Θέλω να σας μιλήσω για τις κούκλες. Αυτά τα θαυμάσια μικρά «πραγματάκια», που μόλις τα πιάσεις στα χέρια σου - θέλεις δε θέλεις - γίνεσαι απέραντα τρυφερός. Θέλω να σας πω γι' αυτά τα πλασματάκια, που όσο δεν έχει επέμβει βάνδαλο χέρι πάνω τους και είναι αρτιμελή, είναι τόσο ζωντανά, τόσο ζωηρά, τόσο όμορφα. Με τις φωνούλες τους, με τα κακαριστά γέλια τους, με τις τσακίρικες ματιές τους, με τα νάζια τους. Ποιος μπορεί να τους αντισταθεί; Τι ευτυχία να περιφέρονται στο σπίτι, στις αυλές, στις αλάνες και να αναστατώνουν το σύμπαν. Είναι, πράγματι, ευλογία της φύσης, να περιτριγυρίζεται ο κόσμος, από κούκλους και κούκλες, από μικρά αγγελάκια!
Κι έρχεται, ξαφνικά, ένας κακομαθημένος άνθρωπος, ένας φασίστας, ένας «χασάπης» με τις χαντζάρες του και τα κατσαβίδια του και αρχίζει να κόβει. Γκραπ! Πάει το ένα χέρι. Γκαρ! Πάει και το ένα πόδι. Γκραπ! Να ένα τεράστιο άνοιγμα στην κοιλιά. Γκαρπ! Πάει και το μάτι. Ποιος από εμάς δεν έχει δει κούκλα ξεκοιλιασμένη; Ποιος από εμάς δεν τράβηξε με οργή και πόνο τα μάτια του από μια πληγωμένη, μια κακοποιημένη κούκλα; Ποιος από μας δεν έσκυψε και δεν έπιασε αυτό το άψυχο κορμάκι στα χέρια του προσπαθώντας να ξαναβάλει τα χαμένα μέλη του στη θέση τους; Και ποιος από εμάς, τέλος, δεν είδε μια «διορθωμένη» κούκλα και δεν ανατρίχιασε από το θέαμα; Δεν τον έπιασαν ενοχές που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έγκλημα;
Τι να πεις, όμως, για τις αληθινές κούκλες και τους κούκλους, για τ' αληθινά πλασματάκια, για την Αθηνά και τον Φοίβο της Παλαιστίνης, «για τ' αρνάκια», όπως έλεγε ο μπαρμπα - Μήτσος. Το ένα ξεκοιλιασμένο πεταμένο σε μια άκρη να κρατάει με αγωνία την κοιλιά του «κλειστή» για να μη βγει από μέσα η «ψυχή» του. Το άλλο με κομμένο το ένα του χέρι να προσπαθεί να σιάξει τα μαλλιά του για να φαίνεται όμορφο. Το τρίτο με κομμένο από τη ρίζα το ένα του πόδι να προσπαθεί να ισορροπήσει όρθιο. Το τέταρτο με σπασμένο το κεφάλι να μαζεύει με τις φούχτες του το αίμα. Το πέμπτο αγγελούδι με βγαλμένα τα μάτια του να «κοιτάζει» τα πέραντα σκοτάδια που προέκυψαν γύρω του. Αυτός - ποιος μπορεί να αρνηθεί; - είναι ασήκωτος εφιάλτης για τον άνθρωπο. Εδώ δεν έχεις να κάνεις με πλαστικά κορμάκια, που τους στρίβεις το πόδι - έστω και μαλακά για να μην τα πονέσεις - για να το επαναφέρεις στη θέση του. Εδώ έχεις να κάνεις με πλάσματα αληθινά. Με πλάσματα που έχουν τεράστια μάτια που σε κοιτάζουν. Τεράστια μάτια που ρωτούν.
Μην αλλάζετε - όσοι αλλάζετε - κουβέντα. Οι κούκλες της Παλαιστίνης είναι τόσο παλιές όσο η Αθηνά και ο Φοίβος. Βάλτε, λοιπόν, αυτά τα παιδιά, τα παιδιά της Παλαιστίνης, σήμα στους - καθημερινούς - Ολυμπιακούς Αγώνες. Ποτέ, πια, παιδιά ξεκοιλιασμένα. Ποτέ, πια, παιδιά με κομμένα χέρια, με κομμένα πόδια, με ανοιγμένα κεφάλια. Η σιωπή είναι συνενοχή.
Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