Κυριακή 9 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενας καπετάνιος

Γρηγοριάδης Κώστας

...Οταν αρχίζει να βρέχει στον Ταΰγετο, τελειωμό δεν έχει. Κατακλύζει από ολούθε και γίνεται γκρίζα και μαύρη η ατμόσφαιρα. Ρίχνει τ' αναστάλαγο για μέρες. Το νερό χτυπάει πάνω στους βράχους και κάνει σαν να πέφτουν πολλές - πολλές βιτσιές, κρουνελιάζει έπειτα, κι όσο τρέχει τον κατήφορο αυγαταίνει σχηματίζοντας μεγάλες νεροσουρμές.

Οι αντάρτες, για να φυλάγονται, κάθονταν μέσα σε λότζες, κάτι σαν υπόστεγα σκαμμένα μέσα στα βράχια. Ορθιοι και πίσω ο ένας από τον άλλον, όπως στην εκκλησία. Από μπροστά η βροχή τούς έπαιρνε, μα, μέρα τη μέρα, και οι βράχοι έσταζαν, όπως τις στέγες καμιά φορά. Παραμέριζαν, κι άφηναν το νερό να στάζει στο χώμα να το λασπώνει.

Ως προχθές, καθώς αγνάντευαν τη βροχή που 'δερνε τα βράχια και τα δέντρα, ροκάνιζαν ξερά ρεβίθια. Κάποτε - κάποτε, πέταγε ένας μια κουβέντα.

- Είδες που λένε, με το τουλούμι το ρίχνει το νερό; Ε! αυτό κάνει τώρα.

- Να 'χαμε κάτι να πίναμε... μια τσικουδιά, ένα κρασί.

- Καλύτερα τσικουδιά, σ' ανάβει και ζεσταίνεσαι.

Σήμερα, δεν είχαν ούτε ρεβίθια και στριμώχνονταν γιατί περισσότερο έσταζαν οι βράχοι και κάτω η λάσπη τούς έφτανε ως τον αστράγαλο.

Ο Τάσος πετάχτηκε μπροστά, βγήκε απ' τη λότζα κι αφού στητός κι αμίλητος στάθηκε για λίγο κάτω απ' τη βροχή, άρχισε να γυμνάζεται. Τέντωνε τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι, ύστερα στα πλάγια σαν φτερά, τα 'φερνε και στους ώμους.

Κι η βροχή βροχή, μονάχα που 'ριχνε με το κόσκινο, κι όχι με το τουλούμι. Τον είδε ο καπετάν - Μανώλης που 'χε πάει σε μια στάνη και προσπαθούσε να κατηφορίσει. Τα γκρίζα βράχια με τη βροχή είχανε γίνει γλιστερά, λες και τ' άλειψες γλινόλαδο κι ο καπετάνιος κοιτούσε να βρίσκει κανένα κοίλωμα, μια σχισματιά, να βάζει πρώτα το 'να πόδι, υστέρα να φέρνει και τ' άλλο, αψηφώντας το νερό που λίμναζε, που περνούσε το ύψος της αρβύλας του. Ο καπετάνιος, αφού ξεμπέρδεψε με τ' απότομα βράχια, έφτασε στις λότζες.

Ο Τάσος έπαιρνε πέτρες από χάμω, τις πετούσε μες στη ρεματιά. Το νερό από τους βράχους που μάζευε η ρεματιά κυλούσε μέσα της αφρισμένο ποτάμι. Το πλατσούρισμα απ' τις πέτρες που 'ριχνε ο Τάσος, ήταν μια αλλιώτικη νότα στο μονότονο βουητό του.

Ο καπετάνιος ήρθε και στάθηκε πλάι στον Τάσο. Ο Τάσος ήταν ψηλότερος από τον καπετάνιο και τα μαλλιά μαύρα κατσαρά όλο δαχτυλίδια.

- Κόντεψα να κρεπάρω, σκέψου πώς θα νιώθουν οι άλλοι.

Σα να μην τον άκουσε ο καπετάν - Μανώλης, είπε:

- Ο τσοπάνος κατέβηκε για χειμαδιό χαμηλότερα με το κοπάδι του, το μαντρί έρημο κι ούτε μια μπουκιά ψωμί στο καλύβι του.

Ο Τάσος ήταν στον τελευταίο χρόνο της Ιατρικής, όταν άρχισε να οργανώνεται η Εθνική Αντίσταση και μπήκε στο Σώμα του καπετάν - Μανώλη. Τότε του είπε:

- Πολλοί, είμαστε οι πολεμιστές. Περισσότερο χρειάζεσαι ως γιατρός.

