Αλλη μια επιβεβαίωση της βαθιάς διαίρεσης και των αντιθέσεων στις ΗΠΑ
Αγρια καταστολή για άλλη μια φορά ενάντια στον «εχθρό λαό» |
Η αμερικανική κυβέρνηση χθες διπλασίασε τους 2.000 ενόπλους της Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια τους οποίους ενεργοποίησε το Σάββατο, ανεβάζοντάς τους πλέον στους 4.000 με προεδρικό μνημόνιο, με χρήση του νόμου «Τομέας 10», που ψηφίστηκε το 1947, για την πάταξη εξεγέρσεων ή την αντιμετώπιση κινδύνου εισβολής ξένης χώρας...
Σε αυτό το πλαίσιο, δόθηκε επίσης εντολή για την ανάπτυξη 700 πεζοναυτών με απόφαση του υπουργού Αμυνας Πιτ Χέγκσεθ.
Τόσο μέσα από τις μεγάλες κινητοποιήσεις και τα κύματα οργής με τα οποία δόθηκε απάντηση στις μαζικές επιχειρήσεις σύλληψης «παράτυπων» μεταναστών, όσο και από τις ενδοαστικές κόντρες που αναζωπυρώθηκαν με τα γεγονότα, επιβεβαιώθηκαν για άλλη μια φορά οι βαθιές διαιρέσεις και οι αντιθέσεις στις ΗΠΑ.
Ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος Ντ. Τραμπ κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις κρατικής καταστολής, «προσπερνώντας» τις εξουσίες του Δημοκρατικού κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκ. Νιούσαμ.
Από τις κινητοποιήσεις σωματείων και φορέων για την απελευθέρωση συλληφθέντων συνδικαλιστών |
Ο δε κυβερνήτης της Καλιφόρνια προσέφυγε δικαστικά κατά του Τραμπ, κατηγορώντας τον πως παραβίασε τις πολιτειακές εξουσίες, που αφορούν μεταξύ άλλων και την απόφαση για κλήση των 4.000 μελών της Εθνοφρουράς. Ο Νιούσομ σε σχετική ανακοίνωσή του κατηγόρησε τον Τραμπ ότι «έχει δημιουργήσει μια κρίση και πυροδοτεί τις καταστάσεις», καλώντας τον ηγέτη των ΗΠΑ να υποχωρήσει και να παραιτηθεί. Στράφηκε δε και κατά των «ταραξιών» διαδηλωτών, διαμηνύοντας: «Οι βίαιες πράξεις δεν θα γίνουν ανεκτές. Θα συλληφθείτε. Θα διωχθείτε ποινικά. Δεν προκαλείτε μόνο ζημιές σε κτίρια και περιουσίες. Καταστρέφετε τα θεμέλια της δημοκρατίας μας. Η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Ντόναλντ Τραμπ σάς χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να στρατιωτικοποιήσει μια πόλη και να παρακάμψει τη δημοκρατία μας».
Στη συνέχεια υποστήριξε ότι θέλει την προστασία των «ειρηνικών διαδηλωτών», ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, όπως και την προστασία των δυνάμεων επιβολής του νόμου.
Αργότερα χτες ο Νιούσομ κατηγόρησε τον Τραμπ ότι με την απόφασή του να κινητοποιήσει την Εθνοφρουρά και τον στρατό εκπληρώνει «τη διαταραγμένη φαντασίωση ενός δικτατορικού Προέδρου».
Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν παράλληλα ότι έχει μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη η κοινωνία του Λος Αντζελες, μιας μεγαλούπολης που χρωστά σημαντικό μέρος του πλούτου των καπιταλιστών στη χαμηλόμισθη εργασία «παράτυπων» μεταναστών, οι οποίοι κατά 80% είναι ισπανόφωνοι και προέρχονται από το Μεξικό και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα κ.λπ.).
Οι πρώτες επιχειρήσεις μαζικής σύλληψης μεταναστών άρχισαν την περασμένη Παρασκευή και προκάλεσαν άμεσα την πραγματοποίηση διαδηλώσεων και την ενεργοποίηση μαζικών φορέων, εργατικών σωματείων και μεταναστών.
