Σάββατο 24 Μάη 2025 - Κυριακή 25 Μάη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η μελέτη των τάσεων κίνησης του πληθυσμού σε κάθε κράτος και ήπειρο πρέπει να ξεκινά από τη διερεύνηση της κίνησης του κεφαλαίου

Μια «σύγχρονη πρόκληση» για όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, ένας ορατός «κίνδυνος» ειδικά για τη χώρα μας, ένα πολύπλοκο κοινωνικό πρόβλημα που καλούνται να διαχειριστούν κυβερνήσεις αλλά και διακρατικές ενώσεις, όπως η ΕΕ. Με διατυπώσεις όπως οι παραπάνω, το δημογραφικό ζήτημα έχει σταθερή θέση στη δημόσια συζήτηση και στην πολιτική ατζέντα. Τις προηγούμενες μέρες τράβηξε για μια ακόμα φορά τα φώτα της δημοσιότητας, με αφορμή σχετικό συνέδριο που οργανώθηκε υπό την αιγίδα του υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής.

Ο συναγερμός που σημαίνουν αστικά κόμματα, ιμπεριαλιστικές συμμαχίες αλλά και εργοδοτικές ενώσεις συνοδεύεται πάντα από προβληματισμούς για την «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας, εκτιμήσεις για τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, αναλύσεις για τη «βιωσιμότητα» του ασφαλιστικού συστήματος. Η ΕΕ μέσω της λεγόμενης Εργαλειοθήκης και η κυβέρνηση της ΝΔ με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό 2025 - 2035 (ΕΣΔΔ) επιχειρούν παρεμβάσεις με στόχο τη συγκράτηση της τάσης μείωσης του πληθυσμού, συσχετίζοντάς τη με τους στόχους της ανταγωνιστικότητας στη διεθνή αγορά και με το ζήτημα της λεγόμενης «εθνικής συνοχής».

Σ' αυτό το φύλλο ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει αποσπάσματα από επεξεργασία του Τμήματος της ΚΕ για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση της Γυναίκας σχετικά με το δημογραφικό ζήτημα, το πρίσμα μέσα από το οποίο το προσεγγίζουν τα αστικά επιτελεία αλλά και τη βάση πάνω στην οποία διαμορφώνει το ΚΚΕ τη δική του αντίληψη και κριτική.

Για την αντίληψη του Κόμματος


Δεν θα πέφταμε έξω αν θεωρούσαμε ότι η τάση μείωσης της γονιμότητας και η προοπτική συρρίκνωσης του πληθυσμού, ειδικά στις πιο παλιές και υπερώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες, αποτυπώνουν μια μορφή καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων.

Ενώ συνεχίζει να αναπτύσσεται η παραγωγικότητα της εργασίας και να αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, εδώ και δεκαετίες εφαρμόζονται πολιτικές γενικής αύξησης - και όχι μείωσης - του εργάσιμου χρόνου (αύξηση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, περιορισμός της εβδομαδιαίας αργίας - κυριακάτικη αργία), οξύνοντας τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας και αποτυπώνοντας το ιστορικά ξεπερασμένο του καπιταλισμού. Η τάση σχετικής εξαθλίωσης συνοδεύει πολλά τμήματα της εργατικής τάξης και σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα νέοι και νέες, ακόμα κι όταν συζούν, να μην αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί.

Ενώ η καπιταλιστική παραγωγή δημιουργεί όλο και περισσότερα εμπορεύματα, άρα διαμορφώνει νέες ανάγκες, όλο και περισσότερο ανοίγει την ψαλίδα σε σχέση με την ικανοποίησή τους. Αντικειμενικά «φρενάρει» ουσιαστικά την ανάπτυξη των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων, άρα και τη βασική παραγωγική δύναμη της κοινωνίας: Τον άνθρωπο.

