Η καλή γιορτή που άλλοτε με τόσες γλυκές θύμησες και τόσες γλυκές ελπίδες μάς ανακούφιζε τους πόνους της σκληρής ζωής, θάρθη τώρα για να φωτίση με το γιορτάσιμο φως της το αδιάκοπο μαρτύριο του καθημερινού μας θανάτου, να ξαναζωντανέψη στη φαντασία μας τη φρικαλέα εικόνα του χθεσινού αιματόβρεχτου Γολγοθά μας και σαν μαύρος οιωνός να μας προμηνύση ένα φριχτότερο αύριο.
Τι θα αντικρύση εδώ πάνω ο καινούργιος χρόνος; Από τις όχθες του Μαιάνδρου ως τις χιονισμένες βουνοκορφές του Ουσάκ και απ' της Τουρκίας την ιερή πολιτεία, την Προύσσα, ως τις παγωμένες πλαγιές των θρακικών βουνών, εμείς στεκόμαστε άγρυπνοι μπροστά στο φυλάκιο με το τουφέκι στα ξυλιασμένα χέρια μας, έτοιμοι να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε.
Αλλοι κοίτουνται στα νοσοκομεία, είτε απ' το σαράκι της κακομοιριάς τους χτικιασμένοι, είτε από του πολυβασανισμένου κορμιού το σάπισμα, είτε με αγιάτρευτες ακόμα τις πληγές απ' το θανατερό βόλι, αυριανοί σακάτηδες, αφρόντιστοι, πεταμένοι σαν άχρηστα κτήνη, μακρυά από κάθε ανθρώπινη σπλαχνική συμπόνια, άλλοι που στην ίδια τους τη δύναμη ζητήσανε τη σωτηρία απ' του πολέμου το βασανιστήριο, αλυσσοδεμένοι βρίσκονται στις φυλακές και στενάζουν κάτω απ' το άσπλαχνο κνούτο του τιμωρού νόμου.
Κι εμείς εδώ πάνω πολεμάμε για την πατρίδα... Πούναι οι γλυκείες θύμησες του περασμένου χρόνου που θα ξαλαφρώσουν τους τωρινούς μας πόνους; Πουθενά. Δε ρίχνουμε το νου μας στην αναπόληση των περασμένων, γιατί παντού αίματα και αλυσίδες, θάνατο και μαρτύρια συναντάμε. Πολύ λίγοι θα σταματήσουνε ίσως μπροστά σε μια ημερομηνία: 1 Νοεμβρίου. Πετάξαμε, θα πούνε, από πάνω έναν πολεμικό εφιάλτη που επίεζε το λαό θανάσιμα, σέρνοντάς τον να σφαχτή, θύμα του αχόρταγου Μαμμωνά της δυτικής Ευρώπης. Κι αυτών όμως των λίγων η πρόληψη που τους επλάνεβε, δέχτηκε πολύ γρήγορα το δυνατό χτύπημα της πραγματικότητας. Ο εφιάλτης δεν έφυγε, μα ξανακάθισε μεταμορφωμένος και φοβερώτερος στο στήθος του δυστυχισμένου λαού!
«Θα επιδιώξω την συμπλήρωσιν της εθνικής αποκαταστάσεως στηριζόμενος επί του ηρωικού μας στρατού», κήρυξαν οι νέοι κυβερνήτες επίσημα και πανηγυρικά με το βασιλικό διάγγελμα.
