Συγκεκριμένα: Στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όπου έγιναν πάνω από 700 εισαγωγές COVID-19 στο ΕΣΥ, ο ιδιωτικός τομέας αρνήθηκε να παραχωρήσει κάποια κλίνη. Στο δεύτερο κύμα, με περίπου 21.734 εισαγωγές στο ΕΣΥ, ο ιδιωτικός τομέας, αφού χρηματοδοτήθηκε αδρά από το κράτος, διέθεσε μόλις 200 κλίνες και μάλιστα αυτές αφορούσαν μόνο μία ιδιωτική κλινική στη Βόρεια Ελλάδα και για ασθενείς στη φάση της αποθεραπείας. Στο τρίτο κύμα, με 50.620 εισαγωγές στο ΕΣΥ, ο ιδιωτικός τομέας διέθεσε 278 κλίνες και στο τέταρτο, με 38.444 εισαγωγές στο ΕΣΥ, διέθεσε 450 κλίνες.
Μάλιστα, ενώ το εργατικό - λαϊκό κίνημα απαιτούσε την επίταξη των μεγάλων ιδιωτικών κλινικών και διαγνωστικών κέντρων, η κυβέρνηση αρνιόταν, παρακαλώντας τους κλινικάρχες και χρηματοδοτώντας ταυτόχρονα ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα με 60 εκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα διπλασίασε τα χρηματοδοτούμενα νοσήλια για ασθενείς με κορονοϊό, από 800 ευρώ σε 1.600 ευρώ, ενώ και σε κάθε επόμενο επιδημικό κύμα αναθεωρούσε προς τα πάνω το νοσήλιο για τη θεραπεία COVID-19 αλλά και μη COVID-19 περιστατικών στον ιδιωτικό τομέα.
Οι μονάδες της ιδιωτικής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) απέκτησαν νέο πεδίο δράσης με τη διενέργεια των τεστ. Κάποια τρανταχτά παραδείγματα από το πρώτο κύμα της πανδημίας:
Στα επόμενα κύματα της πανδημίας, βέβαια, παρά τις «διατιμήσεις» και τα «πλαφόν», η κυβέρνηση «έσπρωξε» σωρηδόν κόσμο στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, αφού ιδιαίτερα την περίοδο που υπήρχε αυξημένη ζήτηση οι δημόσιες δομές είχαν παραλύσει και οι κινητές μονάδες του ΕΟΔΥ ήταν ελάχιστες. Σε όλη τη διάρκεια του Γενάρη και του Φλεβάρη του 2022 ο ημερήσιος τζίρος για τα rapid tests σε ιδιωτικά διαγνωστικά και φαρμακεία κυμαίνεται μεταξύ 750.000 και 1 εκατ. ευρώ.
Μέχρι και την περίοδο που υπήρχε αναστολή χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία, στα ιδιωτικά νοσοκομεία διενεργούνταν κανονικά τακτικά χειρουργεία, αφού η εργοδοσία, εκμεταλλευόμενη την αναστολή των χειρουργείων των δημόσιων νοσοκομείων, βρήκε άλλον έναν τρόπο να πλουτίσει. Είναι ενδεικτικό ότι η μείωση των τακτικών χειρουργικών επεμβάσεων στο ΕΣΥ για το πρώτο εξάμηνο του 2021 άγγιξε τις 98.000 και όλοι καταλαβαίνουν πως κάποιοι από αυτούς τους ασθενείς «κατευθύνθηκαν» στον ιδιωτικό τομέα.
Φυσικά, δεν έλειψαν οι άμεσες κρατικές χρηματοδοτήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα. Τον Μάρτη του 2020 δόθηκε έκτακτη χρηματοδότηση 30 εκατ. ευρώ για την κάλυψη της δαπάνης νοσηλείας μη COVID ασθενών και για διαγνωστικούς ελέγχους. Τον Μάρτη και τον Απρίλη δόθηκαν άλλα 40 εκατομμύρια ευρώ για κάλυψη της δαπάνης νοσηλείας COVID ασθενών και φιλοξενία σε τουριστικά καταλύματα, ενώ τον Νοέμβρη δόθηκε έκτακτη χρηματοδότηση 25 εκατ. για κάλυψη της δαπάνης νοσηλείας σε κλινικές, ΜΕΘ, κέντρα αποκατάστασης και καταλύματα. Τον Ιούλη και τον Αύγουστο δόθηκε έκτακτη χρηματοδότηση 70 εκατ. για αποζημίωση ιδιωτικών κλινικών και εμβολιασμούς από ιδιώτες γιατρούς και τον Νοέμβρη του 2021 έκτακτη χρηματοδότηση 30 εκατ. για κάλυψη της δαπάνης νοσηλείας σε κλινικές, ΜΕΘ, κέντρα αποκατάστασης και καταλύματα.