Με βάση τη διαλεκτική - υλιστική αντίληψη, αφετηρία για τη μελέτη των παραγόντων που αλληλεπιδρούν στην κίνηση του πληθυσμού είναι ότι ο εργαζόμενος άνθρωπος αποτελεί τη βασική παραγωγική δύναμη.


Η ανάπτυξη του ανθρώπου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο τεχνολογικά, χωρίς να εξετάζεται η συσχέτιση της τεχνολογικής του ικανότητας με όλες τις πλευρές της πολιτιστικής εξέλιξης, μέρος της οποίας είναι η διανοητική του ικανότητα, αλλά και η ψυχική - συναισθηματική λειτουργία του, η πολύπλευρη εργασιακή του ικανότητα, το σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας, ο μη υποχρεωτικός εργάσιμος χρόνος του, όλα αυτά αποτυπωμένα στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης.

Οι συνθήκες αναπαραγωγής του είδους - οι οποίες περιλαμβάνουν και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις - σχετίζονται με τις συνθήκες παραγωγής, δηλαδή τις βασικές σχέσεις οργάνωσης της υλικής παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης.

Οι Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και άλλοι εκπρόσωποι του επαναστατικού εργατικού κινήματος (π.χ. Μπέμπελ) μελέτησαν τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην κίνηση του πληθυσμού σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ενγκελς1:

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχείο στην Ιστορία είναι σε τελική ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της άμεσης ζωής. Αυτή όμως με τη σειρά της έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια μεριά, η παραγωγή των μέσων συντήρησης, αντικειμένων για τη διατροφή, το ντύσιμο, την κατοικία, και των εργαλείων που χρειάζονται γι' αυτά. Από την άλλη μεριά, η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπων, η αναπαραγωγή του είδους. Οι κοινωνικοί θεσμοί όπου ζουν οι άνθρωποι μιας ορισμένης ιστορικής εποχής και μιας ορισμένης χώρας καθορίζονται και από τα δύο είδη της παραγωγής: Από τη βαθμίδα ανάπτυξης, από τη μια μεριά, της εργασίας, και από την άλλη, της οικογένειας».


Ο Μαρξ αποκάλυψε ότι «κάθε ιδιαίτερος ιστορικός τρόπος παραγωγής έχει τους δικούς του ιδιαίτερους νόμους κίνησης του πληθυσμού που έχουν ιστορική ισχύ»2. Στο έργο του αναδεικνύει την ανάγκη ταξικής προσέγγισης του ζητήματος ως αφετηρία για την ερμηνεία των πληθυσμιακών κινήσεων και δημογραφικών τάσεων.

Στο πρωτόγονο σύστημα ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν περιορισμένος, σχετικά σταθερός, και οι κοινωνίες που συγκροτούνταν ήταν εξαιρετικά ολιγάριθμες, γεγονός που σχετίζεται με τον νομαδικό τρόπο ζωής3 σε αλληλεπίδραση με άλλους παράγοντες, σε συνθήκες που ο άνθρωπος ήταν πλήρως υποταγμένος στη φύση.

Στο πέρασμα στην πρώτη ταξική κοινωνία, με τη μόνιμη εγκατάσταση, το πέρασμα στην ατομική ιδιοκτησία, τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας και τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, που συνοδεύτηκε και από τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, ένας συνδυασμός αιτιών οδήγησε σε σημαντική αύξηση των γεννήσεων, την οποία ενθάρρυνε η κυρίαρχη τάξη. Ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται. Τα παιδιά αποτελούσαν όχι μόνο το μελλοντικό αλλά και σημαντικό συμπλήρωμα του εργατικού δυναμικού4. Ο πόλεμος αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Οι στρατοί είτε συγκέντρωναν άμεσα δούλους, είτε κατέστρεφαν το περιβάλλον ώστε να εξαναγκάσουν τις κοινότητες των νομάδων να συγκεντρωθούν στις πόλεις. Ωστόσο, η διατήρηση του αριθμού του εργατικού δυναμικού σε σταθερά επίπεδα ήταν εξαιρετικά δύσκολη5.

