(για τις ανηφοριές του Αγώνα)
ΤΑ ΜΑΓΙΑΠΡΙΛΑ βεβαίωσαν κι εφέτος τα μετεωρολογικά τους, καθώς το χαλάζι χτύπησε καταστροφικά αρκετές περιοχές, αφανίζοντας τις καλλιέργειες. Είναι πάντα για της γης τον ξωμάχο μεγάλη λαχτάρα κι αγωνία τέτοιο καιρό να φτάσει για λίγη ώρα η «κολόνα» με το χαλάζι και να τα αφανίσει όλα.
ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΕΣ μέρες, γιορτινές, κι ο κάμπος, στο δικό του ρυθμό, κυνηγούσε να τα τελειώσει όλα στην πρεπούμενη ώρα. Είχε, κι έχει, το δικό του ρολόι, που δε σηκώνει καθυστερήσεις κι αναβολές. Και να μη χάσει ούτε μια στιγμή.
ΖΟΥΣΑΜΕ κι εμείς τότε, από του δημοτικού τα θρανία, του Απριλομάη τα τρεξίματα, έχοντας το δικό μας μερτικό στις δουλιές που έπρεπε να γίνουν. Κουβαλητό του φαγητού στις εργατιές, που δούλευαν τις σταφίδες και τ' αμπέλια, αλλά και του νερού από τα γύρω πηγάδια.
ΗΤΑΝ τα χρόνια, που όλη η δουλιά στον κάμπο γινόταν με την αξίνα (το ξινάρι). Σήκωναν τα κουλούμια, όλα μετρημένα κι όμορφα. Δουλιά πεντακάθαρη σαν να δούλευαν μπαξέ κι όπου κι ο πιο μικρός σβόλος γινόταν σκόνη. Καθάριζαν όλα από τα αγριόβατα και τις σπαρτιές, ολόκληρος ο κάμπος «χτενιζόταν». Ο ξωμάχος τα φρόντιζε όλα και δεν ήθελε ν' ακουστεί για τη δουλιά του κακός λόγος. Βλέπεις, τότε, το μάτι όλα τα έβλεπε κι όλα τα κουβέντιαζαν παρέα με μια κούπα κρασί.
ΕΚΕΙΝΗ τη χρονιά, λίγο πριν ξεσπάσει ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος κι η Λαμπρή ξαργούσε, όλα προμηνούσαν πως θα 'χαμε μια καλή χρονιά. Τα βλαστάρια στις σταφίδες και τ' αμπέλια μαρτυρούσαν γερό καρπό, η καλή σοδειά δεν κρυβόταν κι είχαμε έτσι την πρώτη ελπίδα.
ΕΙΧΑΜΕ μπει στο Μεγαλοβδόμαδο, στον κάμπο σχεδόν όλα, όπως τα πρόσταζε το ρολόι, το πανάρχαιο, ως τη Μ. Παρασκευή. Οι ξωμάχοι είχαν πια γυρίσει στα σπιτικά τους και λογάριαζαν του Σαββάτου το κατεβατό στη χώρα, για να κάνουν τις τελευταίες αγορές, τα στερνά για το σπίτι ψώνια.
ΗΘΕΛΕ γύρω στις δυο ώρες για να φέξει. Ο καιρός απ' το απόγιομα είχε χαλάσει κι όσο προχωρούσε η ώρα τόσο κι αγρίευε. Δυνάμωνε ο αγέρας. Και βαθιά στο πέλαγος το όργωναν τ' αστροπελέκια. Η θάλασσα μούγκριζε και έφτανε ως το χωριό ψηλά στο λόφο το βογκητό της. Και σε λίγο μια δυνατή νεροποντή, που τη συνόδευε χαλάζι, κράτησε κοντά δυο ώρες. Με το πρώτο φως, όταν πια σταμάτησε το χαλάζι, οι ξωμάχοι ξεμύτισαν από τα σπιτικά κι απ' το πλάτωμα της εκκλησιάς έβλεπαν κιόλας τη μεγάλη καταστροφή. Μακελειό σωστό σ' όλα τα πουλιά που κούρνιαζαν στα δέντρα, αλλά και στα μικρόπουλα.
Ο ΘΡΗΝΟΣ ο μεγάλος, όμως, ο «Επιτάφιος» είχε γίνει στον κάμπο. Εκεί, που πριν λίγες μέρες τα βλαστάρια προμηνούσαν μια καλή σοδειά. Καθένας μέσα στο κτήμα του, που το 'χε δουλεμένο με τόση φροντίδα και λαχτάρα, έβλεπε πως όλα πια είχαν τελειώσει. Τα βλαστάρια, που ήταν φορτωμένα καρπό, τώρα πια ένα κλαδευτήρι τα 'χε στρώσει κατά γης, τα 'χε θερίσει και δεν απόμενε, παρά η πρασινάδα του μπαξέ, ομορφοδουλεμένου...
ΘΥΜΑΜΑΙ έναν ξωμάχο, που είχε δουλέψει τη θάλασσα κι έπειτα για κάμποσα χρόνια, όσα μπορούσε, και τη γη, να κοιτάζει τον κάμπο από το φράχτη του σπιτιού του και να λέει στους γειτόνους του με δυο μόνο λέξεις «τρυγήσαμε λαμπριάτικα». Δε χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτε περισσότερο. Το χωριό ζούσε τον επιτάφιο θρήνο του κάμπου και της σοδειάς του. Ο παπάς έκανε, βέβαια, το δρομολόγιό του και χτύπησε την καμπάνα για την Ανάσταση. Επεσαν και κάμποσες κουμπουριές και μερικά βαρελότα. Τίποτε, όμως, δε θύμιζε αυτό που γινόταν άλλοτε με το σύγνεφο της δημητσανίτικης να τυλίγει την εκκλησιά και το χωριό.
ΟΙ ΞΩΜΑΧΟΙ, ψηλά από το πλάτωμα, αγνάντευαν τον κάμπο τους, που το χαλάζι τον είχε «θερίσει» λαμπριάτικα. Κόποι και βάσανα ολοχρονίς στη γη κι όλα να χάνονται και τα σπιτικά να μένουν στα τεφτέρια με τα χρέη και την απελπισία. Το τραπέζι της Λαμπρής στρώθηκε κι εκείνη τη χρονιά μ' όλα όσα έπρεπε να 'χει. Κι όσο κι αν είχαμε μια τέτοια καταστροφή, τα ποτήρια αχτινοβολούσαν το δικό μας, μπρούσκο μοσχάτο κρασί κι ακούγονταν ευχές και λόγια, που έδιναν κουράγιο κι ελπίδα για τη μεγάλη, την ατελείωτη ανηφόρα. Τα Μαγιάπριλα της Λαμπρής, για τις ανηφοριές του Αγώνα και της Ανάστασης.