Ηδη την επομένη της άφιξής μας, το παγκόσμιο προοδευτικό κίνημα γιόρταζε σ' ολόκληρο τον κόσμο μια ακόμα 8η του Μάρτη, με εκδηλώσεις, πορείες, ομιλίες. Μόνο που στη Βενεζουέλα, λόγω της ιδιαίτερης έξαρσης που έχει αυτή την εποχή η ταξική πάλη, έγιναν δύο πορείες.
Στη μία συμμετείχαν οι κυρίες (και οι κύριοι) της αστικής τάξης, των δύο κομμάτων του δικομματισμού, COPEI (συντηρητικοί) και AD (σοσιαλδημοκράτες), ντυμένοι στα μαύρα, με τις γνωστές λατινοαμερικάνικες άδειες κατσαρόλες, που ζητούσαν για μια ακόμα φορά να παραιτηθεί ο Τσάβες, για να γυρίσει η χώρα «τους» πίσω στους παραδοσιακούς της «συμμάχους», τις ΗΠΑ, να ακυρωθεί το Σύνταγμα, που το 1999 ψήφισε το 71% του λαού, και να σταματήσουν οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση.
Στην άλλη, οι γυναίκες κυρίως λαϊκών στρωμάτων, οι μπολιβαριανές γυναίκες, σε μια μεγαλειώδη, δυναμική, κατακόκκινη πορεία, ζητούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση της μπολιβαριανής επανάστασης, το βάθεμα των κοινωνικών αλλαγών, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της δωρεάν Παιδείας και Υγείας, της κρατικοποίησης του πετρελαίου και των βασικών πόρων της χώρας, και διαδήλωναν για μια ακόμα φορά την απόφασή τους: «Δε θα ξαναγυρίσουν!» Σ' αυτή τη δεύτερη πορεία συμμετείχαμε κι εμείς, γυναίκες και άντρες που βρεθήκαμε στο Καράκας για το Συνέδριο του ΚΚ Βενεζουέλας, εκπροσωπώντας 19 κομμουνιστικά κόμματα της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας.
Κοιτάζοντας αργότερα τα δελτία ειδήσεων όλων των τηλεοπτικών καναλιών, είχαμε την εντύπωση ότι είχαμε περπατήσει σε άλλη πορεία, ότι είχαμε βρεθεί κάπου αλλού. Η πορεία των μπολιβαριανών γυναικών είχε παρουσιαστεί σαν μια μικρή, άνευρη συγκέντρωση όπου συμμετείχαν κάποιοι κύκλοι ανθρώπων που κάθονταν στη σκιά, για να γλιτώσουν από τον καυτό ήλιο και συζητούσαν περισπούδαστα, ενώ η πορεία των μαυροντυμένων γυναικών σαν μια μαζική διαδήλωση ανθρώπων αποφασισμένων να τελειώνουν μια και καλή με τον «αυταρχικό» πρόεδρο, που εμποδίζει την ελευθερία έκφρασης και σκέψης. Το ίδιο ακριβώς κλίμα μετέδιδαν και όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και την επομένη όλες οι εφημερίδες της χώρας.
Αυτό είναι, ίσως, και το πιο χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης χώρας που ζει τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερα περίεργη πολιτική διαδικασία. Η κυβέρνηση της χώρας, εκλεγμένη δημοκρατικά το Δεκέμβρη του 1998, στηρίζεται μόνο στα λαϊκά στρώματα, που αυτή την εποχή προσπαθεί να οργανώσει, και σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του στρατού, κυρίως μεσαίων και κατώτερων νεαρών αξιωματικών, και σε ορισμένα μικρά προοδευτικά πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και το ΚΚ. Χωρίς κανένα από τα πανίσχυρα ΜΜΕ να την υποστηρίζει, χωρίς ούτε καν μια αντικειμενική φωνή που να βρίσκει έκφραση, χωρίς ισχυρά πολιτικά κόμματα, χωρίς μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα, χωρίς ισχυρούς οικονομικούς κύκλους.
Οποτε οι δημοσιογράφοι αποφασίζουν να πάρουν συνέντευξη από τον πρόεδρο της κυβέρνησης, αυτό γίνεται με μια ολοφάνερη διάθεση να τον γελοιοποιήσουν, να του βάλουν τρικλοποδιές, να τον εξοργίσουν και να χάσει την υπομονή του. Κι ας γυρνάει κάθε φορά μπούμερανγκ η κατάσταση, γιατί δύσκολα χάνει, έστω και μικρές μάχες, ο Τσάβες. Ωστόσο, η εικόνα που δίνεται προς τα έξω, στο εξωτερικό, είναι η εικόνα της ακυβερνησίας, του κενού εξουσίας, του τυχοδιωκτισμού κι ενός άσχετου από πολιτική και οικονομία πραξικοπηματία στρατιωτικού. Καλύτερη απόδειξη για την ελευθερία έκφρασης και σκέψης δε θα μπορούσε να υπάρξει.