Ταυτόχρονα αξιοποιήθηκαν και άλλες πολιτικές κρατικής ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα της Υγείας. Τον Μάρτη του 2020 δίνεται η δυνατότητα στις ιδιωτικές κλινικές ν' αυξήσουν τις κλινικές ΜΕΘ, με τον ποιοτικό έλεγχο να παραπέμπεται για μετά το τέλος της πανδημίας. Τον Απρίλη δίνονται φοροελαφρύνσεις στις ιδιωτικές κλινικές με παράταση οφειλών και εισφορών στην εφορία κατά 3 - 6 μήνες και αντιστάθμιση 20% της μείωσης του κύκλου εργασιών με κατάργηση του clawback. Τον Δεκέμβρη δίνεται η δυνατότητα στις ιδιωτικές κλινικές ν' αυξήσουν κατά 40% τις κλίνες ΜΕθ με μια απλή αίτηση στην οικεία Διεύθυνση Υγείας. Τον ίδιο μήνα καταργείται το clawback και rebate για όλες τις δαπάνες για νοσηλεία COVID-19 ασθενών και μη COVID που έρχονται από το ΕΣΥ.
Η στοχευμένη χρόνια κρατική υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος Υγείας και παράλληλα η εφαρμογή των κατευθύνσεων για νοσοκομεία που θα λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως «αυτοτελείς οικονομικά μονάδες», με έσοδα από το χαράτσωμα των ασθενών, καθώς και η αύξηση των παροχών σε ανταποδοτική βάση είναι διαχρονικά στοιχεία που φανερώνουν ότι μεγαλώνει και βαθαίνει η εμπορευματοποίηση του δημόσιου τομέα Υγείας.
Τα παρακάτω παραδείγματα είναι ορισμένα μόνο που αποδεικνύουν τους τρόπους με τους οποίους αυτή προχώρησε όλα τα προηγούμενα χρόνια και επί όλων των αστικών κυβερνήσεων:
«Ραχοκοκαλιά» του κυβερνητικού σχεδιασμού είναι οι κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ που συνοψίζονται στα όσα αναφέρουν σε συμπεράσματα πρόσφατης έκθεσης, δηλαδή ότι «το όφελος συνίσταται στην αύξηση του ανταγωνισμού των Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΠΥΥ) και στην αύξηση εσόδων μέσω της εφαρμογής ποιοτικότερων υπηρεσιών Υγείας».
Στην προμετωπίδα του σχεδίου για το «νέο ΕΣΥ» είναι οι συγχωνεύσεις νοσοκομείων, οι Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, η λειτουργία τους ως αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων, καθώς και η γιγάντωση των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας.
Τα παρακάτω παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά των όσων ετοιμάζουν και αποδεικνύουν ότι η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της δεν διστάζουν να φέρουν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω ακόμα και τα πασιφανή συμπεράσματα της πανδημίας:
Παράδειγμα πρώτο: Σε ανύποπτη στιγμή κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Θα πρέπει να φτιάξουμε επισταμένως τους υγειονομικούς χάρτες, χωρίς να υποκύπτουμε στις πιέσεις (...) Ο νέος χάρτης θα κινείται στη λογική "hub and spoke (...) Αδιανόητο σήμερα να έχουμε δύο νοσοκομεία σε απόσταση 20, 30 χιλιομέτρων και τα δύο νοσοκομεία να αποδεικνύεται τελικά ότι είναι προβληματικά (...) Κάποια στιγμή θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτούς τους τοπικισμούς». Λίγους μήνες μετά, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης, παρουσιάστηκε μια μελέτη που ανέθεσε η δημοτική αρχή σε ιδιωτική εταιρεία για τον υγειονομικό χάρτη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Η συγκεκριμένη μελέτη προτείνει την ίδρυση ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου στον νομό Κοζάνης, στο οποίο θα διοχετεύονται όλα τα περιστατικά, και την παράλληλη «αναπροσαρμογή» των Γενικών Νοσοκομείων της Δυτικής Μακεδονίας, που αυτό σημαίνει τη μετατροπή των 5 υπαρχόντων Γενικών Νοσοκομείων σε Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ). Ουσιαστικά μιλάμε για υποβάθμιση και συρρίκνωση των δομών Υγείας και μάλιστα με τα γνωστά κριτήρια «πληρότητας», λες και τα νοσοκομεία είναι ξενοδοχειακές μονάδες.
