Ή αλλιώς: Εύηχες διακηρύξεις περί δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, ευχολόγια εξωραϊσμού της πολιτικής τους
Ιδεολογικό στέγαστρο της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, «ένα σχολείο για όλους», είναι η θεωρία περί κοινωνικού μοντέλου αναπηρίας. Σύμφωνα με αυτή, πολύ σύντομα, τα δεινά των αναπήρων, η περιθωριοποίησή τους, ο αποκλεισμός τους από την Εκπαίδευση, την εργασία, την Υγεία οφείλονται στην ιατρικοποίηση της αναπηρίας. Με το ιατρικό μοντέλο αναπηρίας το άτομο αντιμετωπίζεται ως ασθενής και η κοινωνία λαμβάνει μέτρα «κανονικοποίησης», τον φέρνει, δηλαδή, με ιατρικά και όχι μόνο μέσα, να προσεγγίσει το κανονικό, τη νόρμα, όπως την ορίζει κάθε φορά η κοινωνία, σε κάθε ιστορική στιγμή, εν προκειμένω, η καπιταλιστική.
Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης προκρίνεται το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας, εξετάζοντας την αναπηρία ως κοινωνικό φαινόμενο που δομείται μέσα στην κοινωνία, δηλαδή, δεν είναι η τύφλωση αυτή καθεαυτή που κάνει ανάπηρο κάποιον αλλά η κοινωνία που δεν του προσφέρει όλα τα αναγκαία για να ζήσει ως ισότιμο μέλος της, να ξεπερνάει τα εμπόδια, να εφοδιάζεται με τα κατάλληλα μέσα ώστε να ζει αυτόνομος και ανεξάρτητος. Η αποδοχή, λοιπόν, της κοινωνικής διάστασης της αναπηρίας, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και στην ένταξή τους στην κοινωνία 1, 2, 3.
Αρα η αστική σκέψη παλινδρομεί στρεβλά, παλεύοντας να ερμηνεύσει αντιφάσεις και αδιέξοδα του ίδιου του συστήματος, κόβοντας στη μέση ένα ενιαίο βιολογικό/κοινωνικό φαινόμενο, αυτό της αναπηρίας, μια στη μία μπάντα, για πολλούς αιώνες, και τώρα στην άλλη μπάντα. Βέβαια, η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα είναι πολύ πεισματάρα, καταρρίπτοντας τα δίπολα!
Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, κι αφού έχει κυριαρχήσει σε όλα τα επίσημα κείμενά τους το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας, για το σχολείο, η συμπερίληψη και πάει λέγοντας, πίνοντας νερό στο όνομα της διακήρυξης των δικαιωμάτων των αναπήρων, της ισότιμης ένταξης των αναπήρων στην κοινωνία και τη ζωή, αυτή, όπως δείχνουν τα ίδια τα ελλιπή, αντικρουόμενα στοιχεία, παραμένει ανεκπλήρωτη καθώς προσκρούει στους αδίστακτους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και του κέρδους που στέλνουν τους αναπήρους στο περιθώριο, είτε αυτό είναι το ίδρυμα είτε το σπίτι τους.
Τι λείπει και από τις δύο προσεγγίσεις; Το παιδί με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές δυσκολίες και οι ανάγκες του. Λείπει από τον προσανατολισμό τους αυτό που λείπει γενικά από το αστικό σχολείο, είτε τα παιδιά έχουν αναπηρία είτε όχι, η ολόπλευρη, ισόρροπη ανάπτυξη, με όρους διαπαιδαγώγησης και μέγιστης ανάπτυξης των ικανοτήτων τους ώστε το κάθε παιδί να γίνει ολοκληρωμένος και ευτυχισμένος άνθρωπος.
Στο γενικό αυτό έλλειμμα του αστικού σχολείου η περίπτωση του μαθητή με αναπηρία είναι ακόμα πιο σύνθετη καθώς η ολόπλευρη ανάπτυξή του προϋποθέτει πολύ περισσότερα, είναι επίμοχθη και δαπανηρή.
