Η κυβέρνηση φροντίζει ώστε οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών να είναι μονίμως «απών» από τους χώρους εργασίας |
Αιτία αυτής της κατάστασης είναι η ασυδοσία των εργοδοτών, που, προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους δε διστάζουν να θυσιάσουν ακόμα και τη ζωή των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, η πολιτική της κυβέρνησης ενισχύει την ασυδοσία των εργοδοτών, εξυπηρετώντας κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους. Σε προηγούμενο δημοσίευμα του «Ρ» (μέρος μιας διαρκούς συνολικότερης έρευνας για τον επαγγελματικό κίνδυνο) επισημάναμε με ποιο τρόπο η κυβέρνηση κρατά σε κατάσταση «λανθάνουσας λειτουργίας» κρατικές υπηρεσίες όπως το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ) και το Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΚΥΑΕ), που υπάγονται στο υπουργείο Εργασίας.
Το ΣΕΠΕ έχει ως κύριο έργο τον έλεγχο των επιχειρήσεων - βασισμένο σε μια αντίληψη που προάγει τον κοινωνικό εταιρισμό - σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωσή τους προς την εργατική νομοθεσία (όπως η τήρηση των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής της εργασίας και της πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων). Βασικοί παράγοντες σχεδιασμένης υπολειτουργίας του ΣΕΠΕ είναι η συντηρούμενη τεράστια έλλειψη προσωπικού και η ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής. Χαρακτηριστικά, σε κάθε συνεργείο (αποτελείται από ένα τεχνικόν και έναν υγειονομικό Επιθεωρητή Εργασίας) αντιστοιχούν περίπου 3.398 επιχειρήσεις, τις οποίες πρέπει να ελέγξουν! Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει την παραπέρα υποβάθμιση του ΣΕΠΕ.
Τα στοιχεία που αναφέρονται στα θανατηφόρα και γενικά στα εργατικά ατυχήματα είναι μόνο μια όψη του επαγγελματικού κινδύνου. Η άλλη όψη αυτής της επώδυνης πραγματικότητας, που βιώνουν οι εργαζόμενοι είναι οι επαγγελματικές ασθένειες που κυριολεκτικά θερίζουν στους χώρους δουλιάς, αλλά που οι εκάστοτε κυβερνήσεις - πολιτικοί εκφραστές και υποστηρικτές των συμφερόντων της αστικής τάξης - απεργάζονται την απόκρυψή τους. Ετσι, αν η θέση ότι στοιχεία που αναφέρονται στα εργατικά ατυχήματα ελέγχονται για την εγκυρότητά τους είναι αναμφισβήτητη (εξαιτίας των τεράστιων ελλείψεων που παρουσιάζονται στους αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς καταγραφής και αντιμετώπισής τους), με την ίδια και μεγαλύτερη σιγουριά μπορούμε να διατυπώσουμε το συμπέρασμα: Η σημερινή κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες έχουν φροντίσει, ώστε οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί να παράγουν ουσιαστικά μηδενικό αποτέλεσμα ως προς την αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών, ακόμα και στο επίπεδο της τυπικής στατιστικής καταγραφής τους.
Οι υφιστάμενες κρατικές υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών είναι οι εξής: Το Κέντρο Διάγνωσης και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ, το Ινστιτούτο Ερευνας Νοσημάτων Θώρακος Υγιεινής και Ασφάλειας, το Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος στο Θριάσιο Νοσοκομείο και το αντίστοιχο τμήμα στο Σεισμανόγλειο.
Η μέθοδος, που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για την υποβάθμιση αυτών των υπηρεσιών, είναι σχεδόν πανομοιότυπη: Τεράστια έλλειψη προσωπικού και, μάλιστα εξειδικευμένου (αντίθετα, οι ονομασίες που φέρουν οι υπηρεσίες είναι μακροσκελείς). Ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και απουσία συνεργασίας μεταξύ αυτών των υπηρεσιών. Αλλά και όπου η υλικοτεχνική υποδομή θα μπορούσε να κριθεί κατά κάποιο τρόπο επαρκής δεν αξιοποιείται, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού.
