Στις 6 του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, άρχισε η προφορική συζήτηση της δίκης. Κατά τη διάρκεια των επτά μηνών, πραγματογνώμονες και μάρτυρες της Εισαγγελίας καθώς και μάρτυρες της υπεράσπισης κατέθεσαν στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Η παρουσίαση της Εισαγγελίας ήταν ασυνεπής και ελλιπής σε αποδείξεις, με καταθέσεις από τους πραγματογνώμονες ξεκάθαρα κατευθυνόμενες και μάρτυρες με χωρίς ηθικό βάρος, όπως ο Ροδόλφο Φρόμετα, βασικός αρχηγός της αντεπαναστατικής οργάνωσης «Κομάντος F-4», ο οποίος με τρομερό θράσος και μπροστά στο συγκαταβατικό βλέμμα των εισαγγελέων καυχήθηκε για τις πολλαπλές απόπειρές του να δολοφονήσει τον Φιντέλ Κάστρο. Οι φτωχοί εισαγγελικοί χειρισμοί, ταιριαστοί σε μια δίκη που «στήθηκε» με εμφανείς πολιτικούς σκοπούς, που ήταν τόσο εμφανείς ώστε μέχρι, στις 2 του Μάρτη 2001, ο Ερνέστο Μπετάν Κουρτ, πρώην διευθυντής του αντικουβανικού ραδιοφωνικού σταθμού, που εσκεμμένα ονομάζεται «RADIO MARTI», σε σχόλιό του δήλωσε: «Υπάρχει η αντίληψη ότι στην πράξη οι κατηγορούμενοι έχουν πάψει να είναι κατάσκοποι και έχει τεθεί η κουβανοαμερικανική κοινότητα, και συγκεκριμένα τα "Αδέλφια σε διάσωση", στο εδώλιο των κατηγορουμένων».
Αντίθετα, οι δικηγόροι της υπεράσπισης, οι οποίοι είχαν διοριστεί από το δικαστήριο, πέτυχαν να παρουσιάσουν μέσω των μαρτύρων τους συντριπτικές αποδείξεις για την ακεραιότητα καθενός από τους κατηγορουμένους, για την ανυπαρξία κινδύνου για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, για το πλούσιο εγκληματικό παρελθόν της αντικουβανικής μαφίας, για το παράνομο της κατηγορίας της συνωμοσίας, της διάπραξης ανθρωποκτονίας και για τη συνενοχή και συνεργασία ορισμένων αρχών των ΗΠΑ με αυτή τη μαφία. Η υπεράσπιση κάλεσε να καταθέσουν πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο πρώην σύμβουλος του Κλίντον για την Κούβα, Ρίτσαρντ Νούσιο, καθώς και ο στρατηγός Τσαρλς Βίλχελμ, πρώην αρχηγός της Νότιας Μεραρχίας, ο οποίος εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν αναζητήσει πληροφορίες που αφορούσαν στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Επίσης, ο στρατηγός Τζέιμς Κλάπερ, πρώην διευθυντής της DIA (Υπηρεσία Πληροφοριών του Πενταγώνου), ο οποίος κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας της Εισαγγελίας, αναγνώρισε ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διαπράξει κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ. Σε πολυάριθμες περιπτώσεις η υπεράσπιση υπέβαλε στην ομοσπονδιακή δικαστίνα, στην οποία είχε ανατεθεί η υπόθεση, το αίτημα και ζητούσε την αλλαγή του τόπου διεξαγωγής της δίκης και τη μεταφορά της σε άλλη πόλη εκτός Μαϊάμι, όπου το περιβάλλον είναι τόσο εχθρικό και μεροληπτικό, όπου η αντικουβανική μαφία εξαγοράζει δικαστές και εισαγγελείς, μέσα επικοινωνίας και αστυνομικούς, αρχές πολιτικές και του FBI, όπου μια μειοψηφία επιβάλλει σε μια σιωπηρή πλειοψηφία την επιθετική της τακτική. Ολα απορρίφθηκαν. Σε αυτό το περιβάλλον αποφάσισε το σώμα των ενόρκων. Με ομόφωνη ετυμηγορία οι πέντε κηρύχτηκαν ένοχοι για όλες και καθεμία από τις κατηγορίες.