Μειώνεται διαρκώς ο αριθμός των γιατρών στα ΚΥ, σμπαραλιάζονται δομές, αυξάνονται τα κέρδη των ιδιωτών
Συγκεκριμένα, στα Κέντρα Υγείας ο αριθμός του ιατρικού προσωπικού που απασχολείται παρουσίασε μείωση κατά 4,3% το 2022 σε σχέση με το 2021. Το προσωπικό λοιπών ειδικοτήτων των Κέντρων Υγείας παρουσίασε μείωση το 2022 σε σχέση με το 2021 κατά 1,2% στο σύνολο. Δηλαδή, σε μια περίοδο που ακόμα ο λαός έδινε σκληρή και άνιση μάχη με την πανδημία, και ενώ τα νοσοκομεία είχαν μετατραπεί λόγω της υποστελέχωσης σε «μιας νόσου» χειροτέρευε και η κατάσταση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, συνολικά υπάρχουν 311 Κέντρα Υγείας, χωρίς όμως να διευκρινίζεται πόσα απ' αυτά είναι σε πλήρη λειτουργία, πόσα λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο και 7 μέρες τη βδομάδα. Πρόκειται για αριθμό ΚΥ ελάχιστο σε σχέση με τις ανάγκες, που μαρτυρά την ένδεια στην ΠΦΥ, τροφοδοτώντας παράλληλα το φρακάρισμα των εφημεριών στα νοσοκομεία, αφού ο λαός δεν έχει πού να απευθυνθεί και αναγκάζεται να τρέχει στα Επείγοντα ακόμα και για ...κρυολόγημα. Το ακόμα πιο σοβαρό είναι ότι τα παραπάνω δραματικά στοιχεία συνδέονται απευθείας με την αυξημένη νοσηρότητα του πληθυσμού, τη μη έγκαιρη διάγνωση ασθενειών που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με καλύτερους όρους κ.ο.κ.
Για παράδειγμα, στην Αττική των 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων αντιστοιχούν μόλις 57 υποστελεχωμένα ΚΥ, ενώ στο Βόρειο Αιγαίο 10 ΚΥ και στη Δυτική Μακεδονία μόλις 11!
Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε μια εφιαλτική πραγματικότητα τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, που αποτυπώθηκε και στην πρόσφατη έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023. Εκεί, λοιπόν, η διάλυση της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας, σε «νούμερα», έχει ως εξής: Το 23,6% του πληθυσμού δεν μπορεί να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις ή θεραπεία που πραγματικά χρειάζεται, ενώ τουλάχιστον το 30% δεν μπορεί να πληρώσει για οδοντίατρο. Επίσης, χωρίς γιατρό μένει το 49% των «φτωχών» και χωρίς οδοντίατρο το 69,5%.
Πρόκειται για στοιχεία που συμπληρώνουν την εικόνα διαχρονικής απουσίας ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος ΠΦΥ, ενώ ακόμη και αυτό το σκορποχώρι δημόσιων δομών ΠΦΥ έχει συρρικνωθεί από το 2009 έως σήμερα κατά 40%, με το προσωπικό το ίδιο διάστημα να περιορίζεται στο μισό! Μόνο την περίοδο της πανδημίας (2020 - 2022) το ιατρικό προσωπικό των Κέντρων Υγείας της χώρας μειώθηκε κατά 9%.
Η ΠΦΥ λοιπόν παραμένει διαλυμένη σε δομές, προσωπικό και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, αποτελούμενη από ένα συνονθύλευμα δομών: Ιδιωτικά ιατρεία, μεγάλες ιδιωτικές αλυσίδες, ΜΚΟ, πρώην ΙΚΑ, αγροτικά ιατρεία κ.λπ. Οι γενικοί γιατροί στη χώρα είναι μόλις 0,44 ανά 1.000 κατοίκους. Από τους 66.290 γιατρούς μόλις οι 6.000 (το 9%) εργάζονται στις δημόσιες δομές ΠΦΥ, ενώ οι ιδιώτες είναι περίπου 37.500.
Σήμερα, ακόμα και σ' αυτές τις ελάχιστες, διασκορπισμένες δημόσιες δομές ΠΦΥ, στις περισσότερες εφημερίες, οι γιατροί των ΚΥ καλούνται να αντιμετωπίζουν σοβαρά περιστατικά, όπως εμφράγματα, τροχαία, εγκεφαλικά, λοιμώξεις, μέχρι και γέννες, έχοντας στη διάθεσή τους μόνο τα ...ακουστικά, άντε κι έναν καρδιογράφο, χωρίς να υπάρχουν στις περισσότερες περιπτώσεις τα αυτονόητα, όπως ακτινολογικό και μικροβιολογικό εργαστήριο, αλλά κι όπου υπάρχουν λειτουργούν κάποια πρωινά καθώς δεν υπάρχει προσωπικό για όλες τις βάρδιες, όλες τις μέρες.
Και όσο η ζωή του λαού είναι σε άμεσο κίνδυνο, η κυβέρνηση απαντά στα αιτήματά του για πλήρη στελέχωση και χρηματοδότηση των ΚΥ με τα γνωστά «επιχειρήματα» των άγονων προκηρύξεων, φροντίζοντας να αποβαίνουν άγονες, διατηρώντας μισθούς - ψίχουλα, συνθήκες γαλέρας και παράλληλα στρώνει το έδαφος για να πατήσουν πιο γερά πόδι στην ΠΦΥ οι επιχειρηματικοί όμιλοι της Υγείας. Την ίδια στιγμή, προπαγανδίζει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για «ανακαινίσεις» των Κέντρων Υγείας, τα οποία με το ζόρι φτάνουν για μερικά «σοβατίσματα» και αναγκαίες εργασίες για να μην καταρρεύσουν.
