Η Κομισιόν δημοσιοποιεί σήμερα Τετάρτη τη «φθινοπωρινή» οικονομική της έκθεση, επιβεβαιώνοντας την «επιβράδυνση» της ευρωπαϊκής οικονομίας και τις «δυσχέρειες» των οικονομιών Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, ενώ από χτες έγιναν γνωστά τα στοιχεία της «έκθεσης απόδοσης απασχόλησης το 2001» για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), όπου στην ειδική αναφορά για την Ελλάδα επισημαίνεται, αντίθετα από τ' άλλα κράτη - μέλη, ότι παρά την αριθμητική «μεγέθυνση» της ανάπτυξης «η συνολική απασχόληση μειώθηκε κατά 0,3%». Πρόκειται για στοιχεία που επιβεβαιώνουν, με τον πιο δραματικό τρόπο, την καταστροφική πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί, εδώ και καιρό, στις αρνητικές επιδόσεις όσον αφορά την απασχόληση, με τη δεύτερη μεγαλύτερη ανεργία στην ΕΕ, που φτάνει το 10,5% το 2001, έναντι του 7,4% του μέσου κοινωνικού όρου, με υπερδιπλάσια ανεργία των Ελληνίδων έναντι των άλλων Ευρωπαίων γυναικών, με τρεις στους τέσσερις άνεργους και με τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ. Αντίθετα, για την υπόλοιπη Ευρώπη, η Κομισιόν «διαπιστώνει βελτιωμένη απόδοση στις αγορές εργασίας της ΕΕ παρά την οικονομική επιβράδυνση».Για την Ελλάδα «κύρια μέριμνα παραμένει η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης». Για το σύνολο της ΕΕ παραμένουν «βασικά διαρθρωτικά προβλήματα» στη σχέση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Ας σημειωθεί ότι η εξαθλίωση των Ελλήνων εργαζομένων διαπιστώνεται από την Α. Διαμαντοπούλου, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και Ελληνίδα επίτροπο, αρμόδια για την απασχόληση στην Κομισιόν.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν «η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας ήταν 4,1% το 2001, ενώ η συνολική απασχόληση μειώθηκε κατά 0,3%. Τα κύρια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας παραμένουν: το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης της τάξης του 55,54% υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ (63,9%), ενώ διαπιστώνονται χαμηλά ποσοστά όσον αφορά τις γυναίκες (40,9%) έναντι 54,9% στην ΕΕ και τους νέους (26%) έναντι 40,7% στην ΕΕ».
Τα ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα είναι χαμηλά και ιδιαίτερα για τους νέους καταστροφικά, αφού μόνο το 26% των νέων 15-24 ετών δουλεύει, έναντι του 40,7% του μέσου κοινοτικού όρου!
Αλλά και η γυναικεία ανεργία μαστίζει τη χώρα μας, αφού, όπως επισημαίνει και η Κομισιόν, «οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά, αφενός το ποσοστό απασχόλησης (29,9%) και αφετέρου, το ποσοστό ανεργίας (8,6%) παραμένουν μεγάλα». Οσον αφορά τη συνολική ανεργία αυτή «υπερβαίνει ακόμη αρκετά το μέσο όρο της ΕΕ» (Κομισιόν), αφού ανέρχεται το 2001 στο 10,5% του εργατικού δυναμικού, έναντι 7,4% του μέσου κοινοτικού όρου. Το ποσοστό στους άνδρες άνεργους είναι 7% και στις γυναίκες 15,6%. Η ανεργία στους νέους ανέρχεται στο 10,2% και στους μακροχρόνια άνεργους στο 5,4% έναντι 7,1% και 3,3% του μέσου κοινοτικού όρου.
Η Κομισιόν επισημαίνει επίσης ότι « η συμμετοχή των αλλοδαπών στην ελληνική αγορά εργασίας, ιδίως στον αγροτικό τομέα, είναι μεγάλη».
Η Α. Διαμαντοπούλου, ως επίτροπος επισημαίνει στην ελληνική κυβέρνηση τα εξής: «Παρά την πρόοδο που επιτεύχτηκε στη χάραξη πολιτικής και βελτίωση της νομοθεσίας, κύρια μέριμνα παραμένει η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Φαίνεται αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας (ιδίως όσον αφορά στους χαμηλόμισθους), την παροχή περισσότερων κινήτρων για τη μερική απασχόληση και την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης. Τα ποσοστά απασχόλησης, προπαντός των γυναικών και των νέων, μπορούν να αυξηθούν με την ενίσχυση των ενεργών πολιτικών.
Η οικονομική σημασία της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης μπορεί να βελτιωθεί, μέσω εντονότερης σύνδεσης προς τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η περαιτέρω ανάπτυξη και εφαρμογή συνολικής στρατηγικής διά βίου, περιλαμβανομένης της προώθησης της ενεργού γήρανσης, είναι σημαντική.
Η πλήρης εφαρμογή της δέσμης μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας και η παρακολούθηση του αντικτύπου της φαίνονται αναγκαία για να εξασφαλιστεί ο εκσυγχρονισμός της οργάνωσης της εργασίας, με σκοπό καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας. Είναι ανάγκη να βελτιωθεί σημαντικά η απασχόληση των γυναικών τόσο από ποσοτικής όσο και ποιοτικής πλευράς, προκειμένου να μειωθούν οι διαφορές μεταξύ των φύλων, ιδίως όσον αφορά το διαχωρισμό στις θέσεις εργασίας και τις διαφορές αποδοχών».