Μιλώντας για το Α' μέρος του νομοσχεδίου που αφορά την Εθνική Σχολή Δικαστών, η Μ. Κομνηνάκα επισήμανε ότι επιδιώκεται η Δικαιοσύνη να παίξει τον ρόλο της «ως στυλοβάτης του συστήματος» και να προσαρμοστεί στις αντοχές της οικονομίας, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τα ματωμένα πλεονάσματα. Με βάση αυτές τις «αρχές», όπως είπε, οι δικαστές θα εκπαιδεύονται, ενώ οι εν ενεργεία θα αξιολογούνται κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Για τα επιμορφωτικά σεμινάρια των εν ενεργεία δικαστών, η Μ. Κομνηνάκα ανέδειξε τον αντιδραστικό ιδεολογικό τους χαρακτήρα υπέρ των επιχειρηματικών συμφερόντων, τη χρηματοδότησή τους από το «υπερμνημόνιο» του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και τη θεματολογία τους σχετικά με κρίσιμους τομείς για την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Εξήγησε ότι από τη μία η μείωση των κύκλων των σεμιναρίων ομολογεί την αδυναμία της Σχολής να αποδεχθεί το σύνολο των αιτήσεων των δικαστών και ότι, από την άλλη, το γεγονός πως η παρακολούθηση είναι υποχρεωτική και αποτελεί όρο για την προαγωγή των δικαστών διασφαλίζει την επίτευξη του στόχου των σεμιναρίων.
Σε σχέση με το Β' μέρος του νομοσχεδίου, η Μ. Κομνηνάκα διευκρίνισε πως εμπεριέχει νέες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στην ποινική και διοικητική δίκη, ενώ χειροτερεύει και το πλαίσιο υπηρεσιακής κατάστασης δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων. Για τις διατάξεις που προβλέπουν υποχρεωτικές αποσπάσεις των δικαστικών υπαλλήλων ακόμα και σε ακριτικά νησιά, η Μ. Κομνηνάκα τόνισε ότι κινούνται «σε αντιδραστική και ρουσφετολογική κατεύθυνση», γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να αξιοποιηθούν ως αλισβερίσια μεταξύ προϊσταμένων - υπαλλήλων, αλλά και υπουργείων - δικαστικών υπηρεσιών, προσθέτοντας ότι τέτοια μέτρα γιγαντώνουν τα προβλήματα υποστελέχωσης. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά την απαράδεκτη τροπολογία για αύξηση των ορίων της αποζημίωσης υπερωριακής εργασίας στις 200 ώρες, η βουλευτής του ΚΚΕ ξεκαθάρισε, αρχικά, ότι «οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν θα ζουν για να δουλεύουν» και κάλεσε σε ικανοποίηση μιας σειράς δίκαιων αιτημάτων τους και σε άμεση πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού από την κυβέρνηση.
Ασκησε δριμεία κριτική στην ύπουλη μεθόδευση της κυβέρνησης για τα όρια συνταξιοδότησης με αφορμή την απαράδεκτη διάταξη για αύξηση των ορίων αποχώρησης από την υπηρεσία των δικαστικών επιμελητών στα 70 έτη, λέγοντας ότι με βάση τις σύγχρονες δυνατότητες, ανάμεσα σε άλλα, τα όρια συνταξιοδότησης θα έπρεπε να μειώνονται, υπενθυμίζοντας παρόμοια μέτρα που εμφανίζονται και στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την απόσυρση της τροπολογίας για τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ) ζήτησε με παρέμβασή του ο Νίκος Καραθανασόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, στην παρέμβασή του. Συγκεκριμένα, κατήγγειλε το γεγονός ότι και η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει την τακτική που έχουν ακολουθήσει και προηγούμενες κυβερνήσεις, να καταθέτει σοβαρές τροπολογίες την τελευταία στιγμή και συνήθως άσχετες με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο.
Ειδικότερα για τον ΝΟΚ σημείωσε πως αφενός αφορά τεράστια επιχειρηματικά συμφέροντα ως προς τη χρήση γης και την αλλαγή χρήσης γης και τον οικιστικό κανονισμό και αφετέρου θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός ως προς το θέμα της στέγης, αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ο Ν. Καραθανασόπουλος επισήμανε, ακόμα, ότι τόσο επειδή η κυβέρνηση επιδιώκει «να συγκαλύψει την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων», όσο και επειδή πρόκειται για μια τροπολογία για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, απαιτείται να γίνει ολοκληρωμένη συζήτηση και όχι «διαδικασίες fast track». Σε δεύτερη παρέμβασή του για την τροπολογία ο Ν. Καραθανασόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση με την τακτική της μεταμεσονύχτιας κατάθεσης των τροπολογιών θέλει, για άλλη μια φορά, να συγκαλύψει μια σειρά ζητήματα που βγάζουν μάτι και επιβεβαιώνει τη γενικότερη κριτική του ΚΚΕ για τον νέο γενικό οικοδομικό κανονισμό που επιταχύνει την εμπορευματοποίηση της γης, στηρίζει τα συμφέροντα των μεγάλων κατασκευαστικών και επιχειρηματικών ομίλων.
Οσον αφορά το τέλος του περιβαλλοντικού ισοζυγίου που φέρνει η κυβέρνηση, υπογράμμισε ότι το όποιο οικονομικό αντιστάθμισμα μετακυλίει τελικά την ευθύνη του κράτους στον ιδιώτη και διαμορφώνει ένα επιπλέον κόστος που επιβαρύνει την κατασκευή και θα ενσωματωθεί στην τελική τιμή, που θα καταβάλλει στο τέλος ο ίδιος ο αγοραστής.