Ολα αυτά τα στοιχεία δεν αποτυπώνουν κάποια αστοχία ή κακοδιαχείριση, αλλά τη συνειδητή πολιτική επιλογή για την υλοποίηση της πολιτικής εμπορευματοποίησης, όπως αυτή απορρέει από τη στρατηγική της ΕΕ, που θέλει την Υγεία του λαού εμπόρευμα. Αλλωστε, σε ολόκληρη την ΕΕ, η δεκαετία 2010 - 2020 χαρακτηρίζεται από τη μείωση της αναλογίας γιατρών ανά 1.000 κατοίκους, μείωση των νοσοκομείων μέσω συγχωνεύσεων, ξεχαρβάλωμα των σχέσεων εργασίας των υγειονομικών με αύξηση της «ελαστικής» απασχόλησης και της προσωρινής εργασίας, αύξηση των Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα και τη μετατροπή των κρατικών μονάδων Υγείας σε «ανώνυμες εταιρείες» ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ραγδαία αύξηση των ιδιωτικών δαπανών Υγείας και μείωση των κρατικών δαπανών, ιδιαίτερα αυτών για την πρόληψη.
Είναι η πολιτική που προβλέπει ένα ελάχιστο πακέτο παροχών για λίγους και για λίγο, έτσι που κάθε λαϊκή ανάγκη πρόληψης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης συνθλίβεται στη ζυγαριά του κόστους - οφέλους. Αυτή η κατάσταση λοιπόν τροφοδοτεί με «πελατεία» τον ιδιωτικό τομέα της Υγείας, έτσι που στις γειτονιές για κάθε ΚΥ που χάσκει ξεχαρβαλωμένο ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο μεγάλα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και κλινικές.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο κύκλος εργασιών των ιδιωτικών δομών Υγείας (κυρίως πρωτοβάθμιας) αγγίζει τα 500 εκατομμύρια ευρώ, με 4 μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες να απορροφούν το 40% αυτού του τζίρου.
Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του Αδ. Γεωργιάδη όταν ήταν ακόμα υπουργός Ανάπτυξης, επιχαίροντας για το γεγονός ότι «τα τελευταία 2,5 χρόνια υπάρχει μια κοσμογονία επενδύσεων, κυρίως σε ιδιωτικά νοσοκομεία ή ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα», εννοώντας την περίοδο λίγο πριν από το ξέσπασμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Και σαν να μη φτάνει αυτή η αμύθητη κερδοφορία στις πλάτες του λαού, με το νομοσχέδιο που συζητιέται αυτές τις μέρες στη Βουλή εισάγεται νέο χαράτσι σε κάθε ασθενή, 3 ευρώ για κάθε απεικονιστική εξέταση και 1 ευρώ για κάθε εξέταση βιολογικών υλικών στους ιδιώτες επιχειρηματίες. Μάλιστα, με το συνολικό ποσό που θα συγκεντρώνει το κράτος θα επιδοτεί απευθείας τους ομίλους της Υγείας αφού θα αφαιρείται από τα ποσά που οι ίδιοι πρέπει να επιστρέφουν στον ΕΟΠΥΥ (clawback). Σύμφωνα με όσα στοιχεία είναι διαθέσιμα, αν υπολογιστούν 3 ευρώ ανά συνταγή για μαστογραφίες, μαγνητικές τομογραφίες, αξονικές και PET/CT μιλάμε για τουλάχιστον 5,5 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία από τις τσέπες των ασθενών θα πάνε απευθείας στους ομίλους της Υγείας.
Απέναντι σ' αυτήν τη βαρβαρότητα βρίσκεται η ανάγκη του λαού για ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε πανελλαδικό επίπεδο, με χρηματοδότηση από το κράτος, με Κέντρα Υγείας, αποκεντρωμένα ιατρεία και κινητές μονάδες χωρίς καμία εμπλοκή - συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, των ΜΚΟ, των «κοινωνικών συνεταιρισμών» κ.λπ.
Η ΠΦΥ, με πυρήνα της ένα πλήρως στελεχωμένο Κέντρο Υγείας, οφείλει να έχει την υγειονομική ευθύνη του πληθυσμού εντός των ορίων κάθε δομής, για την πρόληψη ασθενειών, την παρακολούθηση χρονίως πασχόντων, τον εμβολιασμό του πληθυσμού. Να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα σχολεία, τους χώρους δουλειάς. Κάθε γιατρός να γνωρίζει το ιατρικό ιστορικό του πληθυσμού ευθύνης του, να τον ενημερώνει και να παρεμβαίνει έγκαιρα. Το Κέντρο Υγείας να αποτελεί ένα επιτελείο συνεργαζόμενων υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που θα μελετά, θα καταγράφει, θα σχεδιάζει και θα εφαρμόζει προγράμματα και υπηρεσίες που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού, ομάδες του πληθυσμού και εξατομικευμένα. Ο ενιαίος χαρακτήρας της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, των άμεσα συνεργαζόμενων τμημάτων και υπηρεσιών της στο πλαίσιο του κρατικού Κέντρου Υγείας, είναι προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικών μέτρων πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης.