Η ταινία, πιθανόν, αλληγορεί για τα τρέχοντα γεγονότα στον κόσμο και για το κύμα μεταναστών από τα ανατολικά στα δυτικά, όπως συνέβαινε περίπου εκατόν πενήντα χρόνια πριν, με τους Ιρλανδούς που έφταναν στη Νέα Υόρκη κατά δέκα χιλιάδες κάθε εβδομάδα. Οι «γηγενείς» δεν τους ήθελαν. Αντιπαρατάσσονταν κατά συμμορίες, που αντιπροσώπευαν φυλετικές ή θρησκευτικές ομάδες.
Ο Σκορτσέζε, πρώτης γενιάς Αμερικανός από Ιταλούς γονείς, γύρισε την ταινία στην Ιταλία, γνωρίζοντας πολύ καλά τι συμβαίνει στην Ιταλία με τους μετανάστες από την Αλβανία, το κουρδικό Ιράκ, το Πακιστάν, απ' οπουδήποτε. Οι «γηγενείς» Αμερικανοί δε θέλουν τους ξένους που κουβαλάνε άλλες γλώσσες, συνήθειες, συμπεριφορές και κυρίως τους «παίρνουν» τις δουλιές.
Στις συμμορίες υπεισέρχεται η θρησκευτική διαφορά διαμαρτυρόμενων και καθολικών και η άρνηση των «γηγενών» να αναδειχτεί καθολικός Ιρλανδός σε πολιτικό πρόσωπο, ούτε καν δημοτικός σύμβουλος. Μια διαμάχη που κράτησε μέχρι τον Τζον Κένεντι, δηλαδή εκατό χρόνια. Ανάμεσα στους σφαγείς και την πορνεία χωράει και ο έρωτας. Ο Αμστερνταμ, δεν ξεφεύγει. Η φιλενάδα του - κλεφτρόνι συγκέντρωσε 200 τόσα δολάρια, ώστε να καλύψει τα εισιτήρια για το Σαν Φρανσίσκο. Ακόμα μια νύξη για φυγή προς τη Δύση...
Δεν υπαινισσόμαστε ότι ο Σκορτσέζε είναι ρατσιστής, αλλά ότι η ταινία του επιτρέπει και διάφορες «αναγνώσεις» και ερμηνείες.