Κυριακή 5 Οχτώβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΔΙΕΘΝΗ
ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Σε αρνητικό «συσχετισμό» ... χρόνου

Πογκρόμ στα σπίτια

Associated Press

Πογκρόμ στα σπίτια
Για πολλοστή φορά, τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών με θέμα το Ιράκ. Η Ουάσιγκτον, μετά από αρκετές μέρες διαβουλεύσεων, κατέθεσε, εκ νέου, το σχέδιο απόφασης για την «ανοικοδόμηση» της κατεχόμενης χώρας, έχοντας, όπως δήλωνε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, λάβει υπ' όψιν της «τις ανησυχίες όλων των συνομιλητών της».

Οι πρώτες αντιδράσεις, όμως, δεν ήταν τόσο θετικές για τις αμερικανικές βλέψεις. Πρώτος ο πρέσβης της Γαλλίας στον ΟΗΕ δήλωσε ότι το σχέδιο «δεν ανταποκρίνεται στις απόψεις της χώρας του», συμπληρώνοντας ότι «δεν έχουν συμπεριληφθεί οι παρατηρήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας (όπως και της Ρωσίας) για ορισμένα κρίσιμα σημεία». Για «ανάγκη βελτιώσεων», έκανε λόγο το Βερολίνο, ενώ ο ίδιος ο ΓΓ του ΟΗΕ, που αναμφισβήτητα θεωρείται ένας από τους πλέον συνεργάσιμους στην ιστορία του Οργανισμού με τις ΗΠΑ, δεν έκρυψε τις επιφυλάξεις του και την παρατήρηση ότι «το σχέδιο δε βρίσκεται προς την κατεύθυνση που ο ίδιος υπέδειξε».

Των κρίσιμων διαπραγματεύσεων προηγήθηκαν αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες του Αμερικανού ΥΠΕΞ με τους ομολόγους του, των Γαλλίας, Ρωσίας, Βρετανίας και Γερμανίας. Προσπάθεια να «γεφυρωθούν οι διαφωνίες και να εξευρεθεί μια κοινή διεθνή θέση για το Ιράκ», κατέβαλε και η Βρετανία, της οποίας ο πρωθυπουργός έσπευσε στο Βερολίνο, πριν από λίγες μέρες, για να συναντηθεί με τον Καγκελάριο Σρέντερ και τον Πρόεδρο Σιράκ. Και αυτή η συνάντηση, όμως, απέβη άκαρπη, όπως άλλωστε και η έκτακτη Συνάντηση των ΥΠΕΞ των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, υπό την προεδρία του Κόφι Ανάν, στη Γενεύη, λίγο νωρίτερα.

Πωλείται όλο το Ιράκ

Πρόσφατη διαδήλωση στο Λος Αντζελες, ενάντια στην κατοχή στο Ιράκ
Πρόσφατη διαδήλωση στο Λος Αντζελες, ενάντια στην κατοχή στο Ιράκ
Πέντε μήνες μετά την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων στην ιρακινή πρωτεύουσα και την επίσημη κήρυξη της λήξης των εχθροπραξιών από τον Πρόεδρο Μπους, η Ουάσιγκτον μοιάζει να βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, ασχέτως αν οι αξιωματούχοι της επιμένουν, με πείσμα, να ισχυρίζονται ότι «το Ιράκ δεν είναι Βιετνάμ» και ότι «γίνονται βήματα προόδου». Μηνιαίως, οι ΗΠΑ δαπανούν 3,2 δισ. δολάρια για τη στρατιωτική τους παραμονή στο Ιράκ και, εκτός από τα, συνολικά, 100 δισ. δολάρια που ζήτησε ο Πρόεδρος Μπους από το Κογκρέσο, ζήτησε και 20 εκατομμύρια, άμεσα, από τις δωρήτριες χώρες.

Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις του κατοχικού διοικητή Πολ Μπρέμερ, περί πλήρους αποκατάστασης της τάξης και διεξαγωγής εκλογών εντός του προσεχούς έτους, δε φαίνεται να έπεισαν κανέναν, καθώς σημαντικοί αναλυτές εκτιμούν ότι, υπό καλές συνθήκες, η ανοικοδόμηση της χώρας θα διαρκέσει τρία χρόνια και το κόστος της θα ξεπεράσει τα 600 δισ. δολάρια. Ισως, έχοντας στο μυαλό τους αυτές τις εκτιμήσεις, αρκετοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές, που ενέκριναν τη χορήγηση κονδυλίων στο Ιράκ, αναζητούν τρόπους τα κονδύλια αυτά να δοθούν υπό τη μορφή δανείων, έτσι ώστε να αποκλειστεί, κατ' αρχάς, το ενδεχόμενο χρησιμοποίησής τους για την αποπληρωμή χρεών του προηγούμενου καθεστώτος προς χώρες, όπως η Γαλλία και η Ρωσία, και, κατά δεύτερον, να εξασφαλιστεί ότι, με κάποιον τρόπο, τα χρήματα αυτά θα επιστραφούν, έστω και αν η όλη διαδικασία λάβει τη γνωστή πορεία των, χρόνια, χρεωστούμενων και διαρκώς ανατοκιζόμενων.