Συγκεκριμένα, ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ανέδειξε τον νόμο κίνησης του πληθυσμού για την καπιταλιστική κοινωνία:

«Μαζί με το αυξανόμενο μέγεθος του ήδη λειτουργούντος κοινωνικού κεφαλαίου και τον βαθμό της αύξησής του, μαζί με την επέκταση της κλίμακας της παραγωγής και της μάζας των εργαζόμενων εργατών, μαζί με το πλατύτερο και αφθονότερο ρεύμα όλων των πηγών του πλούτου, μεγαλώνουν και οι διαστάσεις του φαινομένου όπου μια μεγαλύτερη προσέλκυση των εργατών από το κεφάλαιο συνδέεται με μια μεγαλύτερη απώθησή τους, αυξάνεται η ταχύτητα των αλλαγών στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και στην τεχνική του μορφή, και πλαταίνει η περιοχή των σφαιρών παραγωγής που αγκαλιάζονται, πότε ταυτόχρονα, πότε διαδοχικά, από τις αλλαγές αυτές. Επομένως, ο εργατικός πληθυσμός, παράγοντας ο ίδιος στη συσσώρευση του κεφαλαίου, παράγει ταυτόχρονα σε αυξανόμενη έκταση τα μέσα που τον κάνουν σχετικά υπεράριθμο. Πρόκειται για τον νόμο κίνησης του πληθυσμού, χαρακτηριστικό για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής»6.

Γι' αυτό και η μελέτη των τάσεων κίνησης του πληθυσμού σε κάθε κράτος και κάθε ήπειρο πρέπει να ξεκινά από τη διερεύνηση της κίνησης του κεφαλαίου, των επενδύσεων και την επίδραση της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων (π.χ. η πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ για το Μεταναστευτικό). Σημαντικός παράγοντας είναι και η διαφορά στην παραγωγική δύναμη της εργασίας και στις συνθήκες ζωής και εργασίας, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης και αξιοποίησης της επιστημονικής έρευνας και της νέας τεχνολογίας μεταξύ κρατών και περιοχών γενικότερα.

Οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού πολέμησαν τις απόψεις περί «υπερπληθυσμού» (με κύριο εκπρόσωπό τους τον Μάλθους) ως βασικής αιτίας της φτώχειας στα αναπτυσσόμενα βιομηχανικά αστικά κέντρα. Πρόκειται για την αντιδραστική αστική αντίληψη που στοχοποιεί την εργατική τάξη ως υπαίτια για την εξαθλίωσή της, εξαιτίας του «υπεράριθμου» πληθυσμού των εργατών - ειδικά στις πόλεις - και των «υπέρμετρων γεννήσεων» σε σχέση με τα υπάρχοντα μέσα συντήρησης.

Το ιστορικό - κοινωνικό περιεχόμενο των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα

Ετσι, η προσπάθεια ερμηνείας των δημογραφικών εξελίξεων με δείκτες 1) την αριθμητική πληθυσμιακή εξέλιξη, 2) την εξέλιξη της ηλικιακής σύνθεσης του πληθυσμού και 3) τη σχέση γεννήσεων / θανάτων ανά χρονική περίοδο, σε συνάρτηση και με άλλους δείκτες που αναφέρονται στο προσδόκιμο ζωής και στον μέσο όρο γεννήσεων ανά γυναίκα γόνιμης περιόδου, γίνεται σε σχέση με τη διερεύνηση των εξελίξεων στην κοινωνική παραγωγή, αλλά και την αντανάκλασή τους στις σχέσεις των δύο φύλων, στις σχέσεις που συνδέονται με την ανθρώπινη αναπαραγωγή (έρωτας, οικογένεια, γάμος), στον ίδιο τον τρόπο ζωής, που δεν διαμορφώνεται αυθόρμητα, αλλά έχει αντικειμενικά ιστορικό - κοινωνικό περιεχόμενο.

