Ο διευθυντής της εφημερίδας Κ. Καραγιώργης αρθρογραφεί στην ΚΟΜΕΠ το 1947 για την πορεία υλοποίησης της Απόφασης του ΠΓ της ΚΕ για τον «Ριζοσπάστη» (9/11/1945)
Σταθερός ήταν παράλληλα ο στόχος να βελτιώνει συνεχώς ο «Ριζοσπάστης» το περιεχόμενο και τη μορφή του, να αυξάνεται η κυκλοφορία του και να κερδίζει νέους αναγνώστες.
Αυτά αποτυπώνονται και σε Αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου σε διάφορες περιόδους. Οπως αυτή «Για το "Ριζοσπάστη"» στις 9/11/1945, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στις 18/11/1945.
Δύο χρόνια μετά, ο Κώστας Καραγιώργης, διευθυντής στον «Ριζοσπάστη» εκείνη την περίοδο, σε άρθρο του στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (ΚΟΜΕΠ) 11/1947 με τίτλο «Τα δημοσιογραφικά μας στελέχη» αναφέρεται στην πορεία υλοποίησης αυτής της Απόφασης εν μέσω οργίου τρομοκρατίας από την αστική τάξη και τους ξένους συμμάχους της, που κορυφώθηκε με το να τεθούν εκτός νόμου το Κόμμα και ο «Ριζοσπάστης» για τα επόμενα 27 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Κ. Καραγιώργη, το σχέδιο Απόφασης γράφτηκε από τον Νίκο Ζαχαριάδη προτού εγκριθεί από το ΠΓ στις 9/11/1945. Στην Απόφαση διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Ο "Ριζοσπάστης", σαν Κεντρικό Οργανο του ΚΚΕ, για τον διαφωτισμό, την οργάνωση και την πάλη του εργαζόμενου λαού, μέσα στους μακρόχρονους αγώνες του Κόμματος και ξεχωριστά στην περίοδο της ξενικής κατάχτησης και της πάλης για την εθνική λευτεριά, ανεξαρτησία και τη Λαϊκή Δημοκρατία, προωθήθηκε από άποψη κυκλοφορίας στην πρώτη σειρά των ελληνικών εφημερίδων. Καλυτέρεψε την ενημερότητά του και την ύλη του. Κέρδισε νέους δεσμούς με το λαό. Απόχτησε πολύτιμους συντάκτες και συνεργάτες. Ο "Ριζοσπάστης" είναι σήμερα η πρώτη πολιτική καθημερινή εφημερίδα στην Αθήνα και σ' όλη τη χώρα (...)».
Για τον «βασικό προορισμό» της εφημερίδας σημείωνε: «Να γίνει ο "Ριζοσπάστης" ο μεγάλος μαχητικός διαφωτιστής, οργανωτής και καθοδηγητής του λαού, αντάξιος των σημερινών στιγμών και των ιστορικών καθηκόντων του ΚΚΕ. Χρειάζεται ακόμα πολλή και μεθοδική δουλειά για να υπερνικήσει τις σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες του και να γίνει μια υποδειγματική ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ (...)
Η διεύθυνση του "Ριζοσπάστη", αυτό που το 7ο Συνέδριο ονόμασε συγκεκριμένη - ζωντανή - επιτελική καθοδήγηση, να μην το πιπιλίζει σαν όμορφη φράση. Αυτό είναι πολύ δύσκολο (γιατί απαιτεί καθημερινή αγρυπνία και ένταση, αδιάκοπη προσήλωση και προσοχή), μα ζωτικά απαραίτητο για μια εφημερίδα σαν τον "Ριζοσπάστη". Στο ζήτημα αυτό δεν χωράει ποτέ επανάπαυση. Αυτό που πέτυχες σήμερα μπορείς αύριο - αν δεν έχεις το νου σου - να το χάσεις διπλό (...)
