O σύντροφος Νίκος γεννήθηκε το 1929 στη Νάπη Λέσβου. Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος από το Μανταμάδο. Ο ξάδερφός του ήταν ο Μανταμαδιώτης Νίκος Μαρμαρινός, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στη Φλώρινα στις 23 Γενάρη 1943. Καθώς ο πατέρας του δεν ήξερε γράμματα, τον έβαζε από μικρό παιδί να του διαβάζει διάφορα έντυπα του ΕΑΜ. Ετσι, ο σύντροφος Νίκος άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς για τον αγώνα του ΕΑΜ. Είδε από κοντά Χίτες και ΜΑΥδες να βασανίζουν αγωνιστές που πάλευαν για την απελευθέρωση του τόπου και αυτό μεγάλωσε το πείσμα του να πάρει από μικρός μέρος στον αγώνα.
Το 1947 τα μαντριά τους ήταν το στέκι συνάντησης καταδιωκόμενων αγωνιστών. Αρχές Απρίλη 1948, σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση, εκατοντάδες στρατιώτες και χωροφύλακες χτένισαν όλη την περιοχή και έφτασαν και στο μαντρί τους όπου τον ξυλοκόπησαν. Μετά έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν όλα, αφού πρώτα τον συνέλαβαν, αλλά κατάφερε να ξεφύγει. Αμέσως πήρε τον δρόμο για το βουνό, όπου συνδέθηκε με την αντάρτικη ομάδα του βόρειου τμήματος του νησιού. Σε ηλικία 18 χρόνων γίνεται μαχητής του ΔΣΕ. Στον ΔΣΕ είχε χαρτογραφήσει όλα τα μονοπάτια του βόρειου τμήματος του νησιού και πήρε μέρος σε πολλές, σχεδόν όλες, τις αποστολές, στα σαμποτάζ και σε μικροσυμπλοκές. Για μήνες είχε τον ρόλο του διανομέα των δελτίων Τύπου του ΔΣΕ.
Στις 6 Ιούνη του 1949 συλλαμβάνεται μετά από μεγάλη ενέδρα που τους είχαν στημένη.
Τον Νοέμβρη του 1949 περνά από στρατοδικείο στη Μυτιλήνη. Τον δικάζουν έξι φορές σε θάνατο και τον βάζουν στον «Αράπη», θάλαμος μελλοθανάτων. Γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα. Αρχές του 1951 τον μεταφέρουν στη Μυτιλήνη για νέα δίκη, όπου δικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Μέτα από λίγο καιρό, τον στέλνουν στις φυλακές της Κέρκυρας ως μελλοθάνατο μέχρι το 1952, όπου μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη ψηφίζεται νόμος, ο οποίος μετατρέπει τις θανατικές ποινές σε ισόβια δεσμά.
Το 1953 μεταφέρεται στις φυλακές Κεφαλονιάς, όπου έζησε και τον μεγάλο σεισμό. Από εκεί μεταφέρεται σε διάφορες φυλακές. Στην Αλικαρνασσό, στα Τρίκαλα, στη Χαλκίδα από όπου έφυγε στις 8 Δεκέμβρη του 1962 για να μεταφερθεί στην Αίγινα, όπου κρατήθηκε μέχρι τις 30 Απρίλη του 1964.
Παρότι συμπλήρωσε 15 συνεχή χρόνια σε φυλακές δεν λύγισε. Μετά την αποφυλάκισή του πήρε ενεργό μέρος στους αγώνες του λαϊκού κινήματος που αναπτύχθηκαν την περίοδο της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, μέχρι τη χούντα. Με την επιβολή της δικτατορίας διέφυγε τη σύλληψη, μέχρι τις 9 Δεκέμβρη 1967 οπότε συλλαμβάνεται στην Αθήνα. Κρατήθηκε στην Ασφάλεια για δυόμισι μήνες και μετά στέλνεται εξορία στο Λακκί Λέρου μέχρι το 1971.
Τα χρόνια που ακολούθησαν πάλεψε με σταθερότητα ως κομμουνιστής. Και όταν χρειάστηκε υπερασπίστηκε τον επαναστατικό χαρακτήρα του Κόμματος ενάντια στις προσπάθειες μετάλλαξης και διάλυσής του.
Σε όλη του τη ζωή τίμησε τον τίτλο του μέλους του Κόμματος. Η μεγάλη προσφορά του στο Κόμμα αποτελεί παράδειγμα για τις νεότερες γενιές.
Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές μεταξύ των οποίων, και στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εκφράζει τα συλλυπητήρια στην σύζυγό του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, στην οικογένεια και όλους τους οικείους του.
Τα θερμά συλλυπητήριά τους εκφράζουν επίσης η ΕΠ της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, η Τομεακή Οργάνωση Ανατολικών Συνοικιών και οι Κομματικές Οργανώσεις Καισαριανής.
Η πολιτική κηδεία του συντρόφου θα γίνει αύριο Τρίτη, στις 11.30 π.μ. στο νεκροταφείο Καισαριανής.
Επιθυμία της οικογένειας είναι αντί για στεφάνια να δοθεί οικονομική ενίσχυση στο «Σπίτι του Αγωνιστή».