Η ελεγχόμενη, συνειδητή τεκνοποίηση είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής - πολιτιστικής προόδου. Οσο αναπτύσσεται ο ανθρώπινος πολιτισμός, τόσο πιο συνειδητή γίνεται και η απόφαση τεκνοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, το κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων δεκαετιών - κατά τη διάρκεια των οποίων καταγράφεται σταδιακή πτώση του δείκτη γονιμότητας και στην Ελλάδα - είναι η πιο μαζική συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, κυρίως ως μισθωτή. Αυτή η εξέλιξη έχει προοδευτικό χαρακτήρα, καθώς επέφερε τη σχετική οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας από τα ανδρικά μέλη της οικογένειας. Ομως φέρνει σημαντικές αλλαγές στη σχέση των δύο φύλων, με επιπτώσεις και στη σχέση τους προς τα παιδιά. Διαμορφώνει αντικειμενικά νέες ανάγκες στη σχέση εργασίας - μητρότητας / πατρότητας.

Ταυτόχρονα, η διεύρυνση της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική εργασία - ιδιαίτερα σε επιστημονικούς κλάδους, που απαιτούν πιο υψηλή επιστημονική ειδίκευση - σχετίζεται με την τάση αύξησης του ηλιακού ορίου τεκνοποίησης. Σε συνθήκες ενίσχυσης της άμεσης υπαγωγής της επιστημονικής εργασίας στο κεφάλαιο, η επέκταση της γυναικείας επιστημονικής εργασίας στις ηλικίες 25 - 30 - 40 ετών εκδηλώνεται με δισταγμό για ανάληψη γονικής ευθύνης, τεκνοποίησης - ανατροφής παιδιών.

Ακόμη, τα μέσα αντισύλληψης συνέβαλαν στη δυνατότητα επιλογής του χρόνου και της συχνότητας στην τεκνοποίηση, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των ανεπιθύμητων κυήσεων.

Οι σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική θέση της γυναίκας και η τυπική ισότητα με τον άνδρα της ίδιας τάξης σταδιακά οδήγησαν στην αμφισβήτηση ή και απόρριψη των αναχρονιστικών διαφοροποιημένων κοινωνικών ρόλων της γυναίκας και του άνδρα στον γάμο, χωρίς να έχουν ξεπεραστεί όμως αντίστοιχες συμπεριφορές με βάση αυτόν τον διαχωρισμό. Διαμορφώνονται νέες συγκρούσεις και μέσα στην οικογένεια, αντιπαλότητα στις σχέσεις των δύο φύλων, που μπορεί να επιδράσει στη διαμόρφωση των ερωτικών - διαπροσωπικών σχέσεων, στην απόφαση για απόκτηση παιδιών.

Οι υλικές συνθήκες εργασίας και ζωής (εκπαιδευτικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες εξειδίκευσης της εργασίας για την κοινωνική παραγωγή, ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της Υγείας - Πρόνοιας και της στέγασης) επιδρούν και στις αισθητικές και ηθικές αξίες. Ο ατομισμός και ο ανταγωνισμός, ως κυρίαρχες αξίες που ταιριάζουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενισχύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, επιδρώντας στο περιεχόμενο των διαπροσωπικών - οικογενειακών σχέσεων, στις σχέσεις των δύο φύλων. Στη θέση του παλιότερου τύπου οικογενειακών σχέσεων αναδύεται ο τύπος του απομονωμένου ατόμου, σε αντιπαράθεση με όλους τους άλλους. Το άτομο τείνει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις κληρονομημένες μορφές συμβίωσης, όπως ο γάμος ή η γειτονιά. Η γενικευμένη χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης τείνει να υποκαθιστά τη ζωντανή επικοινωνία και επαφή, κυρίως στις νεότερες ηλικίες.

Σε αυτό το έδαφος, τις τελευταίες δεκαετίες διαπιστώνονται σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις συμβίωσης. Για παράδειγμα, καταγράφεται τάση μείωσης των θεσμοθετημένων μορφών συμβίωσης (πολιτικός / θρησκευτικός γάμος, σύμφωνα συμβίωσης) και αύξησης των διαζυγίων. Υπάρχει αυξητική τάση στις γεννήσεις παιδιών εκτός γάμου.