Και μια φορά που τον είδε με τι θάρρος σούρθηκε στο μέρος που οι Γερμανοί είχαν βρει το στόχο κι έφτασε τον πληγωμένο πολεμιστή και τον τράβηξε και δεν τον άφησε να τον αποτελειώσουν, του είπε:

- Τι θα γινόμαστε χωρίς εσένα, Τάσο!

Η βροχή τούς μούσκευε, κι έσταζε νερό από τα μαλλιά τους και τα γένια τους. Είχε αρχίσει να μπουμπουνίζει και κάποιος κεραυνός έπεσε κοντά, κι η λάμψη τούς θάμπωσε κι ενστικτώδικα κλείσανε τα μάτια. Γελάσανε και τ' ανοίξανε.

Επειτα ο καπετάνιος τον ρώτησε:

- Εξακολουθείς να μη θέλεις να χρησιμοποιήσεις χειροβομβίδα;

Κούνησε το κεφάλι.

- Ναι, Μανώλη. Δεν πρέπει να τους εμποδίζουμε στη νοσηρή τους εγκληματικότητα, ας περιφέρουν τα παλουκωμένα κεφάλια μας κι οι γενιές που θα 'ρθουν, να 'σαι βέβαιος, θα τους κρίνουν και θα τους καταδικάσουν στη συνείδησή τους.

Ο καπετάνιος πήρε τα μάτια από πάνω του, τα 'ριχνε στ' αφρισμένο νερό της ρεματιάς.

- Μπορεί να 'χεις δίκιο, του είπε, όμως εγώ δεν το αντέχω.

Ακουσαν φωνές και βλαστήμιες στη μεγαλύτερη λότζα όπου ήταν κι οι περισσότεροι από τους άντρες. Γύρισαν το κεφάλι κι είδαν δυο που είχαν έρθει στα χέρια.

Γρήγορα έπιασαν ν' ανηφορίζουν.

Ο Πέτρος κι ο Θωμάς. Κοντοχωριανοί, ένα τέταρτο το 'να χωριό από τ' άλλο. Οταν αυτοί μπήκαν στ' αντάρτικο, οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες σκότωσαν και τους δυο τον πατέρα γι' αντίποινα.

Ο καπετάνιος έπιανε από τους ώμους τον Πέτρο κι ο Τάσος τον Θωμά. Τους κρατήσανε γερά. Αυτοί κοιτάζονταν θανάσιμα. Ο Πέτρος μίλησε ξανά. Η φωνή του βγήκε βραχνή:

- Οι βασιλικοί μάς τα κάνουν αυτά καπετάνιε, κι ο παππούς του ήταν βασιλικός. Το θυμήθηκα τώρα δα. «Ελιά - ελιά και Κώτσο βασιλιά».

Ο Θωμάς γύρισε τα μάτια στον καπετάνιο.

- Μου επιτέθηκε ξαφνικά σαν λυσσασμένος σκύλος, άφησέ με καπετάνιο να τον κοπανίσω.

Καθώς τους κρατούσαν και τους δυο πίσω από τους ώμους, ήταν σα να τους αγκάλιαζαν.

- Είμαστε αδέρφια, τους είπαν και χαλάρωσαν το σφίξιμο.

Κινήθηκαν κι οι άλλοι από τις λότζες. Ηρθαν κι έκαμαν έναν κύκλο γύρω τους. Ο καπετάνιος έτριξε το βλέμμα σ' όλους. Τα μάτια τους κόκκινα. Τ' ακούρευτα μαλλιά τους, αχτένιστα, ξέφευγαν από την τραγιάσκα ή το στρατιωτικό καπέλο. Το ίδιο παρδαλά και τα ρούχα τους, με στρατιωτικά, με πολιτικά και πάνω από ένα στρατιωτικό παντελόνι μια πατατούκα. Αδυνατισμένοι όλοι. Μ' άλλοι σκληροί, τεντωμένοι, μ' ολόισια το βλέμμα μπροστά. Κι άλλοι μαλακοί, νερουλιασμένοι, 'δειχναν ανήμποροι κι όλο αναστέναζαν και θ' αναρωτιούντανε:

«Γιατί μας κυνηγάνε, μιας και το καθήκον μας το κάμαμε στην πατρίδα;».

- Φεύγουμε, τους είπε ο καπετάνιος.

- Αν βαδίσουμε από αυτήν τη στιγμή, κατά το σούρουπο θα φτάσουμε στο πιο κοντινό χωριό. Περνάμε τη νύχτα μας, πόσες νύχτες δεν κλείσαμε μάτι, γύρισε και ρώτησε τον διπλανό του.

- Μα, δε θα 'ναι τρεις - τέσσερις;

- Ε! θα στεγνώσουμε, θα κοιμηθούμε, θα βρεθεί και κάτι να φάμε...

Και οι σκληροί και οι ανήμποροι γύρισαν αμέσως μέτωπο κατά το δρόμο.