Κατοχή...

Associated Press

Κατοχή...
Η αρχική πεποίθηση ότι τα έξοδα για το Ιράκ θα καλυφθούν από τα έσοδα του ιρακινού πετρελαίου έχει αρχίσει, ήδη, να εξασθενεί, μετά τα αλλεπάλληλα σαμποτάζ και την έλλειψη ασφάλειας, που εμποδίζει την κανονική ροή του μαύρου χρυσού προς τις αγορές. Τα πράγματα δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο στον πετρελαϊκό τομέα, καθώς, όπως διαπιστώνει ο Κρις Τένσινγκ, αναλυτής στο Κέντρο Ερευνών και Πληροφοριακού Σχεδιασμού για τη Μέση Ανατολή (MERIP), «οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες, όπως οι "Exxon - Mobil" και "Chevron - Texaco" είχαν διαφωνήσει με τα σχέδια επέμβασης στο Ιράκ, εκτιμώντας ότι θα προκληθεί διεθνώς αστάθεια, κάτι που δεν εξυπηρετεί διόλου τα συμφέροντά τους». Ακόμη και σήμερα, είναι εμφανής η διστακτικότητα των πετρελαϊκών κολοσσών να επενδύσουν στο Ιράκ, όπου, ομολογουμένως, η κατάσταση βρίσκεται ακόμη εκτός ελέγχου. Φαίνεται, όμως, καταλήγει ο Τένσινγκ, ότι στην παρούσα φάση, στην αμερικανική πολιτική σκηνή των πετρελαϊκών συμφερόντων επικράτησαν αυτά των αμυντικών βιομηχανιών.

Δεν είναι, όμως, μόνον οι πετρελαϊκές εταιρίες που διστάζουν να επενδύσουν στο Ιράκ. Εκτός από τα μεγαθήρια «Hulliburton» και «Bechtel», τα οποία εξασφάλισαν προνομιακά συμβόλαια για την ανακατασκευή ορισμένων υποδομών, χωρίς καν να γίνει διαγωνισμός, καμία άλλη εταιρία, αμερικανική ή μη, δε φαίνεται να σπεύδει να αξιοποιήσει την ιρακινή «καμένη γη». Υπό την υπόδειξη του κατοχικού διοικητή Μπρέμερ, το διορισμένο Κυβερνητικό Συμβούλιο προχώρησε, μάλιστα, στην απόφαση της ιδιωτικοποίησης «όλων ανεξαιρέτως των τομέων της οικονομικής ζωής» του Ιράκ, με εξαίρεση το πετρέλαιο που παραμένει υπό αμερικανική εποπτεία.

Ετσι, το Συμβούλιο άνοιξε την πόρτα για να πουληθούν τα πάντα, από τις τηλεπικοινωνίες μέχρι την ηλεκτροδότηση, την υδροδότηση, τη φαρμακευτική βιομηχανία κ.ά., χωρίς να διατηρεί κανένα ποσοστό ελέγχου των τομέων αυτών και προσφέροντας στους επίδοξους αγοραστές προνομιακούς όρους, αφού θα τους επιτρέπεται αφορολόγητα να μεταφέρουν τα κέρδη των επενδύσεών τους όπου επιθυμούν για ένα χρόνο, και τον επόμενο χρόνο τα μοναδικά χρήματα που θα καταβάλουν στο Ιράκ θα είναι 15% φόρος. Κι όμως, περισσότερο από δύο εβδομάδες μετά από αυτήν την πρωτοφανή διακήρυξη ξεπουλήματος μιας ολόκληρης χώρας, δεν έχει γίνει γνωστό αν υπάρχει κάποια εταιρία, που να έσπευσε να επωφεληθεί των απίστευτων αυτών όρων.