Η κατάσταση στον κρατικό μηχανισμό δεν είναι καλύτερη. Η ίδια η Εθνοσυνέλευση θεωρείται το κέντρο της επίθεσης της αντίδρασης. Δεν είναι περίεργο αυτό, αν πάρει κανείς υπόψη του ότι η κυβέρνηση βγήκε το 1998 μέσα από εκλογές, πράγμα που επικυρώθηκε μέχρι το 2001 εννιά φορές μέσα από διάφορες εκλογικές διαδικασίες, σε μια όχι και τόσο καλή εποχή για το παγκόσμιο προοδευτικό κίνημα, και μάλιστα στη Λατινική Αμερική, δίπλα στην Κολομβία, με το ισχυρό ένοπλο κίνημα, για το οποίο ο Τσάβες δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του, και ότι ο ίδιος ο Τσάβες προέρχεται από το στρατό. Οι νεαροί αξιωματικοί που δουλεύουν μαζί του είναι έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους γι' αυτόν και για την μπολιβαριανή επανάσταση, αλλά πολύ λίγα μπορούν να κάνουν στον πολιτικό, οικονομικό και διπλωματικό τομέα. Ολα αυτά ήταν σημαντικά εμπόδια, που δεν επέτρεψαν στις προοδευτικές δυνάμεις που τον στήριξαν και τον στηρίζουν να εκμεταλλευτούν την τεράστια δημοτικότητά του, με αποτέλεσμα να βρει χρόνο στο μεταξύ η αντίδραση να σηκώσει κεφάλι.
Αυτή τη στιγμή οι πατριωτικές δυνάμεις, πολιτικά κόμματα, ε.α. στρατιωτικοί, προσωπικότητες, υπουργοί, συντονισμένοι στο «Πολιτικό Αρχηγείο της Επανάστασης», στηρίζονται στη δυνατότητα που έχουν να συγκεντρώνουν και να κινητοποιούν τον σε μεγάλο βαθμό ανοργάνωτο και χωρίς υψηλή πολιτική συνείδηση ακόμα λαό, μόνο και μόνο χάρη στη δημοτικότητα που έχει ο Τσάβες, που αποτελεί αναμφίβολο σημείο αναφοράς. Μέσα σε λίγες ώρες συγκεντρώθηκαν, όποτε χρειάστηκε, πάνω από 500 χιλιάδες άνθρωποι μόνο στην πρωτεύουσα, σε δυναμικές διαδηλώσεις.
Από την άλλη, η αντίδραση στηρίζεται σε πολύ χρήμα, αφού η αστική τάξη της Βενεζουέλας είναι από τις πιο διεφθαρμένες της Λατινικής Αμερικής, στις σοβαρές παροχές των ΗΠΑ, στα πανίσχυρα ΜΜΕ, στα ρεφορμιστικά συνδικάτα, στις ενώσεις των βιομηχάνων και μεγαλεμπόρων, στην εκκλησιαστική ιεραρχία, στους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού, στην αστυνομία που χτυπάει τους διαδηλωτές εκείνους που στηρίζουν τον Τσάβες και ποτέ όσους ζητάνε την παραίτησή του. Η αντεπανάσταση, μ' άλλα λόγια, έχει μεγάλους και ισχυρούς συμμάχους, πρώτα και κύρια έχει σαν ενορχηστρωτή τον ιμπεριαλισμό, που μέσω της κυβέρνησης και της πρεσβείας των ΗΠΑ, «της Μέκκας της αντίδρασης», όπως τη χαρακτήρισε ο Τσάβες, κινεί φανερά πια τα νήματα για την αποσταθεροποίηση.
