Βρέθηκα για 10 μέρες στην Αυστραλία. Ηταν η τρίτη φορά που επισκεπτόμουν, με τρεις διαφορετικές ευκαιρίες, αυτή την αχανή χώρα. Μια χώρα τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την Ευρώπη που την κατοικούν μόλις 18 εκατομμύρια, που ανήκουν σε 48 διαφορετικές πολιτισμικές μειονότητες, και ανάμεσα σ' αυτές και η ελληνική, που αριθμεί 600.000 πρόσωπα. Στο σημείωμά μου αυτό όμως δε θα αναφερθώ στην Αυστραλία, που γεννήθηκε ως επώνυμη κρατική οντότητα στα τέλη του 18ου αιώνα, παίρνοντας με βίαιο τρόπο τη γη από τα χέρια των ιθαγενών, των γνωστών ως aborigines, που ακόμα και σήμερα διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό τους, μ' όλο που η τέχνη τους αποτελεί το κυρίαρχο πολιτισμικό χαρακτηριστικό της Αυστραλίας..
Θέλω να αναφερθώ υπαινικτικά στην ελληνική κοινότητα των 600.000, που αποτελούν το πιο σημαντικό στοιχείο του λεγόμενου Απόδημου Ελληνισμού. Ενός «στοιχείου» που έχει τη δική του επώδυνη ιστορία, γραμμένη με μόχθο πολύ, με ποταμούς δακρύων και ιδρώτα. Ενός στοιχείου που δεν το εκφράζει απλώς και μόνο ο εντυπωσιακός του αριθμός, αλλά και οι ωδίνες, τα δάκρυα και ο ιδρώτας που κρύβονται πίσω από αυτόν. Η ανθρώπινη ουσία που ως συλλογική παρουσία ή ως προσωπική περιπέτεια κατόρθωσε να πάρει μια σημαντική θέση μέσα στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Αυστραλίας. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται και, εν μέρει, επιδεικνύεται. Δεν είναι ασφαλώς οι υψηλές κοινωνικές θέσεις που κατέλαβαν πολλοί από τους Ελληνες μετανάστες της Αυστραλίας. Ούτε φυσικά είναι οι μεγάλες περιουσίες, για τις οποίες μερικοί από αυτούς μιλούν και, φυσικά, επιδεικνύουν, με πολλούς τρόπους. Και θα ήτανε μεγάλο λάθος, αν περιγράφαμε μόνον αυτά και πιστεύαμε πως μόνον αυτά συνιστούν τον Απόδημο Ελληνισμό. Οπως θα ήτανε μεγάλο λάθος, αν πιστεύαμε και επαναλαμβάναμε κάθε τόσο πως ο Ελληνισμός αυτός, ο Απόδημος δηλαδή, αποτελεί μια συγκροτημένη εθνική δύναμη που είναι έτοιμη να προσφέρει τα όσα απέκτησε με ωδίνες, δάκρυα και ιδρώτα για την πρόοδο της Ελληνικής Πατρίδας.
Οχι. Κρύβει πολλά προβλήματα ο Απόδημος Ελληνισμός. Διαφωνίες και μεμψιμοιρίες, μικροδιχόνοιες και αποκλεισμούς. Υπάρχουν οι «μεν» και οι «δε» μέσα στους κόλπους του Α.Ε. Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν και που παλεύουν να εξασφαλίσουν τη σύνταξη της επιστροφής και όχι μόνον αυτοί που παλεύουν να διπλασιάσουν αυτά που έχουν και είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακά. Υπάρχουν παράπονα για τη μητέρα πατρίδα, «καταγγελίες», εκκλησιαστικοί παραγοντισμοί, υφέρπουσες μικροδολοπλοκίες. Και πάνω απ' όλα αυτά που «σκιάζουν» και «πλακώνουν» τους Ελληνες του εξωτερικού είναι η Γλώσσα, η Απόσταση και η Νοσταλγία. Ναι, είμαι βέβαιος πως όσο μεγαλώνει και γίνεται επιτακτική η ανάγκη να ενσωματωθούν οι νέες γενιές των απόδημων στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην αγορά, στην κουλτούρα της δεύτερής τους πατρίδας. Οσο η απόσταση που τους χωρίζει από την Ελλάδα είναι μεγάλη έως εφιαλτική. Τόσο ο Απόδημος Ελληνισμός θα παγιδεύεται στο αφοπλιστικό συναίσθημα της Νοσταλγίας. Θα ξεχνάει τη μητρική του γλώσσα, θα εκδίδει λευκώματα με ευτυχισμένους νεόνυμφους, ελληνικά γλέντια και μεγαλοπρεπείς εκκλησίες και αναγκαστικά θα αναζητά εναγώνια να βρει θέση μέσα στην πραγματικότητα της δεύτερης πατρίδας, για να επιζήσει. Μια αναζήτηση που θα γίνεται όλο και πιο έντονη, όσο η «πρώτη», εννοώ η Ελλάδα, θα περιορίζει, κι αυτή με τη σειρά της, το περιεχόμενο των σχέσεών της με τον Απόδημο Ελληνισμό, στην περιοχή των αναζητήσεων και όχι των αποφάσεων. Θα οργανώνει συνέδρια, θα διανέμει, με βάση τη δική της πολιτική βούληση, οφίκια και αρμοδιότητες και, φυσικά θα εκδίδει αναμνηστικά άλμπουμ. Οπως, πάνω κάτω, θυμάται και το Μεγαλέξαντρο, που αποτελεί, κατά την άποψή μου, το πιο τραγικό σύμβολο του Απόδημου Ελληνισμού!
Του
Γ .Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