Βάδιζαν χωρίς μεγάλη προφύλαξη. Δυο, δυο, ή κι ο ένας πίσω από τον άλλον.

Ο καπετάνιος ξέκοβε κι ο Τάσος, και τα δυο αδέρφια, απομακρύνονταν κι αγνάντευαν γύρω, ύστερα έμπαιναν ξανά στο δρόμο μαζί με τους άλλους. Κανένας δε μιλούσε. Η βροχή έπεφτε από πάνω τους και κάτω λασπουριά και λακκούβες με νερό. Ούτε τη λάσπη απόφευγαν και βουτούσαν μες στις λακκούβες με το νερό.

Βρεγμένοι ως το κόκαλο, τους βάραιναν τα μουλιασμένα ρούχα τους. Τα 'νιωθαν σαν κολόνα πάγο πάνω τους. Βάδιζαν. Οταν μπήκαν μες στο δάσος, τα δέντρα τους περίχυναν με περισσότερο νερό και παγωμένο. Στο ρουμάνι ήταν καλύτερα. Ακολουθώντας τη γιδόστρατα, βλέπανε τη βροχή που 'πεφτε πάνω στα σχίνα με δύναμη και τα 'γερνε και στις ασφάκες, στ' ασπάλαχτα. Ο ουρανός, μαύρος και χαμηλός, φτάνει ν' άπλωναν το χέρι, τους φαίνονταν και θα τον έπιαναν.

Οπως είχε πει ο καπετάνιος, με το σούρουπο έφτασαν. Κάμποσα μαντριά έξω από το χωριό. Τους ρίχτηκαν τα τσοπανόσκυλα. Μα όταν τους είδαν αδιάφορους να προχωρούν καταπάνω τους και να τα προσπερνούν, λούφαξαν.

Τα λίγα σπίτια χαμόγια, μ' αυλές με ξύλινους φράχτες.

Ο καπετάνιος τούς μάζεψε, όλους, γύρω του.

- Φτωχοί άνθρωποι, το βλέπετε, δυο - δυο σε κάθε σπίτι, μόνο για μια βραδιά να τους λέτε, να στεγνώσουμε και να γείρουμε κοντά στο τζάκι, φαΐ, ό,τι βρεθεί. Το ξεκίνημα με τα πρωινό μούχρωμα.

Ο καπετάν - Μανώλης την ήξερε την εκκλησία του χωριού, μια μακρόστενη χαμοκέλα που στρογγύλευε ανατολικά από το ιερό.

- Θα χτυπήσω ο ίδιος την καμπάνα, τρεις φορές, με διακοπή, κι από τρεις καμπανιές τη φορά. Εδώ θα συναντηθούμε και θα ξεκινήσουμε.

Αυτό ήταν το τελευταίο τους βράδυ, που κοιμήθηκαν σε σπίτι, και της ζωής τους. Στρατός και ταγματασφαλίτες, που είχαν διανυχτερέψει σε άλλο χωριό, δεν άργησαν να το μάθουν από κάποιο δικό τους και μες στη βροχερή νύχτα, ξεκίνησαν φροντίζοντας να μην κάνουν θόρυβο να μη σκουντάνε ούτε στους θάμνους.

Ως και τα σκυλιά, στο παράλογο αυτό των ανθρώπων, φοβήθηκαν και δεν έβγαλαν άχνα. Μαύρες σκιές οι στρατιώτες ζύγωναν και γίνονταν ένα με τους κορμούς των δέντρων, με τ' αγκωνάρια των σπιτιών. Στους φράχτες, οι στρατιώτες ξαπλώνανε μπρούμυτα, στερεώνοντας τα τουφέκια στους ώμους.

Πριν από το ξημέρωμα, ο καπετάν - Μανώλης, όπως είχε υποσχεθεί, πήγε στην εκκλησία. Στην αρχή στάθηκε κάτω απ' το καμπαναριό και κοίταξε προς τα πάνω την καμπανούλα που μόλις τη διέκρινε. Υστερα άπλωνε το χέρι κι έπιανε το σχοινί της. Κρεμόταν ως μισό μέτρο πάνω απ' τη γη. Χτύπησε τρεις φορές, από τρεις καμπανιές. Ο ήχος της παράταιρος μέσα στη νύχτα.

Οι άλλοι, καλά κρυμμένοι, λούφαζαν ακόμα. Αρχιζαν να βγαίνουν από τα σπίτια, δυο - δυο, οι κυνηγημένοι αντάρτες. Χορτάτοι και ζεστοί, τους είχε φύγει κείνο που τους έσφιγγε, που τους έπαιρνε τη σκέψη, που δεν τους άφηνε ούτε ν' ανασάνουν ελεύθερα. Ενας - ένας σήκωνε τα μάτια ψηλά στον ουρανό, που 'χε κλείσει τους καταρράχτες του. Μαύρα σύννεφα ακόμα, αλλά είχε σταματήσει να βρέχει. Αντίκριζαν με θάρρος τον ουρανό.