Μαζί με τους δεκάδες μετανάστες που συνελήφθησαν το Σάββατο από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (Immigration and Customs Enforcement, ICE) συνελήφθη και ο συνδικαλιστής Νταβίντ Ουέρτα, πρόεδρος του σωματείου Service Employees International Union (SEIU). Ο Ουέρτα συνελήφθη μαζί με δεκάδες άλλους, έξω από αποθήκη σε συνοικία ισπανόφωνων, την ώρα που διαμαρτυρόταν ενάντια στις μαζικές συλλήψεις μεταναστών.
Τελικά, χάρη και στο κίνημα αλληλεγγύης από σωματεία και φορείς, ο συνδικαλιστής αφέθηκε ελεύθερος το απόγευμα της Δευτέρας.
Στο μεταξύ, στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής βρέθηκαν αρκετοί Αμερικανοί και ξένοι δημοσιογράφοι, αρκετοί εκ των οποίων είτε συνελήφθησαν είτε τραυματίστηκαν από σφαίρες καουτσούκ που βάλλονταν κατά των διαδηλωτών.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Αυστραλής δημοσιογράφου Λόρεν Τομάσι, ανταποκρίτριας του τηλεοπτικού σταθμού «9News» στο Λος Αντζελες, η οποία χτυπήθηκε σκόπιμα από αστυνομικό την ώρα ζωντανής μετάδοσης με σφαίρα καουτσούκ, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Αυστραλού πρωθυπουργού Αντονι Αλμπανέζι. Η Τομάσι υπέστη τελικά ελαφρύ τραυματισμό, εκτός από το σοκ της επίθεσης.
Αλλη συνάδελφός της, η Λόρεν Ντέι από το κανάλι ΑBC, υπέστη σοβαρή δύσπνοια από τοξικά δακρυγόνα.
Δημοσιογράφοι ή συνεργάτες υπηρεσιών ασφαλείας του CNN προσήχθησαν.
Στην επιχείρηση έντασης της καταστολής συνολικά ενάντια στις μεγάλες κινητοποιήσεις η κυβέρνηση Τραμπ αξιοποίησε, κατά τα συνήθη, ορισμένες ενέργειες από ένα μικρότερο τμήμα, όπως επιθέσεις με μολότοφ και πέτρες σε ομοσπονδιακά κτίρια και δυνάμεις καταστολής.
Μέρος των διαδηλωτών έβαλε επίσης φωτιά σε ρομπο-ταξί της εταιρείας «Waymo» (παλιότερα γνωστής ως «Google Self-Driving Car Project»), που μεταφέρουν επιβάτες με χαμηλά κόμιστρα δίχως άνθρωπο στο τιμόνι του οχήματος.
Η χρήση του στρατού για την καταστολή λαϊκών κινητοποιήσεων στις ΗΠΑ δεν είναι σπάνιο φαινόμενο.
Ο στρατός χρησιμοποιείται για την καταστολή του «εχθρού» - λαού, με την αξιοποίηση σχετικής νομοθεσίας περί καταστολής «εξεγέρσεων».
Την άνοιξη του 1992 είχαν ξεσπάσει και πάλι στο Λος Αντζελες σοβαρές συγκρούσεις, μετά την αθώωση τεσσάρων αστυνομικών για την άσκηση υπερβολικής βίας κατά τη βίαιη σύλληψη και τον ξυλοδαρμό του Αφροαμερικανού Ρόντεϊ Κινγκ (3/3/1991).
Το 2001 η Εθνοφρουρά ανέλαβε «έργο» απέναντι στη λαϊκή οργή στο Σινσινάτι μετά τη δολοφονία του Τίμοθι Τόμας.
Το 2005 στη Νέα Υόρκη, όταν ο τυφώνας «Κατρίνα» σάρωσε καταστρέφοντας τη Νέα Ορλεάνη προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς, η Εθνοφρουρά και η διαβόητη «Blackwater» ανέλαβαν και τότε την «αποκατάσταση της τάξης»...
Το 2014 στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, μετά τον θάνατο του Αφροαμερικανού Μάικλ Μπράουν από αστυνομικούς, σημειώθηκαν ταραχές που κατεστάλησαν με την αξιοποίηση της Εθνοφρουράς, φαινόμενο που επαναλήφθηκε το 2020 σε μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ όταν ξέσπασε κύμα μαζικών διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων σε Πόρτλαντ, Ν. Υόρκη κ.α. κατά της αστυνομικής βίας μετά τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη από αστυνομικούς.