«Με λύπησε πολύ ο θάνατος της Μαλαίνας. Με γύρισε χρόνια πίσω, μου ξύπνησε μνήμες πολλές. Λόγου χάρη από το μεγάλο κελί μας, στην κεντρική Ασφάλεια το '49 - μια πολύ δύσκολη περίοδο που γίνονταν πολλές εκτελέσεις- τη βραδιά που βγάλανε τη Μαλαίνα από την απομόνωση και τη φέρανε στο κελί μας. Δε μας είχαν ανάψει το φως. Ηταν σκοτεινά. Ανοίγουν το κελί και τη βάζουν μέσα. Η Μαλαίνα, όπως ήταν φυσικό μέσα στο μισοσκόταδο, μπήκε σαστισμένη. Εγώ τη γνώρισα, εκείνη δε με διέκρινε. Της λέω με χιούμορ "περάστε μαντάμ. Καθίστε εδώ μαντάμ", δείχνοντας της να κάτσει κι εκείνη στις κουρελούδες που είχαμε στρωμένες και καθόμαστε στριμωγμένες, περίπου, 80 γυναίκες, Αύγουστο μήνα. Η Μαλαίνα ήταν ακόμα υπό ανάκριση, κατά την οποία έγιναν διάφορα ωραία με τη Μαλαίνα. Υστερα εγώ έφυγα για το Τρίκερι και μετά Μακρόνησο, ενώ η Μαλαίνα που είχε συλληφθεί "εν δράσει" και είχε καταδικαστεί, έφυγε για τις φυλακές Αβέρωφ».
«Η Μαλαίνα είχε μια δική της χάρη. Είχε καλοκαρδία, έναν αυθορμητισμό παιδικό, ορμητικότητα, αποφασιστικότητα σ' αυτό που έπρεπε να κάνει. Ηταν, γελαστή, κοκέτα, χαριτωμένη. Μια "πριγκίπισσα"», κατέληξε η Αλέκα Παΐζη.