Παρασκευή 25 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Απολογία - «μανιφέστο» του Δ. Κουφοντίνα

Με ένα «μανιφέστο», που επιχειρούσε θυμικά να αξιοποιήσει την αυθόρμητη αγανάκτηση που γεννάει από μόνο του το καπιταλιστικό σύστημα, μακριά από μια ουσιαστική, επιστημονική, μαρξιστική ιδεολογικοπολιτική ανάλυση της ταξικής κοινωνίας στην οποία ζούμε, αποφεύγοντας να απαντήσει στα καίρια ερωτήματα, που εξ αντικειμένου τίθενται από τη δράση μιας οργάνωσης που θέλει να λέγεται και να αναγνωρίζεται ως επαναστατική, απολογήθηκε χθες στη δίκη της «17 Ν» ο Δ. Κουφοντίνας.

Ο κατηγορούμενος αποσαφήνισε ευθύς εξαρχής ότι δε θα απολογούνταν, όπως θα ήθελαν οι δικαστές και επανέλαβε τα όσα είχε δηλώσει από την πρώτη στιγμή της δίκης ότι δε θα μιλούσε για τη δράση τη δική του και τη δράση άλλων μελών της οργάνωσης. Αρνήθηκε στο δικαστήριο - το οποίο το χαρακτήρισε «ένα ειδικό Δικαστήριο εκτάκτων μέτρων» - το δικαίωμα, αλλά και τη δυνατότητα να «κρίνει κοινωνικά φαινόμενα, να δικάσει ή να καταργήσει την πάλη των τάξεων» και στο πλαίσιο αυτό αρνήθηκε, όπως είπε, να συνεργήσει «να δικαστεί μια επαναστατική οργάνωση σαν εγκληματική». Διευκρίνισε δε ότι τα όσα περιλάμβανε η απολογία του τα έλεγε, «απευθυνόμενος σε αυτούς που μας πίστεψαν, μας στήριξαν ηθικά, που ένιωθαν ότι αποτελούσαμε μία ελπίδα, μια σπίθα. Σε αυτούς που αντλούσαν από μας περηφάνια, που έβρισκαν σε μας ένα κομμάτι από το χαμένο στοίχημα της επανάστασης. Σε αυτούς που απογοητεύσαμε, που διαψεύσαμε, σε αυτούς που διαφώνησαν με τις επιλογές μας, αλλά που ήταν από την ίδια πλευρά με μας, που τους συγκινούσε η έφοδος στον ουρανό. Σε αυτούς, τέλος, που πόνεσαν αναπόφευκτα από τη δράση μας, είτε ήταν από τη δική μας την πλευρά, είτε ακόμα και από την απέναντι».

Τι ήταν η «17 Ν» και πού στόχευε

Αναφερόμενος στο χαρακτήρα της οργάνωσης στην οποία ανήκε, ο Δ. Κουφοντίνας είπε: «Η "17 Ν" ήταν μία οργάνωση απλών λαϊκών αγωνιστών», που προερχόταν «από τα σπλάχνα του λαού, που αφουγκραζόταν τη δική του φωνή και τα δικά του συμφέροντα προσπάθησε να υπηρετήσει». Ηταν, είπε, «μία οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς», διευκρινίζοντας ότι ήταν «η Αριστερά, που αντί να γυρίζει και το άλλο μάγουλο, ρίχνει κλοτσιά στο καλάμι!», ότι ήταν μια οργάνωση που ανήκε «στην Αριστερά του Λένιν, του Τσε και του Αρη, στην Αριστερά της Οκτωβριανής, της Ισπανικής, της Κινέζικης, της Κουβανέζικης Επανάστασης. Στην Αριστερά του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, στην Αριστερά των αντιαποικιακών επαναστάσεων από την Αλγερία ως το Βιετνάμ, στην Αριστερά των εξεγέρσεων του Μάη του '68 και του Νοέμβρη του '73, στην Αριστερά των αντάρτικων της πόλης». Δε διευκρίνισε, όμως, πώς μπορούσε να συμβαίνει αυτό και ταυτόχρονα η «17 Ν» να είναι μια απομονωμένη οργάνωση, μια οργάνωση που ήταν ξένη προς το κίνημα των μαζών, προς την πραγματική πάλη των τάξεων, στην οποία συγκρούονται τάξεις και όχι άτομα.

