Αποκαλυπτικά στοιχεία του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων
Παρ' όλα αυτά, αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό των ατόμων που συμμετείχε στην έρευνα και δηλώνει ότι άρχισε τη χρήση σε μικρότερη ηλικία (το 38,7% για το 2000 και το 41,6% για το 2001). Η μικρή μείωση αυτή καταγράφεται, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των προηγούμενων ετών αλλά και διεθνείς έρευνες, και αποτελεί σημαντική ένδειξη για τάση μείωσης, έστω και περιορισμένης, της μέσης ηλικίας έναρξης της παράνομης χρήσης, σημειώνει το ΚΕΘΕΑ.
«Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι τα προγράμματα πρόληψης πρέπει να ξεκινούν πριν από την ηλικία αυτή και να επικεντρώνονται όχι μόνο στο άτομο αλλά και στην οικογένεια και το σχολείο. Επίσης, η λειτουργία προγραμμάτων έγκαιρης παρέμβασης μπορεί να ανακόψει την πορεία των χρηστών που βρίσκονται σε φάση πειραματισμού ή σε πρώιμα στάδια κατάχρησης ουσιών προς την προβληματική χρήση και την εξάρτηση» τονίζει το ΚΕΘΕΑ.
Η πρώτη παράνομη ουσία που χρησιμοποιούν περισσότεροι από 7 στους 10, είναι η κάνναβη. Η ηρωίνη χρησιμοποιείται ως πρώτη ουσία από το 3,7% των χρηστών το 2000 και το 3,3% το 2001.
Η εμπλοκή στην τοξικοεξάρτηση αποτελεί μακροχρόνια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο περνά από διαφορετικά στάδια. Το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο γίνεται βαθμιαία και όχι από τη μια στιγμή στην άλλη ή αυτόματα, όπως μπορεί πολλοί να πιστεύουν.
Αφετηρία της πορείας αυτής είναι ο πρώτος πειραματισμός με τις ουσίες, που γίνεται συνήθως στην ηλικία των 15 ετών με κάνναβη ή χάπια. Τέσσερα χρόνια αργότερα το άτομο θα δοκιμάσει ηρωίνη και ένα χρόνο μετά την πρώτη επαφή του με την ουσία αυτή θα τη χρησιμοποιήσει ενδοφλεβίως. Μετά περίπου τέσσερα χρόνια ενδοφλέβιας χρήσης ηρωίνης και παράλληλης κατανάλωσης άλλων ουσιών, το άτομο αποφασίζει να απευθυνθεί σε κάποιο θεραπευτικό κέντρο.
«Αυτή η τυπολογία βοηθά σημαντικά στον προσδιορισμό των ηλικιών στις οποίες θα πρέπει να επικεντρωθούν τα προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης και θεραπείας» υπογραμμίζει το ΚΕΘΕΑ.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του ΚΕΘΕΑ, το 63,1% των ερωτηθέντων το 2000 και το 66% το 2001 αναφέρουν ότι ήταν άνεργοι τη στιγμή που έκαναν την επαφή με το κέντρο, ενώ μόνο το 18% είχε σταθερή απασχόληση και το 7% κάποια περιστασιακή εργασία. Μάλιστα στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν μακροχρόνια άνεργοι.
«Η ανεργία, ένα από τα κύρια προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, η οποία για πολλούς ερευνητές συνδέεται με τη χρήση ουσιών, αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα της υποτροπής. Είναι, λοιπόν, σημαντική για την κοινωνική επανένταξη των αποθεραπευμένων χρηστών, η περαιτέρω ανάπτυξη προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, υποστήριξης και διαμεσολάβησης στην αγορά εργασίας» υπογραμμίζει το ΚΕΘΕΑ.