Απ' την κάθε είδηση, ανταπόκριση, τηλεγράφημα, άποψη, πληροφορία, απ' την κάθε γραμμή του "Ριζοσπάστη" πρέπει πηγαία και ζωντανά να δίνεται η κατεύθυνση, η γραμμή, η παρότρυνση για οργάνωση, δράση, μίμηση καλού παραδείγματος. Οταν ο εργαζόμενος διαβάζει το "Ριζοσπάστη" πρέπει αυτός όχι μόνο να κατατοπίζεται πάνω στη ζωή και τα ζητήματα των εργαζομένων απ' τις άλλες περιοχές και άλλους κλάδους, άλλες χώρες και άλλους λαούς, μα και να παίρνει τόσο καλά και θετικά παραδείγματα καλής οργάνωσης και πάλης, όσο και διδάγματα απ' τις αδυναμίες, λάθη και σφάλματα.
Η γλώσσα, τόσο στην αρθρογραφία, όσο και σε όλο το περιεχόμενο του "Ριζοσπάστη" πρέπει να 'νε απλή, στρωτή, κατανοητή, ευπρεπής, ομοιόμορφη, λαϊκή - δημοτική (...) Η κάθε γραμμή στο "Ριζοσπάστη" έχει πολιτικό νόημα. Τίποτα δεν μπαίνει περιττό μα και τίποτα δεν παραλείπεται από όλα όσα έχουν πολιτική επικαιρότητα και σκοπιμότητα και τόσο την καθημερινή τρεχούμενη και τόσο αναγκαία "μικροδουλειά", όσο και τη γενική επίδοση και εργασία του ΚΚΕ, την οργάνωση, συνένωση και πάλη του λαού».
Για το ξεπέρασμα των αδυναμιών και τα καθήκοντα που προέκυπταν, η Απόφαση ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: «Ο "Ριζοσπάστης" μπορεί και πρέπει να εξαλείψει όλες τις αδυναμίες του και να κερδίσει νέες θέσεις, νέους δεσμούς με το λαό. Ειδικότερα πρέπει: Να έχει πληρέστερη ενημέρωση για τα ζητήματα των εργατών και γενικότερα τα λαϊκά ζητήματα της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και των επαρχιών (καθιέρωση ειδικής καθημερινής στήλης, περιοδείες των συντακτών στις επαρχίες), περισσότερη προσοχή στα ζητήματα γυναικών και νέων.
Κατάπιασμα με τα προβλήματα, τις ανάγκες, τη ζωή των φαντάρων, ναυτών, του στρατού, του ναυτικού κ.λπ. Καλή χρησιμοποίηση και αξιοποίηση όλων των ανταποκριτών. Να ιδρύσει γραφείο στον Πειραιά. Να οργανώσει δίχτυ ανταποκριτών σε όλη τη χώρα και κατά πρώτο λόγο στα εργοστάσια και επιχειρήσεις. Να προετοιμάσει για την Πρωτοχρονιά Συνδιάσκεψη των ανταποκριτών Αθήνας - Πειραιά και αργότερα πανελλαδική. Να εξασφαλίσει την εξωτερική του ενημέρωση ώστε να μην λείπει τίποτα, έστω και ολιγόλογο και να συμπληρώσει το δίχτυ ανταποκριτών τόσο στις μεγάλες πρωτεύουσες, όσο και στις βαλκανικές χώρες. Να καθιερώσει εκλαϊκευτικές επιστημονικές επιφυλλίδες.
Καλύτερος καταμερισμός στο συντακτικό προσωπικό, προώθηση των ικανών νέων συντρόφων και πλουτισμός του "Ριζοσπάστη" με νέα δημοσιογραφικά στελέχη. Καλυτέρευση της εμφάνισης του φύλλου (τεχνική, γλώσσα, ύφος). Διαρκής προσπάθεια για να λυθεί το ζήτημα του χαρτιού και να σταματήσει ο διωγμός εναντίον του δημοκρατικού Τύπου. Ως το τέλος του χρόνου ο "Ριζοσπάστης" πρέπει να κερδίσει 10.000 νέους αναγνώστες. Η εξόρμηση αυτή για την κυκλοφορία πρέπει να γίνει υπόθεση ολοκλήρου του Κόμματος.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να λύσει ο "Ριζοσπάστης" τα παραπάνω καθήκοντα είναι η καλυτέρευση της εσωκομματικής δουλειάς, η ιδεολογική ανάπτυξη και εξύψωση της κομματικής διαπαιδαγώγησης όλων των κομμουνιστών που δουλεύουν στο Κεντρικό Οργανο του ΚΚΕ (σύνταξη, διαχείριση, τυπογραφείο). Οι υπεύθυνοι του "Ριζοσπάστη" πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στα προβλήματα της πολιτικής και οργανωτικής επαγρύπνησης».
