσιάζεται σαν πρωτοποριακός από την κυβέρνηση - μπήκαμε και σε προεκλογική περίοδο - κινείται στην πεπατημένη των «αντικειμενικών κριτηρίων», που όλο καταργούνται και όμως συνεχίζουν να βρικολακιάζουν στην πλάτη των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων. Φαίνεται ότι στη φορολογία «με το κομμάτι» εξαντλείται η φαντασία των εγκεφάλων του υπουργείου Οικονομικών. Και, βέβαια, δεν είναι ζήτημα φτωχής έμπνευσης, αλλά συνειδητής πολιτικής που παρεμβαίνει στην αγορά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Κάθε φορολογικό μέτρο σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων συνοδεύεται από απλόχερες φοροαπαλλαγές των μεγάλων επιχειρήσεων, κουρελιάζοντας τις φανφάρες περί «υγιούς» ανταγωνισμού. Γιατί ο ανταγωνισμός στον καπιταλισμό είναι αδυσώπητος και συμπυκνώνεται στο ρητό «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Και το αστικό κράτος δεν είναι ουδέτερος παρατηρητής, αλλά στηρίζει και στηρίζεται από τα μεγάλα συμφέροντα. Και όποιος δεν κατανοεί αυτές τις απλές αλήθειες είναι αυτός που συνήθως «πληρώνει τη νύφη».
Με το νέο νόμο καθιερώνονται μια σειρά «καινοτομίες».
Με άλλα λόγια, με το νέο νόμο, για κάθε παράβαση μια επιχείρηση μπαίνει στη «μαύρη λίστα» για τακτικό έλεγχο. Οσο περισσότερες παραβάσεις έχει τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να συμβεί αυτό. Τότε, εκτός από τις παραβάσεις όπου έχει ήδη υποπέσει, προστίθενται και αυτές που θα διαπιστωθούν κατά τον έλεγχο και ο φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει τον επιπλέον φόρο που θα προκύψει (εισοδήματος ΦΠΑ κλπ.).
Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο προσδιορισμός των εσόδων, με βάση συντελεστές μπορεί να είναι μια αμφιλεγόμενη αλλά δικαιολογημένη μέθοδος στην περίπτωση εκτεταμένης φοροδιαφυγής, αλλά καταντά λαθεμένη και καθαρά φοροεισπρακτική αν επεκταθεί στο σύνολο των υπό έλεγχο φορολογικών υποθέσεων. Στην ουσία υποσκάπτεται το κύρος των βιβλίων και επιβάλλεται με άλλον τρόπο ο «αντικειμενικός προσδιορισμός» στη φορολόγηση των επιχειρήσεων.
Δε λαμβάνεται, επίσης, υπόψη στη μοριοδότηση η πρόθεση. Δηλαδή, το διαφορετικό βάρος μιας φορολογικής παράβασης, όταν γίνεται με σκοπό τη φοροδιαφυγή οπότε αυτή αποδίδει οικονομικό όφελος στον παραβάτη, ή γίνεται από αμέλεια ή άγνοια χωρίς υστεροβουλία. Και αυτό βέβαια ισχύει κατά κύριο λόγο για τις μικρές επιχειρήσεις που έχουν περιορισμένη έως ανύπαρκτη λογιστική υποστήριξη.
Η διάταξη για το «αφορολόγητο αποθεματικό» προϋποθέτει την ύπαρξη «αποθεματικού», δηλαδή περισσεύματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παραγωγικές επενδύσεις. Μια τέτοια όμως προϋπόθεση είναι σχετικά απίθανη για το μεγαλύτερο μέρος των μικρών επιχειρήσεων, που λειτουργούν στα όρια της επιβίωσης, άρα και η χρησιμότητα αυτής της διάταξης είναι περιορισμένη.
Η «εγγυητική επιστολή» έναρξης είναι ένα ακόμα χαράτσι - εμπόδιο στη δημιουργία μιας μικροεπιχείρησης. Πολύ περισσότερο που κινδυνεύει να τη χάσει με την παραμικρή παράβαση.