Σχετικά με τα χτυπήματα της «17 Ν», ο Δ. Κουφοντίνας υποστήριξε πως είχαν συμβολικό χαρακτήρα, διότι η οργάνωση «επέλεγε στόχους - σύμβολα της εξουσίας σε όλες τις εκφάνσεις της», στόχους - σύμβολα «της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας». Συμπλήρωσε, δε, πως η δράση της οργάνωσης «εκλαμβανόταν σαν δίκαιη κοινωνική άμυνα, έδινε μήνυμα αντίστασης, τόνωνε το αίσθημα αξιοπρέπειας και περηφάνιας του λαού, προκαλούσε τριγμούς στην εξουσία και στους μηχανισμούς». Αναπτύσσοντας ακόμη περισσότερο αυτό το σκεπτικό, δικαιολόγησε τη δράση της «17 Ν», επικαλούμενος τη βία του καθεστώτος, την καπιταλιστική αδικία και εκμετάλλευση, την κρατική και την ιμπεριαλιστική τρομοκρατία, τις χιλιάδες των θυμάτων του εκμεταλλευτικού καθεστώτος. Μόνο που η αντίδραση σε όλα αυτά, η αγανάκτηση για όλα αυτά δεν είναι αρκετά στοιχεία για να προσδώσουν επαναστατικό χαρακτήρα σε μια οργάνωση. Πολύ περισσότερο, δεν αποτελούν αυτοτελή επαναστατική δράση, αλλά δράση αμυντική, που ετεροκαθορίζεται από τη δράση του αντιπάλου. Εως αυτό το σημείο, όμως, δεν έφτασε ο προβληματισμός του Δ. Κουφοντίνα.

Ο Δ. Κουφοντίνας επικαλέστηκε κοινωνική αποδοχή για τη δράση της «17 Ν», προσφεύγοντας σε διάφορα γκάλοπ, όπου ένα αξιόλογο κομμάτι της κοινής γνώμης εκφραζόταν θετικά για την οργάνωση. Δεν έδειξε, όμως, να αντιλαμβάνεται πως είναι άλλο πράγμα η έκφραση συμπάθειας, ή μιας θετικής γνώμης και άλλο να σε ακολουθεί πολιτικά - συνειδητά η μάζα, που λέει πως σε συμπαθεί. Αν άπλωνε τη σκέψη του έως αυτό το σημείο, θα έπρεπε να απαντήσει στο ερώτημα: Γιατί ενώ η «17 Ν» απολάμβανε τη συμπάθεια μιας όχι αξιοκαταφρόνητης μερίδας του ελληνικού λαού, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να προκαλέσει τον παραμικρό κοινωνικό αγώνα, ακόμη και σ' έναν απομονωμένο ή μεμονωμένο χώρο δουλιάς και κατοικίας;

Εκκληση προς τους νέους και επεισόδια

Ο κατηγορούμενος έκλεισε την απολογία του, διαβάζοντας στίχους από ποίημα του Κ. Παλαμά, σε μια έκκληση στη νέα γενιά να ακολουθήσει το δρόμο της «17 Ν». Βέβαια, αργότερα ο ίδιος, απαντώντας σε ερωτήσεις των δικαστών, διευκρίνισε ότι «το βασικό που παραμένει είναι αν πρέπει να καταστραφεί η Καρχηδόνα. Οι τρόποι, τα μέσα, τα συζητάμε». Εντούτοις θεωρεί ότι η «17 Ν» άφησε θετική επαναστατική παρακαταθήκη, ωφέλιμη για τις νέες γενιές επαναστατών.

Με το τέλος της απολογίας του Δ. Κουφοντίνα, μια μερίδα του ακροατηρίου ξέσπασε σε χειροκροτήματα, ενώ ακούστηκε το σύνθημα «Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ' όλα τα κελιά». Το γεγονός αυτό οδήγησε τον πρόεδρο να αποβάλει από την αίθουσα αδιακρίτως όσους βρίσκονταν στην πλευρά από την οποία προήλθαν τα προαναφερόμενα και να απειλήσει με συλλήψεις, κάτι που φυσικά απέφυγε να πραγματοποιήσει.

Κατά τ' άλλα, ο κατηγορούμενος απάντησε σε ερωτήσεις δικαστών και των συνηγόρων υπεράσπισης, ενώ αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής. Η απολογία του Δ. Κουφοντίνα ολοκληρώθηκε περίπου μία ώρα πριν τη λήξη των εργασιών του δικαστηρίου, αλλά ο επόμενος για απολογία κατηγορούμενος Σ. Ξηρός δεν ήταν παρών για να απολογηθεί. Μέσω των συνηγόρων του, ζητήθηκε να απολογηθεί προς το τέλος της διαδικασίας των απολογιών, αλλά το δικαστήριο δεν αποδέχτηκε το αίτημα και διέκοψε τη συνεδρίαση, καλώντας τον να προσέλθει και να απολογηθεί σήμερα.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