Στο τελευταίο νόμιμο τεύχος της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», το 1947, ο Κ. Καραγιώργης σημειώνει: «Η Κομματική Οργάνωση του "Ριζοσπάστη" έκανε ό,τι μπορούσε για να αφομοιώσει και να μεταβάλει σε πραγματικότητα την Απόφαση του ΠΓ.
Σε δίμηνες κομματικές συνελεύσεις της έκανε συστηματική παρακολούθηση και κομματικό έλεγχο της εφαρμογής της Απόφασης μέσα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο κάθε φορά. Τον περασμένο Νοέμβρη μια γενική κομματική συνέλευση έκανε κομματικό έλεγχο της δουλειάς του "Ριζοσπάστη" και του "Ρίζου της Δευτέρας" για όλο το 1946 και τον περασμένο Ιούλιο μια άλλη συνέλευση έκανε το ίδιο για τη δουλειά των δυο εφημερίδων στο πρώτο εξάμηνο της φετεινής χρονιάς».
Στη συνέχεια αναφέρει την κατάσταση που αντιμετώπιζε ο «Ριζοσπάστης»: «Ποτέ έπειτα από την "απελευθέρωση" ο "Ριζοσπάστης" δεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει στα χωριά και σχεδόν σε όλες τις κωμοπόλεις. Κατόπιν τον απέκλεισαν λίγο - λίγο από πολλές πόλεις και αργότερα από ολόκληρες περιοχές, πρώτα στη Θεσσαλία κι έπειτα στη Μακεδονία - Θράκη, την Πελοπόννησο. Δεν έμεινε παρά η "βιτρίνα" της πρωτεύουσας, όπου ωστόσο σκοτώθηκε άνθρωπος από Χίτικη περίπολο μόνο γιατί βρέθηκε ο "Ριζοσπάστης" στην τσέπη του. Και στο τέλος, το γνωστό ψήφισμα του Σοφούλη τον έκλεισε μαζί με την "Ελεύθερη Ελλάδα", για τέταρτη φορά στην ιστορία του.
Αλλά και οι άλλες διώξεις που είχε υποστεί πριν τον κλείσουν δεν ήταν μικρές. Τουλάχιστον τριακόσιες δίκες αντιμετώπισαν οι υπεύθυνοί του (...)
Το κύμα της "συνωμοσίας" του Ζέρβα στοίχισε στο "Ριζοσπάστη" τον πρώτο και κατόπιν τον δεύτερο αρχισυντάκτη του, τον αρχισυντάκτη του "Ρίζου της Δευτέρας" και περίπου 20 από τους πιο πεπειραμένους συντάκτες και μέλη του προσωπικού του. Την περασμένη χρονιά στον κάμπο της Θεσσαλίας, είχε χαθεί με μαρτυρικό θάνατο από το μαχαίρι του Αγγλου Τζωρτζ Μίλλερ, της συμμορίας του Σούρλα, ο πολιτικός του συντάκτης Κώστας Βιδάλης, συνεχίζοντας μέσα στις συνθήκες της αγγλοσαξωνικής κατοχής τον κατάλογο των ηρώων του "Ριζοσπάστη", του Μαρουκάκη, του Κορνάρου, του Χατζήμαλη, του Σουργιαδάκη.
Αλλά και πολλές άλλες δυσκολίες έβαλε στο "Ριζοσπάστη" η αγγλοσαξωνική ελευθεροτυπία. Τον εμπόδισαν στις διαφημίσεις του. Αρνήθηκαν διαβατήριο για το εξωτερικό σε πολλούς συντάκτες του. Του απαγόρευσαν τις μετακινήσεις των απεσταλμένων του στην επαρχία. Του είχαν σπάσει τα γραφεία του στα 1945. Επί Ζέρβα του έσπασαν βανδαλικά τη φωτεινή του ταμπέλα και επί Σοφούλη κλείνοντάς τον του κατέσχεσαν τα έπιπλα, τα λεπτά από το ταμείο του και έσπασαν βανδαλικά με τσεκούρια την ταμπέλα του, κάτω από χειροκροτήματα και ουρλιαχτά μιας χούφτας συγκεντρωμένων φασιστών, ενώ το πλήθος του κόσμου που είχε μαζευτεί παρακολουθούσε με σιωπηλή αγανάκτηση το φασιστικό όργιο.