Οφείλουμε εδώ να αποκαλύψουμε τον αποπροσανατολισμό που επιχειρείται, με τα βασικά προπαγανδιστικά επιχειρήματα της κυβέρνησης. Οτι δηλαδή:
Λαμβάνοντας υπ' όψη τη μέχρι τώρα πολιτική του ΥΠΕΘΟ στον τομέα του ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων των μικρών επιχειρήσεων τίθενται επίσης δύο ρητορικά ερωτήματα:
Τα στοιχεία εδώ από μερικούς πρόχειρους υπολογισμούς δείχνουν ότι βαδίζουμε προς σκληρότερους φόρους, όπως άλλωστε αποδείχνει και η μέχρι σήμερα πρακτική της κυβέρνησης.
Εδώ η κυβέρνηση μπορεί να υπολογίζει στην «εθελοντική» προσέλευση των μικροεπιχειρηματιών για «αυτοέλεγχο» μετά από κάθε μικροπαράβαση, τίποτα όμως δεν την εμποδίζει να ακολουθήσει και την πεπατημένη του εφάπαξ χαρατσώματος των υπόλοιπων μικρών επιχειρήσεων, που πιθανότατα θα είναι και οι περισσότερες, κάθε λίγα χρόνια και ανάλογα με τις ταμειακές ανάγκες του προϋπολογισμού.
Ο συγκεκριμένος νόμος προβάλλεται από το ΥΠΕΘΟ σαν «κοσμογονία» και επιστέγασμα της πολυδιαφημισμένης «φορολογικής μεταρρύθμισης». Η αλήθεια είναι ότι δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια μετάλλαξη των «αντικειμενικών κριτηρίων». Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι συνδυάζει και τις δυο βασικές κατευθύνσεις της φορολογικής πολιτικής, δηλαδή τα «αντικειμενικά κριτήρια» και το «κλείσιμο» των ανέλεγκτων χρήσεων.
Το 35% για τους συνεταιρισμούς, το 25% για τις προσωπικές εταιρίες παραμένει ανέπαφο. Το ίδιο συμβαίνει με το απαράδεκτα χαμηλό αφορολόγητο - χαμηλότερο και από των εργαζόμενων - που σταθεροποιείται στα 8.400 ευρώ. Και είναι πρόκληση το γεγονός ότι στον ίδιο νόμο οι συντελεστές φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεων μειώνονται κι άλλο, φθάνοντας σε μερικές περιπτώσεις και το 25%.
Και, τέλος πάντων, είναι κοροϊδία να μιλά για φοροελαφρύνσεις στις μικρές επιχειρήσεις, μια κυβέρνηση που εισέπραξε μόνο από τις ανέλεγκτες χρήσεις πάνω από 3 δισ. εύρω τα προηγούμενα δυο χρόνια.
Είναι αναγκαίο εδώ να κάνουμε μια κριτική αποτίμηση των φορολογικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν την τελευταία δεκαετία από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για τις μικρές επιχειρήσεις. Ολα τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στηρίχτηκαν σε δυο βασικά επιχειρήματα.
Με βάση αυτά τα επιχειρήματα οι κύριες κατευθύνσεις της φορολογικής πολιτικής των αστικών κομμάτων είναι οι παρακάτω:
Η πολιτική αυτή, όμως, παραβλέπει ηθελημένα μια σειρά παράγοντες που σχετίζονται με τη φοροδιαφυγή.
Πέρα, όμως, από τα όποια προσχήματα, η πρακτική εφαρμογή των πολιτικών αυτών οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου φοροεπιδρομή σε βάρος των μικροαστικών στρωμάτων. Μόνο τα τελευταία 2-3 χρόνια οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι έγιναν το πιο προσφιλές φορολογικό υποζύγιο της κυβέρνησης. Μάλιστα, σε μια εποχή έντασης της συγκέντρωσης κεφαλαίων και παραγωγής, η φορολογία αποτελεί ένα βασικό μοχλό περιθωριοποίησης και συμπίεσης των μικρών επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση παρεμβαίνει και με αυτόν τον τρόπο στην αγορά προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων και των μονοπωλίων.