Η επαγγελματική ασθένεια ορίζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους.
Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η επιστήμη της ιατρικής, επαγγελματική ασθένεια είναι η νόσος που σχετίζεται με το είδος των κινδύνων στους οποίους εκτέθηκε ο πάσχων λόγω της εργασίας του. Με άλλα λόγια, είναι κάθε νόσος που αποδεδειγμένα, στη βάση ιατρικών κριτηρίων, μπορεί να αποδοθεί στο είδος της εργασίας και τους κινδύνους στους οποίους λόγω της εργασίας έχει εκτεθεί ο εργαζόμενος.
Ο δεύτερος ορισμός βασίζεται στην ασφαλιστική πραγματικότητα που ισχύει στην κάθε χώρα. Δηλαδή, επαγγελματική ασθένεια είναι η νόσος που αναγνωρίζεται ως τέτοια από το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, με τους όρους και τους περιορισμούς που κάθε φορά αυτό θέτει.
Για να γίνουν κατανοητές οι συνέπειες του δεύτερου ορισμού θα πρέπει να αναφερθούμε στα τρία βασικά πρότυπα αναγνώρισης και αντιμετώπισης των επαγγελματικών ασθενειών. Τα πρότυπα αυτά θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «κλειστό», «ανοιχτό» και «μεικτό». Το «κλειστό» πρότυπο είναι αυτό που έχει δημιουργήσει μια λίστα επαγγελματικών ασθενειών και με βάση αυτή αναγνωρίζεται αν η νόσος συνδέεται με τις συνθήκες εργασίας ή όχι. Το «ανοιχτό» πρότυπο έχει ως χαρακτηριστικό την απουσία τέτοιας λίστας. Σε αυτό το πρότυπο η νόσος αναγνωρίζεται ή όχι ως επαγγελματική ανάλογα με την αντίστοιχη ιατρική γνωμάτευση. Τέλος, το «μεικτό» πρότυπο διαθέτει λίστα επαγγελματικών ασθενειών που όμως δεν είναι κλειστή αλλά επιδέχεται το διαρκή εμπλουτισμό της.
Στην Ελλάδα, ισχύει το «κλειστό» πρότυπο και μόνο για το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ). Σε όλους τους υπόλοιπους ασφαλιστικούς οργανισμούς όχι μόνο δεν υπάρχει λίστα επαγγελματικών ασθενειών αλλά, ουσιαστικά, δεν υφίσταται καν η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας. Ετσι, το ΙΚΑ διαθέτει μια λίστα με 52 αναγνωρισμένες νόσους ως επαγγελματικές ασθένειες που η τελευταία αναθεώρησή της έγινε το 1978. Είναι προφανές ότι η λίστα δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, αλλά και το ότι έτσι και αλλιώς το «κλειστό» πρότυπο δεν μπορεί να ακολουθήσει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες και απαιτήσεις της παραγωγικής πραγματικότητας, όπως αυτή εξελίσσεται διεθνώς.
Ο γιατρός Εργασίας είναι ο γιατρός που καλείται στο χώρο εργασίας των εργαζομένων να διερευνήσει δύο «αρρώστους». Πρώτον, να διερευνήσει το κατά πόσον είναι «άρρωστες» οι συνθήκες εργασίας κάτω από τις οποίες ζει και εργάζεται ο εργαζόμενος. Να διερευνήσει, δηλαδή, σε ποιο βαθμό το περιβάλλον εργασίας είναι έξω από τις ελάχιστες προδιαγραφές που μπορούν να διασφαλίσουν την υγεία του εργαζόμενου και να μην αποτελεί απειλή για την υγεία του. Δεύτερον, να εξετάζει τον ίδιο τον εργαζόμενο για να διαπιστώσει πιθανές επιπτώσεις στην υγεία του από το «άρρωστο» εργασιακό περιβάλλον - όπου αυτό εντοπίζεται - και να διερευνά προβλήματα υγείας του εργαζόμενου που μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με την εργασία του, είναι όμως δυνατόν να επιβαρύνονται από αυτήν, με στόχο να προχωρήσει σε παρεμβάσεις προληπτικού χαρακτήρα.
Τελικός του στόχος είναι να κάνει αυτές τις συστάσεις που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας ώστε να προστατευτούν οι εργαζόμενοι και να προληφθούν οι επαγγελματικοί κίνδυνοι. Οποιαδήποτε άλλη ιατρική ειδικότητα μπορεί και πρέπει να συμβάλλει σε συνεργασία με την ιατρική της Εργασίας στην αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το έργο που απαιτεί εξειδίκευση. Για αυτό άλλωστε η Ιατρική της Εργασίας, σύμφωνα και με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, αποτελεί ξεχωριστή ειδικότητα που έχει θεσπιστεί και στη χώρα μας και απαιτείται τετραετής εκπαίδευση για την απόχτησή της.