«Μπλόφες» και «καραμπόλες» με τα όπλα

Πέντε μήνες μετά το τέλος των εχθροπραξιών, δεν έχει βρεθεί ούτε ίχνος των όπλων μαζικής καταστροφής, που πολλάκις επικαλέστηκαν για να εξαπολύσουν τη στρατιωτική επίθεση. Ενώ Ουάσιγκτον και Λονδίνο επισήμως συνιστούν «υπομονή», ο επικεφαλής της αμερικανικής Ομάδας Επιθεωρητών, Ντέιβιντ Κέι, ενημερώνοντας τις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου και της Γερουσίας, δε δίστασε να υποστηρίξει ότι «πιθανώς ο Σαντάμ Χουσεΐν μπλόφαρε, όταν διατεινόταν ότι έχει όπλα μαζικής καταστροφής» (κάτι που επισήμως δεν έκανε ποτέ το προηγούμενο καθεστώς, το υποστήριζαν, όμως, με σθένος οι έμπιστοι της Ουάσιγκτον στην ιρακινή αντιπολίτευση). Ο Κέι, φυσικά, δεσμεύτηκε να συνεχίσει τους ελέγχους και φέρεται να ζήτησε επιπλέον 600 εκατομμύρια δολάρια για το λόγο αυτό.

Παρά τις επίσημες δηλώσεις, είναι ξεκάθαρο ότι το επιχείρημα των όπλων μαζικής καταστροφής έχει οριστικά καταρρεύσει. Και το γνωρίζουν πολύ καλά οι ιθύνοντες της αμερικανικής πολιτικής. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Πρόεδρος Μπους, στην τελευταία του ομιλία προς το έθνος με θέμα το Ιράκ στις αρχές Σεπτέμβρη, χρησιμοποίησε μόλις 2 φορές τον όρο, αλλά αντίθετα αναφέρθηκε περισσότερες από 28 φορές στην απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, στην τρομοκρατία, και άλλες 21 φορές «στην απελευθέρωση του Ιράκ». Εκτοτε, όλοι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επισταμένα αναφέρονται στα δύο αυτά ζητήματα και αφήνουν κατά μέρος το λόγο, για τον οποίο, υποτίθεται ότι, έγινε ο πόλεμος.

Η τακτική αλλαγής πλεύσης, πάντως, δε φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερα καρπούς. Η αμερικανική κοινή γνώμη αρχίζει να αναρωτιέται σε καθημερινά αυξανόμενο ποσοστό, πώς είναι δυνατόν ένας πόλεμος που θα έκανε ασφαλέστερες τις ΗΠΑ, να προκαλεί περισσότερους τρομοκρατικούς κινδύνους και μάλιστα όταν στο «έδαφος ανάπτυξης της τρομοκρατίας» βρίσκονται αμερικανικές δυνάμεις. Επιπλέον, οι αντικατοχικές επιθέσεις, που σύμφωνα με ομολογία του στρατιωτικού διοικητή Ρικάρντο Σάντσες, φθάνουν τις 20 ημερησίως, καθώς και οι ειδήσεις για αλλεπάλληλες συλλήψεις, για «κατά λάθος» καθημερινές δολοφονίες πολιτών, και για απαγόρευση εντύπων που «δεν εξαίρουν τη διαδικασία απελευθέρωσης», διαψεύδουν επί του πρακτέου την «αναγέννηση του Ιράκ», όπου ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως ούτε καν η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση. Ολο και περισσότερες οργανώσεις, συγγενών κυρίως των στρατιωτών που βρίσκονται στο Ιράκ, ζητούν την άμεση επιστροφή των παιδιών τους στην πατρίδα και το περίεργο είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, τις κινητοποιήσεις τους τις καλύπτουν μεγάλα ΜΜΕ, όπως το CNN και το «Newsweek».

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ουάσιγκτον πιέζει αφόρητα το Συμβούλιο Ασφαλείας να εγκρίνει ένα ψήφισμα, που θα μοιράζει σε όλα τα μέλη του το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος της κατοχής και της ανοικοδόμησης του Ιράκ, αλλά και το πολιτικό κόστος, αλλά αρνείται να αφήσει τα ηνία της στρατιωτικής διοίκησης και της πολιτικής διακυβέρνησης στον ΟΗΕ. Ακριβώς, όμως, επειδή η διαμορφωθείσα κατάσταση κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για τις ΗΠΑ είναι, τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου, και ιδιαίτερα όσοι εξαρχής εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους στο Ιράκ, δε μοιάζουν να έχουν την πρόθεση να τα εγκαταλείψουν τώρα. Αν μη τι άλλο, και αυτός ο γύρος διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας αναμένεται βασανιστικά χρονοβόρος για την Ουάσιγκτον, η οποία δεν επιθυμεί απλώς μια έγκριση του σχεδίου της με αποχές, που δε θα εξασφαλίζει την οικονομική και στρατιωτική δέσμευση των υπολοίπων. Μόνο που ο χρόνος, πλέον, κυλά σε βάρος της και βρισκόμαστε μόνο στους 5 πρώτους μήνες της κατοχής.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