Ο Τσάβες και οι δυνάμεις που τον στηρίζουν έχουν καταγγείλει ανοιχτά όλες αυτές τις προσπάθειες. Εχουν καταγγείλει το σχέδιο ανατροπής του, που θυμίζει σε πολλά τη Χιλή του Αλιέντε, ένα καλομελετημένο σχέδιο που προωθούν οι ΗΠΑ και η ολιγαρχία της Βενεζουέλας. Μόνο που ο Τσάβες προέρχεται από το στρατό και το μεγαλύτερο μέρος του τον στηρίζει. Αλλωστε, το προοδευτικό κίνημα της Βενεζουέλας φαίνεται να έχει διδαχτεί από την ιστορία. Δεν είναι τυχαίες, άλλωστε, οι δηλώσεις του ότι «η μπολιβαριανή επανάσταση είναι ειρηνική, αλλά όχι άοπλη». Η πολλά υποσχόμενη απεργία των εργαζομένων στην πετρελαϊκή βιομηχανία, που είχε κηρύξει για τις 18 Μάρτη η αντίδραση και τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, δεν έγινε, ο λαός μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη/Δεκέμβρη, με τις απανωτές δηλώσεις των διαφόρων ανώτατων αξιωματικών των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ξανακατέβηκε στους δρόμους και συμμετέχει πάλι δυναμικά στην υποστήριξη της κυβέρνησής του. Τα σχέδια δολοφονίας του Τσάβες και άλλων στελεχών του έχουν μέχρι τώρα αποτύχει, ανάμεσά τους και ενάντια σε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Βενεζουέλας, το Γενάρη του 2002. Η ταξική πάλη είναι σίγουρο ότι θα οξυνθεί ακόμα περισσότερο και θα πάρει και ακραίες μορφές.
Ωστόσο, η αντίδραση έχει κι άλλον ένα μεγάλο σύμμαχο: την άθλια οικονομική κατάσταση για την οποία ευθύνεται η ίδια. Πάνω από το 80% του λαού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας στη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα της Λατινικής Αμερικής, ολόκληρο το Καράκας είναι γεμάτο παραγκουπόλεις, η ανοιχτή ανεργία φτάνει το 13% του ενεργά οικονομικού πληθυσμού, ενώ γύρω στο 40% απασχολείται στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας, και το ΑΕΠ σημείωσε το 2001 αύξηση μόλις 3,8% σε σύγκριση με το 4,5% που ήταν ο στόχος της κυβέρνησης, λόγω της χαμηλής διεθνούς τιμής του πετρελαίου, αν και στη Λατινική Αμερική η αύξηση ήταν μόλις και μετά βίας 1%. Παρ' όλα αυτά, μέσα σ' αυτά τα τρία χρόνια πολλά πράγματα έχουν γίνει για ν' αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Οταν ανέλαβε ο Τσάβες, η κατάσταση ήταν πραγματική δραματική, η χώρα βρισκόταν σε οικονομική ύφεση, η ανεργία ξεπερνούσε το 20%.
Ας δούμε, όμως, πρώτα μερικά ιστορικά στοιχεία. Το Φλεβάρη του 1989, οι μάζες είχαν ξεσηκωθεί αυθόρμητα σ' ένα από τα πρώτα λαϊκά ξεσπάσματα στη Λατινική Αμερική ενάντια στα ασφυκτικά μέτρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τις κατακόρυφες αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα από το στρατό και άφησε πίσω της πάνω από 400 νεκρούς. Στους κόλπους του στρατού και κυρίως ανάμεσα στους νέους αξιωματικούς επικρατεί ανησυχία, λόγω του ρόλου τους στην καταστολή αυτής της «κοινωνικής έκρηξης». Στις 4 Φλεβάρη 1992, σημειώνεται στρατιωτική εξέγερση πατριωτών αξιωματικών που επικαλούνται το μεγάλο απελευθερωτή της Βενεζουέλας και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, Σιμόν Μπολιβάρ, και στρέφονται κατά της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό, κατά των μέτρων ιδιωτικοποίησης και της συγκέντρωσης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σε λίγα χέρια, η οποία αποτυχαίνει. Ο ηγέτης της, συνταγματάρχης Ούγο Τσάβες, βρίσκεται για αρκετά χρόνια στη φυλακή. Οπως δηλώνει ο ίδιος, η πρώτη επίσκεψη που δέχεται στη φυλακή είναι του ΚΚ Βενεζουέλας, που του εκφράζει την υποστήριξή του. Το Μάρτη του 1994, ο τότε πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ραφαέλ Καλντέρα, αποφασίζει να σταματήσει τη δίωξη των στρατιωτικών και τους απελευθερώνει. Το Σεπτέμβρη του 1997, ο Τσάβες ιδρύει το Κίνημα 5η Δημοκρατία, με στόχο να πάρει μέρος στις επόμενες εκλογές. Αρχές του 1998, με τη συμμετοχή και άλλων μικρότερων κομμάτων, δημιουργείται ο Πατριωτικός Πόλος, που στις εκλογές κερδίζει στο δεύτερο γύρο το 56,2% των ψήφων.