Το ΚΔΙΕ υπάγεται στο Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και μεταξύ των σκοπών του είναι η μελέτη και η διάγνωση των επαγγελματικών νόσων. Το πρώτο πρόβλημα που συναντάται στη λειτουργία του είναι η τεράστια έλλειψη προσωπικού. Ενώ το ΙΚΑ έχει περίπου 2.000.000 ασφαλισμένους το ΚΔΙΕ διαθέτει μόλις δώδεκα γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και από αυτούς μόνο ο ένας είναι Γιατρός Εργασίας. Με άλλα λόγια, αυτή τη στιγμή αντιστοιχεί ένας γιατρός - ανεξαρτήτως ειδικότητας - σε κάθε 166.666 άμεσα ασφαλισμένους στο ΙΚΑ!!! Ακόμα χειρότερα, σε ό,τι αφορά τη διάγνωση και αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών υπάρχει ένας μόνο γιατρός Εργασίας για 2.000.000 εργαζόμενους!!!
Το ΚΔΙΕ λειτουργεί, ουσιαστικά, ως γνωμοδοτική επιτροπή για το κατά πόσο κάποιος δικαιούται αναπηρική σύνταξη ή όχι παρά ως κέντρο μελέτης και διάγνωσης των επαγγελματικών νόσων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ΚΔΙΕ έκανε κατά το 2001 μόλις 123 επισκέψεις σε χώρους εργασίας και αυτές έχουν να κάνουν με εμβολιασμούς και σεμινάρια υγιεινής και ασφάλειας στους εργαζόμενους. Καμία, δηλαδή, σχέση με την πρωτογενή έρευνα για την καταγραφή των συνθηκών εργασίας και της κατάστασης που επικρατεί στους χώρους δουλιάς και, πολύ περισσότερο, με ιατρικούς ελέγχους εξειδικευμένους για τη διάγνωση και πρόληψη των επαγγελματικών ασθενειών - έστω και αυτών των 52 που έχουν αναγνωριστεί.
Επιπλέον, εκτός από μια καταγραφή που έχει γίνει σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές ασθένειες, που παρουσίασαν όσοι υπέβαλαν αίτηση για συντάξεις αναπηρίας δεν υπάρχει καμιά συστηματική καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών, έστω και αυτών των εργαζομένων που επισκέφτηκαν με δική τους πρωτοβουλία το ΚΔΙΕ. Και πάλι αιτία για αυτά τα φαινόμενα είναι η έλλειψη προσωπικού και της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, ότι στους γιατρούς του ΚΔΙΕ δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν στις επιχειρήσεις. Αν πάθουν κάτι κατευθυνόμενοι προς μια επιχείρηση ή μέσα σε αυτή δεν καλύπτονται από την υπηρεσία τους!!!
Το ΙΕΝΘΥΑΕ, κληροδότημα από το Σουηδικό Ερυθρό Σταυρό, συστάθηκε το 1948 και λειτούργησε έως το 1988 ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την ονομασία «Ινστιτούτο Ερευνας Νοσημάτων Θώρακος» με κύριο στόχο τη διάγνωση και αντιμετώπισης της φυματίωσης. Το 1988 με το Προεδρικό Διάταγμα 175/1989 μετατράπηκε σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και στο τίτλο του προστέθηκε η φράση «... Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας». Η αλλαγή αυτή στο τίτλο πρόδιδε και την αλλαγή στους σκοπούς του Ινστιτούτου. Σύμφωνα με το ΠΔ 175/1988, οι σημερινοί στόχοι του είναι μεταξύ άλλων: «Η μελέτη και έρευνα των επαγγελματικών νόσων και της κάθε είδους επίδρασης της εργασίας στην υγεία... Η υλοποίηση προγραμμάτων προστασίας και προαγωγής της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων». Δεκατέσσερα χρόνια μετά τίποτα από όλα αυτά δεν έχει γίνει. Ολα αυτά τα χρόνια, το Ινστιτούτο διαθέτει μόλις ένα γιατρό για ολόκληρη την Ελλάδα και αυτόν με ειδικότητα στην πνευμονολογία. Ουσιαστικά, έστω και τυπικά, συνεχίζει να εξυπηρετεί τους στόχους που είχαν τεθεί πριν 50 χρόνια. Αυτή τη στιγμή το Ινστιτούτο επιτελεί δραστηριότητες, όπως να βγάζει ακτινογραφίες στους μετανάστες, για να πάρουν την πράσινη κάρτα, σε φοιτητές και ελεύθερους επαγγελματίες!!!
Ομως, η κυβέρνηση δεν αρκέστηκε μόνο στο να υποβαθμίσει πλήρως τη λειτουργία του Ινστιτούτου. Επεδίωξε, πριν λίγα χρόνια, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τη μη αποτελεσματικότητά του -για την οποία η ίδια η κυβέρνηση ευθύνεται- προκειμένου να βάλει κυριολεκτικά στο χέρι την τεράστια περιουσία του, που υπολογίζεται περίπου -αν δεν ξεπερνά- στα δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Το Ινστιτούτο διαθέτει ένα τετραώροφο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, που η αξία του αποτιμάται περίπου στα 800 εκατομμύρια δραχμές και 75.000 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Ετσι, πριν τρία περίπου χρόνια, η κυβέρνηση, μέσω της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, πρότεινε το κλείσιμο του Ινστιτούτου, όμως εμποδίστηκε από το νόμο περί κληροδοτημάτων.
Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στα τμήματα Ιατρικής της Εργασίας στα δύο αυτά νοσοκομεία. Στο Σεισμανόγλειο λειτουργεί Τμήμα Επαγγελματικών Παθήσεων, με διευθυντή, αλλά και μοναδικό εργαζόμενο - προσωπικό έναν πνευμονολόγο. Τα όποια περιστατικά επαγγελματικών ασθενειών αντιμετωπίζονται από το εν λόγω τμήμα έχουν να κάνουν αποκλειστικά με παθήσεις των πνευμόνων και τίποτα άλλο, ενώ ακριβώς η έλλειψη προσωπικού εμποδίζει, έστω και την καταγραφή αυτών των περιστατικών, με σκοπό τη συστηματοποίηση των παρατηρήσεων και την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Στο Θριάσιο Νοσοκομείο λειτουργεί το Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας και Προστασίας του Περιβάλλοντος, το οποίο διαθέτει μόλις ένα άτομο ως προσωπικό, αλλά τουλάχιστον έχει την «πολυτέλεια» να είναι Γιατρός Εργασίας.
Οι εργαζόμενοι που επισκέπτονται από μόνοι τους τον γιατρό Εργασίας -και όχι ύστερα από σύσταση του γιατρού Εργασίας της επιχείρησης στην οποία απασχολείται ο εργαζόμενος- όταν οι ίδιοι υποψιάζονται ότι η ασθένειά τους σχετίζεται με το περιβάλλον εργασίας τους, τα έξοδα των εξετάσεων και της επίσκεψής τους στο γιατρό καλύπτονται από τους ίδιους και όχι από τον ασφαλιστικό τους φορέα, εκτός αν νοσηλευτούν.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η κυβέρνηση φροντίζει για την πλήρη υποβάθμιση των υπηρεσιών αυτών και αυτό για δύο λόγους. Ο ένας είναι η συγκάλυψη των ευθυνών της εργοδοσίας, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης - είτε ως πολιτικού εκφραστή του κεφαλαίου είτε λειτουργώντας και η ίδια πολλές φορές ως εργοδότης - για τα ατυχήματα και τις παθήσεις των εργαζομένων στους χώρους δουλιάς. Επιπλέον, έτσι αποφεύγεται να καλυφθεί και το τεράστιο κόστος που θα καλούνταν να καλύψουν οι εργοδότες για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου και το οποίο ανέρχεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας, στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Το κόστος αυτό καλύπτεται αυτή τη στιγμή από τα ασφαλιστικά Ταμεία, δηλαδή από τους ίδιους τους εργαζόμενους, παρ' όλο που, σύμφωνα με το νόμο, υπεύθυνοι για τον επαγγελματικό κίνδυνο είναι οι εργοδότες. Ο δεύτερος λόγος είναι οποιεσδήποτε ανάγκες των εργαζομένων, ακόμα και αυτής της ουσιαστικής λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών για την προστασία της ζωής τους από τον επαγγελματικό κίνδυνο αντιμετωπίζονται σαν δυσβάσταχτο κόστος.