Κρατήστε όμως την αιμοβόρικη χαρά σας, ξαναστημένοι βρυκόλακες! Δεν είμαστε πια οι αγαθοί μοιρολάτρες του περασμένου καιρού. Μέσα στην κόλαση των τελευταίων τούτων αιματόβρεχτων χρόνων ξυπνήσαμε, χρειάστηκε ν' αφήσουμε τη ζωή του πολίτη που τόσο όμορφα ξέρετε να τη ζωγραφίζετε ως ελεύτερη και ειρηνική και να συρθούμε βίαια στον ανθρώπινο αλληλοσπαραγμό, για να αντικρύσουμε τη φοβερή πραγματικότητα της κοινωνικής εκμετάλλευσης που τόσο τεχνικά σκεπάζετε με τα ψεύτικα στολίδια σας. Και το αντίκρυσμά της σκόρπισε τα πλάνα ιδανικά σας, τις «πατρίδες» σας και τα «εθνικά όνειρά» σας και μας έδειξε ολοφάνερα τι κρύβει από πίσω τους: Το συχαμερό εγώ σας, το εγώ της κεφαλαιοκρατικής σας τάξης. Και είδαμε ότι εμείς οι φτωχοί βιοπαλαιστές, οι εργάτες, δεν μπορούμε μέσα σε τούτη την κοινωνία που κυριαρχεί η εκμετάλλευση να απολάψουμε ελευτεριά, γιατί κι όταν δεν στρατευόμαστε σε πόλεμο είμαστε πάντα στρατευμένοι στο βιομηχανικό και εμπορικό στρατό της πλουτοκρατίας, πάντα σκλάβοι που ή με το αίμα, ή με τον ιδρώτα μας θα πληθαίνουμε τους θησαυρούς της και θα ικανοποιούμε τις ανικανοποίητες απολαύσεις της χτηνώδικης αχορτασιάς της.
Μη μας μιλάτε, λοιπόν, για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις, γιατί τόσο πιο συχαμεροί μας φαινόσαστε!
Κι όταν πια τα είδωλά σας γκρεμίστηκαν μέσα μας και μεις οι τυφλοί αναβλέψαμε, εκυριεύτηκε η καρδιά μας οπό μίσος εναντίον σας, εναντίον όλης σας της καινούργιας τάξης. Μα όχι από τo καταστρεφτικό και στείρο εκδικητικό μίσος που σεις και οι όμοιοί σας καλλιεργείτε καταχθόνια ανάμεσα στους λαούς και που γεννάει τις ανθρωποσφαγές των γαλλογερμανικών και ελληνοβουλγαρικών πολέμων, αλλά το μεγάλο και ιερό και δημιουργικό αίσθημα της αγανάχτησης που κατά τις ώριμες επαναστατικές ιστορικές περιόδους εμψυχώνει τους λαούς που συντρίβουν τα δεσμά της σκλαβιάς τους, γκρεμίζουν την παλιά κοινωνία και οικοδομάνε μια καινούργια, ελεύθερη και δίκαιη.
Το σπέρμα της καινούργιας ανθρωπότητας έπεσε από πολύ καιρό τώρα και εβλάστησε μέσα στους καπνούς του πολέμου, εκεί πάνω στο βοριά!
Η επαναστατική περίοδος ζυγώνει στο τέλος της. Τρέμετε μπροστά της, εσείς που δεν θέλετε να το αναγνωρίσετε, κρατώντας στους ώμους σας το ετοιμόρροπο οικοδόμημα της σημερινής κοινωνίας. Πολύ γρήγορα έρχεται ο τελειωτικός σεισμός που θα σας πλακώση κάτω από τα ερείπιά του.
Γι' αυτό, μεγάλοι κυβερνήτες, είμαστε πραγματικά ηρωικοί στρατιώτες της ανθρωπότητας κι όχι της πατρίδας σας. Και γι' αυτό η πρώτη του 1921 δεν ακούει εδώ πάνω στο μέτωπο ούτε τα μοιρολόγια των αδικοσκοτωμένων, ούτε τους στεναγμούς των βασανισμένων, αλλά μια κραυγή μεγάλη, στεντόρια, που βγαίνει κι απ' των πολεμιστάδων τα παλικαρίσια στήθια κι απ' των κοιτώμενων τα χτικιασμένα πνεμόνια κι απ' των αποθαμένων τα χωσμένα κόκκαλα:
Ζήτω η επανάσταση!
Το Κεντρικό συμβούλιο
των κομμουνιστών στρατιωτών
του μετώπου
(Συνεχίζεται)