Ετσι, η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση προϋποθέτει τον διεπιστημονικό προσδιορισμό της κάθε αναπηρίας, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, και σε αυτό το επίπεδο η εξέλιξη των επιστημών, των τεχνολογικών μέσων, του κατάλληλου κοινωνικού πλαισίου για να υποστηριχθεί ολόπλευρα. Από κει και πέρα, ο κάθε μαθητής με αναπηρία είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και ως εκ τούτου απαιτείται εντός του γενικού επιστημονικού πλαισίου να πραγματοποιείται εξατομικευμένος προσδιορισμός των δυνατοτήτων και των ικανοτήτων του κάθε παιδιού, ώστε η κάθε διαδικασία, εν προκειμένου η εκπαιδευτική, να υπηρετεί την ολόπλευρη ανάπτυξή του, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του, στην πραγματική προετοιμασία και ένταξή του στη ζωή.
Με τα παραπάνω ως στοιχειώδες προαπαιτούμενο, ακολουθεί η επιλογή του κατάλληλου εκπαιδευτικού πλαισίου, είτε ειδικού είτε γενικού σχολείου, κι αυτό όχι σε αυτόματη λειτουργία αλλά προσφέροντας όλα τα αναγκαία βάσει των δυνατοτήτων της κάθε εποχής, ώστε το κάθε παιδί να υποστηρίζεται πλέρια από τη διαδικασία. Τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται στις ανάγκες του, το προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, το κατάλληλο κτίριο, τα υποστηρικτικά τεχνολογικά, βοηθητικά μέσα, τα αναλυτικά προγράμματα κ.ά.
Και όλα τα παραπάνω δεν γίνονται με έναν συγκυριακό, τυχαίο τρόπο, δηλαδή, αν το εντοπίσουν οι γονείς, αν έχουν λεφτά να το κάνουν, αν μπορούν να το στηρίξουν συνολικότερα με βάση το πορτοφόλι τους. Αλλά πρώιμα, από τη γέννηση των παιδιών ακόμα, η κοινωνία είναι ανάγκη να φροντίζει οργανωμένα, με κάθε αναγκαία ειδικότητα (αναπτυξιολόγο, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό), αρχίζοντας έγκαιρα τη διεπιστημονική παρέμβαση ώστε να είναι αποτελεσματική, από δομές δημόσιες και δωρεάν, από την πρώιμη προσχολική ηλικία, σε οργανωμένους χώρους που να του προσφέρεται η επιστημονική βοήθεια ταυτόχρονα με το παιδαγωγικό πλαίσιο.
Αυτό που είναι ανάγκη να μας προβληματίσει δεν είναι το «μοντέλο» και τι θα φορέσουμε μπροστά στα υπαρκτά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζουν με οξυμένο τρόπο τα άτομα με αναπηρία και οι οικογένειές τους, αλλά το ίδιο το σύστημα που ενώ από τα σπλάχνα του, με τον προοδευτικό, κινητήριο ρόλο των εργαζομένων παράγονται όλα αυτά τα σύγχρονα που περιγράψαμε παραπάνω, αυτά δεν προσφέρονται καθολικά σε όσους τα έχουν ανάγκη (όπως στα σούπερ μάρκετ, είναι στα ράφια αλλά δεν αγοράζονται). Αυτά τα σύγχρονα και υπαρκτά είναι ανάγκη να μπουν στο επίκεντρο της πάλης σήμερα, των διεκδικήσεων, χωρίς να χαρίζεται τίποτα, χωρίς να κάνουμε βήμα πίσω.
Παραπέρα, ξεπερνώντας πλαστά δίπολα, «εποχικά σύνολα και μοντέλα» (μήπως και ομορφύνει ο καπιταλισμός) στοχεύουμε τον πραγματικό αντίπαλο, που είναι η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία, παλεύοντας για την κοινωνία που θα θέσει το παιδί με αναπηρία στις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της.
Παραπομπές:
1. Michael Oliver «Αναπηρία και πολιτική» μτφ Γιώτα Καραγιάννη, εκδ. «Επίκεντρο», 1990, σελ. 46 - 47.
2. Ο.π. σελ. 78.
3. «Τα βασικά μεγέθη για ειδική αγωγή και εκπαίδευση» μέρος Α'- ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ (2005-2006) σελ. 192.