Τότε οι στρατιώτες που κρατούσαν τα όπλα χαμηλά ή στους ώμους και που είχαν τραβήξει από τα πριν το κινητό ουραίο, πίεσαν με το δάχτυλο τη σκανδάλη και ο μεταλλικός ήχος της σφαίρας που 'βγαινε από την μπούκα ακούστηκε σαν σφήνα, ύστερα τους ξάπλωναν στο χώμα.

Με τις πρώτες τουφεκιές, ο καπετάν - Μανώλης πήδηξε σαν αίλουρος κι ακούστηκε η γνώριμή του κραυγή στους άντρες του που έδινε ορμήνιες. Ο ίδιος, ψάχνοντας πυρετικά το σκοτάδι, περιέφερε γύρω του τ' αυτόματο έτοιμο, με την παραμικρή κίνηση να γαζώσει, προσέχοντας πάντα να 'χει προφυλαγμένη την πλάτη του σε κάποιο τοίχο. Κι άλλοι αντάρτες πρόλαβαν και σήκωσαν το όπλο κι έριξαν. Κι ακούστηκαν φωνές κι από τις δυο παρατάξεις, όπως «σκυλί σ' έφαγα». Ολοι τραβούσαν πάνω σε σκιές και φυσικά αδύνατο, μέσα στη σύγχυση και στο σκοτάδι, να μην σκοτώνονταν στρατιώτες με στρατιώτες και αντάρτες με αντάρτες.

Γυναικείες τρομαγμένες φωνές ακούγονταν, τα παιδιά έκλαιγαν. Τα σκυλιά ούρλιαζαν μακρόσυρτα σα να μοιρολογούσαν. Και μουγκανητά από βόδια, και βελάσματα από γιδοπρόβατα. Σκάζανε χειροβομβίδες που μοιάζανε με φουρνέλα. Τ' αυτόματα κακάριζαν, κόπαζαν κάπως, ξανακακάριζαν. Ακούγονταν και το μούγκρισμα των θωρακισμένων. Που ξεκίνησαν να 'ρχονται μόλις έπεσαν τα πρώτα όπλα. Ο πυργίσκος τους με το μακρύ γυαλιστερό κανόνι γύριζε εδώ εκεί στο δρόμο. Από πίσω, ακολουθούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα με στρατιώτες.

Πλακωμένος ο ουρανός από μαύρα σύννεφα, μια μουντή μέρα άρχιζε. Ακόμα στρατιώτες περιφέρονταν σκυφτοί με τα όπλα μπροστά τους, και το δάχτυλο στη σκανδάλη, στους στρατιώτες τραυματίες που βογκούσαν και βλαστήμαγαν άγρια, σύστηναν υπομονή, ως να ξεμπλέξουν με τους συμμορίτες.

Πτώματα ανταρτών ήταν ξαπλωμένα, σε διάφορες στάσεις, μπρουμυτισμένοι, τ' ανάσκελα, διπλωμένοι στα δυο, και στο πλευρό. Εξω απ' τις πόρτες των σπιτιών και τις αυλές και στους δρόμους.

Ομως, ξανάρχισε να μπουμπουνίζει, ν' αστράφτει. Η βροχή ραγδαία όπως τα πριν άρχιζε. Η βροχή έπεφτε με δύναμη πάνω στους σκοτωμένους αντάρτες και στους κεφαλοκυνηγούς που 'ψαχναν για ορισμένα κεφάλια. Περισσότερο τους ενδιέφερε το κεφάλι του καπετάν - Μανώλη. Ενα - δυο, του 'μοιαζαν. Φώναξαν κάποιον που τον γνώριζε καλά. Αυτός, με το πρώτο κοίταγμα, κούνησε το κεφάλι.

- Οχι, δεν είναι ο αρχισυμμορίτης.

Βρήκαν, βέβαια, και πτώματα που δεν είχε απομείνει τίποτα απ' τα κεφάλια τους, και το σώμα κομμένο και σκορπισμένο ολόγυρα. Υστερα από άκαρπο ψάξιμο, συμβιβαστήκανε με λιγότερα ακουστά κεφάλια. Τα ξύλα τα ξεκολλούσαν από τους φράχτες των σπιτιών.

Κι η βροχή έπεφτε. Το νερό, που έπαιρνε τον κατήφορο σε μικρά αυλακάκια, ήτανε κόκκινο.

Από το βιβλίο της «Το Μήνυμα» (Εκδοση «Σύγχρονης Εποχής» 1977)


Της
Νίκης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΑ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