Επίσης, ανασταλτικός παράγοντας στην απόφαση νέων για συμβίωση και τεκνοποίηση είναι η ακρίβεια στη στέγη.

Ιδεολογικό - πολιτικό μέτωπο απέναντι στην αστική πολιτική διαχείρισης του δημογραφικού

Το ιδεολογικό - πολιτικό μέτωπό μας απέναντι στην αστική πολιτική διαχείρισης του δημογραφικού πρέπει να αναπτυχθεί με άξονα τη συνολική μας αντίληψη για την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ελλάδα και άλλα κράτη έχει προβληθεί «ανησυχία» για τη δημογραφική εξέλιξη, προβάλλοντας τη μείωση του πληθυσμού σε εθνικό - κρατικό επίπεδο ως γενική, παγκόσμια τάση, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ούτε παγκόσμια, ούτε σε χώρες όπως η Ινδία υπάρχει μακροπρόθεσμη τάση μείωσης του πληθυσμού, ενώ στην Κίνα υπήρξε συγκράτηση της αυξητικής τάσης με την εφαρμογή πολιτικών περιορισμού των γεννήσεων. Η αλήθεια είναι ότι αλλάζει η κρατική διάταξη της σύνθεσης του παγκόσμιου πληθυσμού.

Αν και είναι φανερό ότι οι «ανησυχίες» σχετίζονται με τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, με όξυνση του εθνικισμού σε σχέση με την έξαρση των θεωριών της παγκοσμιοποίησης μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές του 1990 - 1991, συχνά οι προβλέψεις παρουσιάζονται ως ένα δήθεν αντικειμενικό πρόβλημα, υπεράνω ταξικής σύνθεσης των κοινωνιών και των εφαρμοζόμενων πολιτικών (εργατικής, κοινωνικής, εξωτερικής πολιτικής), όπως και των συνεπειών τους στην αναπαραγωγή του πληθυσμού σε πανεθνικό ή και περιφερειακό επίπεδο.

Αυτή η προσέγγιση συχνά μεθοδευμένα συγκαλύπτει και τις πραγματικές τάσεις αλλά και τις αιτίες τους, αποσιωπώντας σημαντικούς παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση των τάσεων, ενώ δίνουν έμφαση σε κάποιες μόνο τάσεις - διεργασίες, π.χ. μείωση των γεννήσεων ανά γυναίκα με βάση τη χρονική περίοδο γονιμότητας, εμφανίζοντάς την ως τάση των τελευταίων χρόνων.

Οι προβλέψεις γίνονται με μαθηματικά μοντέλα που υπολογίζουν προγενέστερες τάσεις, ορισμένες εφαρμοζόμενες πολιτικές, όμως δεν υπολογίζουν απότομες κοινωνικές μεταβολές, όπως η τάση μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης του πληθυσμού σε περιόδους π.χ. πανδημίας, καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, πολέμου, ή αύξησης σε περιόδους μεταπολεμικής σταθεροποίησης, προσάρτησης εδαφών, μεγάλων μεταναστευτικών ροών.

Ετσι, θα πρέπει να διαβάσουμε και τις προβλέψεις με μια σχετική επιφυλακτικότητα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε και προθέσεις - στοχεύσεις των επιτελείων για λογαριασμό των οποίων διενεργούνται οι μελέτες.

ΕΕ: Ανησυχεί για τη «γήρανση», τη «συνοχή» και τη «γεωπολιτική επιρροή»

Τα επιτελεία της ΕΕ εκφράζουν ιδιαίτερη ανησυχία για την πρόβλεψη μείωσης του μεριδίου της ΕΕ στον παγκόσμιο πληθυσμό (από 6% σήμερα σε λιγότερο από 4% το 2070), εξαιτίας της αναμενόμενης μείωσης του πληθυσμού της μετά το 2026.

Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές εκτιμάται ότι θα συμβάλουν σε αύξηση 98,1 εκατ. ατόμων, αναχαιτίζοντας εν μέρει την προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού από το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων - θανάτων (μείωση κατά 27,3 εκατ. στον συνολικό πληθυσμό της ΕΕ). Το 2020 ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα ήταν 1,5, δηλαδή πολύ χαμηλότερος από την τιμή 2,1 που απαιτείται για τη διατήρηση ενός σταθερού πληθυσμού.

Το κύριο που απασχολεί τα αστικά επιτελεία της ΕΕ είναι ότι το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15 - 64 ετών) στον συνολικό πληθυσμό της ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί από 63,9% (285,5 εκατ.) στις αρχές του 2022 σε 54,4% (228,1 εκατ.) το 2100. Αντιπροσωπεύει συνολική μείωση κατά 57,4 εκατ. του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Παραπλανητικά μιλάνε για ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, που «βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ» στην ΕΕ, αναφερόμενοι σε στρατηγικούς τομείς για την καπιταλιστική οικονομία: Στους λεγόμενους STEM (θετικές επιστήμες, τεχνολογία, μηχανική και μαθηματικά), ΤΠΕ (τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών), κατασκευές, περίθαλψη και μεταφορές7, ζήτημα όμως που δεν σχετίζεται με το δημογραφικό, αλλά αφορά τη μη σχεδιασμένη προετοιμασία και κατανομή του εργατικού δυναμικού στον καπιταλισμό.

Τα επιτελεία της ΕΕ αντιμετωπίζουν εξίσου «ανησυχητικά» την αυξητική τάση «γήρανσης του πληθυσμού» και «τον δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων» (από 33% σε 60% έως το 2100), ως αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής8.

Σε αυτό το πλαίσιο, εστιάζουν στην ανάγκη μείωσης του «δημοσιονομικού κόστους γήρανσης», δηλαδή των κοινωνικών δαπανών για τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων (π.χ. δαπάνες Υγείας, Ασφαλιστικό, συντάξεις, δομές). Μια σειρά κοινοτικές εκθέσεις αναλύουν την αρνητική επίδραση αυτών των αναγκαίων δαπανών στο δημόσιο χρέος της ΕΕ και προτείνουν μέτρα μείωσης και αντιστάθμισης. Αντίστοιχα στην Ελλάδα έχουν δει το φως της δημοσιότητας οι εκθέσεις Σπράου, Γιαννίτση, Πισσαρίδη κ.λπ.

Με βάση τις παραπάνω δημογραφικές τάσεις, εκτιμούν το ενδεχόμενο αρνητικής τους επίδρασης στην «κοινωνική, εδαφική και διαγενεακή συνοχή»9 της ΕΕ. Ωστόσο, πρέπει να σχολιάσουμε ότι τέτοια συνοχή δεν υφίσταται ανεξάρτητα από τη δημογραφική εξέλιξη.

Οι καπιταλιστικές οικονομίες των χωρών της ΕΕ αναπτύσσονται με διαφορετικό ρυθμό, εξαιτίας του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα συμφέροντα των μονοπωλίων του κάθε κράτους - μέλους αποκλίνουν, πυροδοτώντας οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και μεταξύ τους. Τα υπαρκτά οφέλη που αντλούν τα κράτη - μέλη της ΕΕ από τη μεγάλη ενιαία ευρωενωσιακή αγορά στον διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα συνυπάρχουν με τις φυγόκεντρες δυνάμεις που ενισχύονται. Υπάρχει μεγάλη απόκλιση των οικονομιών της ΕΕ, όχι μόνο ανάμεσα στα κράτη του λεγόμενου «σκληρού πυρήνα» και στα υπόλοιπα κράτη (ιδιαίτερα του λεγόμενου ευρωπαϊκού νότου), αλλά και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη του «σκληρού πυρήνα», π.χ. ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία.

Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, που φέρνει προ των πυλών την εκδήλωση μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης, εντείνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις αστικές τάξεις των κρατών - μελών. Είναι εμφανές πλέον ότι η λεγόμενη «ατμομηχανή» της ευρωνωσιακής καπιταλιστικής οικονομίας, η Γερμανία, έχει χάσει τα πλεονεκτήματα που παρουσίαζε λόγω της ενσωμάτωσης της πρώην σοσιαλιστικής Ανατολικής Γερμανίας, της καπιταλιστικοποίησης της Ρωσίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της συγκρότησης της Ευρωζώνης με όρους πιο ευνοϊκούς, τότε, για τη γερμανική οικονομία.

Η ανησυχία των ευρωνωσιακών επιτελείων σχετίζεται με τις ανακατατάξεις που συντελούνται στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, την πρόβλεψη για μείωση του εργατικού δυναμικού εντός της ΕΕ, την αύξηση της γυναικείας μισθωτής εργασίας αλλά και την όξυνση της εξής αντίφασης: Από τη μια να «σπάει» η φροντίδα υπερηλίκων και άλλων εξαρτώμενων μελών από την οικογένεια, από την άλλη να υπάρχει έλλειψη αντίστοιχης κοινωνικής πρόνοιας. Ολα αυτά σε συνθήκες που έχει ενταθεί ο ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά εργασίας, κλιμακώνονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, εμφανίζονται φραγμοί στην αγορά ενεργειακών υλών κι άλλων βασικών βιομηχανικών υλών, πολιτικά ενισχύονται τάσεις φορολόγησης εισαγόμενων εμπορευμάτων, ενώ απομυθοποιείται η πολιτική μιας απρόσκοπτης «παγκοσμιοποίησης» των αγορών.

Αυτές τις συνθήκες του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού η ΕΕ τις καταγράφει ως «περιορισμό της γεωπολιτικής της επιρροής»10, την ώρα που είναι εμφανή τα προεόρτια μιας νέας μεγάλης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Οι κεντρομόλες αλλά και φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ περιπλέκονται και με την όξυνση του ανταγωνισμού πρώτα απ' όλα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, ανάμεσα στην ευρωατλαντική και στην υπό διαμόρφωση ευρασιατική συμμαχία, που πυροδοτεί περαιτέρω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών ανταγωνισμών μεταξύ διακρατικών ενώσεων και συμμαχιών, μεταξύ καπιταλιστικών κρατών.

Παραπομπές:

1. Φρ. Ενγκελς, «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», Πρόλογος στην Πρώτη Εκδοση του 1884, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 7 - 9.

2. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 654.

3. Η μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή για την εξασφάλιση τροφής έθετε περιορισμούς στο πόσα παιδιά νηπιακής ηλικίας μπορούσαν να ακολουθήσουν την ομάδα, το γένος. Κάθε γυναίκα μπορούσε να κουβαλάει μέχρι ένα παιδί βρεφικής - νηπιακής ηλικίας. Το δεύτερο έβαζε σε κίνδυνο την ομάδα, οπότε η αποτρόπαιη πράξη της βρεφοκτονίας ήταν αναγκαία. Επίσης, ο παρατεταμένος θηλασμός (έως 3 - 4 ετών) αποτέλεσε έναν φυσικό τρόπο ελέγχου των γεννήσεων. Γ. Μανέτας, «Η συμβιωτική περιπέτεια. Η καταγωγή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας και οι βιολογικές και κοινωνικές τους συνέπειες», Ηράκλειο 2024, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

4. Γ. Μανέτας, ό.π., σελ. 146 - 149.

5. Ο.π., σελ. 222 - 223.

6. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1.

7. «Δημογραφική αλλαγή στην Ευρώπη: Μια εργαλειοθήκη για δράση» - ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βρυξέλλες 11/10/2023, σελ. 3.

8. Ο.π., σελ. 5.

9. Ο.π., σελ. 1.

10. Ο.π., σελ. 1.


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