Οσο υπήρχε η μεγάλη δυσκολία του χαρτιού οι κρατικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πνίξουν τα δικαιώματα του "Ριζοσπάστη", ενώ έδιναν άφθονο χαρτί για εξασέλιδα και οκτασέλιδα στα δικά τους όργανα, ακόμη και σε λαθρόβια.
Οι εξαιρετικές αυτές δυσκολίες διπλασίασαν την αυτοθυσία, την ενεργητικότητα και την αφοσίωση στη δουλιά των συντρόφων του "Ριζοσπάστη". Ηρθαν περιστάσεις (με τις συλλήψεις του Ζέρβα) που χρειάστηκε να δεκαπλασιάσουν την προσπάθειά τους για να αναπληρώσουν τους συντρόφους που πιάστηκαν και να κρατήσουν το φύλλο στο ίδιο, αν όχι ανώτερο, μαχητικό και ποιοτικό επίπεδο».
Ωστόσο ο Κ. Καραγιώργης σημείωνε ανάμεσα σε άλλα ότι ο «Ριζοσπάστης» «άνοιξε τις στήλες του στα προβλήματα των εργαζομένων και κατά πρώτο λόγο της εργατιάς, των νέων και των γυναικών, των επαρχιών. Με την καθιέρωση των ειδικών στηλών και σελίδων (εργατικές, νέοι, γυναίκες, οικονομικά, αθλητικά, φιλολογικά) μπόρεσε να καταπιαστεί με ένα πλήθος λαϊκών προβλημάτων (...) Στις επαρχίες στάλθηκαν όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι καλύτεροι συντάκτες της εφημερίδας, για διεξοδικές έρευνες επί τόπου (...) Οταν έγινε αδύνατη η αποστολή τότε πέρασαν πολλές ανταποκρίσεις συνεργατών της εφημερίδας από πολλές περιοχές. Πρόπερσυ και πέρσυ είχε αναπτυχθεί ένα πλατύ δίχτυ ανταποκριτών μέσα στην Αθήνα και μικρότερο στον Πειραιά και έγινε με επιτυχία η Συνδιάσκεψη των ανταποκριτών των δυο πόλεων. Οι συνθήκες έκαναν αδύνατη την πραγματοποίηση του σχεδίου της Συντακτικής Επιτροπής για συνδιασκέψεις κατά περιοχές (...) που θα κατέληγαν σε πανελλαδική Συνδιάσκεψη».
Στο κείμενό του ο Κ. Καραγιώργης αναφέρεται συχνά στις διώξεις σε βάρος του «Ριζοσπάστη» επί Ν. Ζέρβα. Πρόκειται για το μεγάλο πογκρόμ που εξαπολύθηκε τον Ιούλη του 1947, όταν υπουργός Δημοσίας Τάξεως ήταν ο Ν. Ζέρβας. Τότε, μέσα σε 5 μέρες, από τις 9 έως τις 14 Ιούλη, σε Αθήνα - Πειραιά συνελήφθησαν 7.000 άτομα και στις επαρχιακές πόλεις άλλα 8.000. Ανάμεσά τους ήταν και οι εξής συντάκτες και εργαζόμενοι του «Ριζοσπάστη»:
Ο αρχισυντάκτης Χρήστος Καβαφάκης. Οι συντάκτες Τάκης Φίτσος, Νίκος Ραμαντάνης, Αγαμέμνων Φαράκος, Μανώλης Βατάλας, Δημήτρης Ρίτσος και Χρήστος Αραχωβίτης, ο λογιστής της εφημερίδας Σωκράτης Καλλέργης, οι υπάλληλοι Στάθης Γεωργόπουλος, Γιάννης Τσαλίκης, Μανώλης Μαντόπουλος, Θεόδωρος Θεόκλητος, Τάκης Πήττος και Κατίνα Μανωλεσάκη, ο τυπογράφος Ιωάννης Ζλατάνος και ο αρχισυντάκτης του «Ρίζου της Δευτέρας» Σόλωνας Γρηγοριάδης.