Από τότε η μια ψηφοφορία διαδέχεται την άλλη, και ο Τσάβες βγαίνει σε όλες νικητής. Δεσμεύεται αμέσως να μη χρησιμοποιήσει ποτέ το στρατό κατά του λαού και αναγνωρίζει το δικαίωμα του λαού στην ανυπακοή, αν κινδυνεύει η δημοκρατική διακυβέρνηση. Το 1999, η χώρα ονομάζεται Μπολιβαριανή Δημοκρατία και αποχτάει νέο Σύνταγμα, που ψηφίζεται από το 71% του λαού. Το νέο Σύνταγμα προβλέπει την ακύρωση κάθε συμφωνίας που θίγει την εθνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα, αλλαγές στην κατανομή της εξουσίας, την κρατικοποίηση μεγάλου τμήματος της οικονομίας, την απαγόρευση των μεγάλων τσιφλικιών, τον οικονομικό σχεδιασμό, κλπ. Το φιλόδοξο πρόγραμμά του ο Τσάβες το ονομάζει ειρηνική, δημοκρατική, μπολιβαριανή επανάσταση.
Η εξωτερική πολιτική, που είναι και το πιο θετικό σημείο της πολιτικής του Τσάβες, κερδίζει τη συμπάθεια όλων των λαών της περιοχής και του κόσμου: το πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό είναι στην Κούβα, όπου γίνεται δεκτός από το Φιντέλ Κάστρο. Η κυβέρνηση Τσάβες αρνείται στις ΗΠΑ το δικαίωμα να πετάνε τα αεροπλάνα τους στον εναέριο χώρο της Βενεζουέλας, για να χτυπήσουν, δήθεν, τις φυτείες της κόκας στην Κολομβία, στην πραγματικότητα για να τσακίσουν το ένοπλο κίνημα της Κολομβίας. Δεν επιτρέπει την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στο έδαφός της. Εχοντας την προεδρία του ΟΠΕΚ, επισκέπτεται τα «κακά παιδιά» του πετρελαίου: τη Λιβύη, το Ιράκ, το Ιράν. Στο ζήτημα της Κολομβίας παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ της ειρηνικής επίλυσης μέσα από πολιτικές διαπραγματεύσεις και στηρίζει με κάθε τρόπο το διάλογο με τις FARC-EP. Στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών αντιπαρατίθεται στις ΗΠΑ. Η Κούβα παίρνει πετρέλαιο σε δίκαιες τιμές και «πληρώνει» με προπονητές, δασκάλους και γιατρούς.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει: Οι ΗΠΑ μίλησαν για «άξονα Κούβας - Βενεζουέλας - FARC - EP», και η ολιγαρχία της Βενεζουέλας κατηγόρησε τον Τσάβες για «κουβανοποίηση» της χώρας, για απομάκρυνση της Βενεζουέλας από τους παραδοσιακούς της συμμάχους, για «τριτοκοσμική» πολιτική και ότι τοποθετεί σε θέσεις -κλειδιά «μαρξιστές που διαφωνούν με την ελεύθερη αγορά και την πολιτική των ΗΠΑ». Τα παραδοσιακά κόμματα του δικομματισμού, με τη βοήθεια και των ξεπουλημένων συνδικάτων, άρχισαν το μποϊκοτάρισμα της οικονομίας.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Τσάβες προχωράει σε βαθιές αλλαγές. Ο πληθωρισμός έπεσε από 30% στο 13%, το δημοσιονομικό χρέος από το 7,8% του ΑΕΠ στο 3,1%. Η Υγεία και η Παιδεία αποτελούν προτεραιότητες της κυβέρνησης. Πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά μπόρεσαν να πάνε σχολείο μετά την κατάργηση της πληρωμής εγγραφής στα δημόσια σχολεία. Με 41 νέους νόμους που ψηφίζει η κυβέρνηση επιβάλλεται η αγροτική μεταρρύθμιση, μοιράζεται γη στους αγρότες, αυξάνονται οι κατώτεροι μισθοί και συντάξεις, δημοκρατικοποιούνται οι πιστώσεις και τα δάνεια στους μικροεπιχειρηματίες. Στα τέλη του 2001 αρχίζουν να σχηματίζονται οι πρώτοι «Μπολιβαριανοί Κύκλοι», που αποτελούν ένα «σύστημα οργάνωσης της λαϊκής βάσης», σε επίπεδο γειτονιάς, σχολείου, επιχειρήσεων, εργοστασίων. Στόχο έχουν τη συμμετοχή του λαού στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, το ανέβασμα της κοινωνικής συνείδησης, τη δημιουργία επαναστατικών στελεχών, κλπ.