Παράδειγμα δεύτερο: Πάλι κατά τη διάρκεια της πανδημίας κυβερνητικά στελέχη δήλωναν: «Τα περιφερειακά μας νοσοκομεία δοκιμάστηκαν (...) Δίνεται ψευδώς το στοιχείο ότι δεν έχουμε αρκετό προσωπικό (...) Τα κεντρικά νοσοκομεία έχουν καλή στελέχωση ή ικανοποιητικού βαθμού στελέχωση. Μπορούμε να μετακινούμε τον πληθυσμό από νοσοκομεία που υπολειτουργούν και να φέρουμε κόσμο σε νοσοκομεία που λειτουργούν περισσότερο». Λίγους μήνες αργότερα δημοσιεύτηκε μελέτη των καθηγητών Τσιόδρα - Λύτρα που ανέφερε ότι η θνητότητα στους διασωληνωμένους ασθενείς αυξάνεται (διαφορά της τάξης του 35% - 40%), αν ο ασθενής διασωληνώθηκε εκτός Αττικής, δηλαδή στα περιφερειακά νοσοκομεία που η υποστελέχωση είναι στα ύψη και οι κλίνες ΜΕΘ στήνονται με τη λογική αντιστοιχία ενός πρόχειρου «καταυλισμού». Αυτά τα συμπεράσματα η κυβέρνηση τα εξέλαβε όχι ως σήμα κινδύνου για να ενισχυθούν τα περιφερειακά νοσοκομεία, αλλά ως απόδειξη ότι αυτά πρέπει να συγχωνεύσουν ή να κλείσουν κρεβάτια, κλινικές.
Η πανδημία αποδείχτηκε πράγματι μεγάλη ευκαιρία για την αύξηση της κερδοφορίας και την επέκταση των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στην Υγεία, οι οποίοι προστατεύτηκαν από την COVID-19 νοσηρότητα, πριμοδοτήθηκαν με τις διαγνωστικές υπηρεσίες της COVID-19, κερδοφόρησαν με τη λοιπή νοσηρότητα και προσάρμοσαν τις δραστηριότητές τους προς νέα, πιο κερδοφόρα πεδία.
Ταυτόχρονα, η πανδημία αξιοποιήθηκε από τις αστικές κυβερνήσεις για να επιταχυνθεί η εφαρμογή της πολιτικής που εμπορευματοποιεί, ιδιωτικοποιεί τη λειτουργία των κρατικών συστημάτων Υγείας. Αυτήν την πολιτική επιχειρούν όλες οι κυβερνήσεις να παρουσιάσουν ως τη μόνη λύση μπροστά στα αδιέξοδα με τα οποία καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι ασθενείς κι εργαζόμενοι υγειονομικοί, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι η πραγματική αιτία που οδήγησε τα δημόσια συστήματα Υγείας παγκόσμια να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους, με ολέθριες συνέπειες για την υγεία της εργατικής τάξης και των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων (...)
Το κριτήριο του κέρδους στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν δημιουργεί μόνο επιπλέον πρόσθετες δαπάνες για τα λαϊκά στρώματα και περικοπές των δημόσιων παροχών αλλά και ένα «άναρχο» σύστημα Υγείας που συνεχώς απομακρύνεται από τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις λαϊκές - κοινωνικές ανάγκες.
Σήμερα η εξέλιξη της επιστήμης, τα σύγχρονα τεχνολογικά και φαρμακευτικά επιτεύγματα, το εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό επιτάσσουν την ανάγκη για αξιοποίησή τους σχεδιασμένα στην υπηρεσία για την προάσπιση, αποκατάσταση και βελτίωση της υγείας του λαού.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα επιπλέον στοιχείο που επιβεβαιώνει τη θέση του ΚΚΕ ότι η ανάπτυξη των δημόσιων μονάδων Υγείας πρέπει να είναι πλήρης και αποκλειστική ευθύνη του κράτους με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ενα τέτοιο ενιαίο, καθολικά, αποκλειστικά κρατικό και δωρεάν σύστημα Υγείας είναι πλήρως και αποκλειστικά χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι από ασφαλιστικές εισφορές ή απευθείας πληρωμές. Είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα ιατροτεχνολογικά μέσα, στελεχωμένο με προσωπικό όλων των κλάδων και ειδικοτήτων, μόνιμης, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, με πλήρη εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.
(Το κείμενο βασίζεται σε αποσπάσματα άρθρου που περιέχεται στην έκδοση του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο: «ΠΑΝΔΗΜΙΑ COVID-19: Ο Καπιταλισμός στη Δύση του»)