Τρίτη 20 Δεκέμβρη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πορεύτηκε με πηγή έμπνευσης την τελική μάχη που δεν δόθηκε ακόμα

Ο χαιρετισμός του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα

Το ΚΚΕ τιμά τον ποιητή, τον αγωνιστή, τον μαχητή της ζωής, τον σύντροφο που γεννήθηκε στιχουργικά στις σελίδες της εφημερίδας μας, του «Ριζοσπάστη», και υπηρέτησε την προοδευτική τέχνη μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Βαγγέλης. Το πήρε από τον ΕΛΑΣίτη θείο του, που σκοτώθηκε στην Κατοχή. Γιος του Θανάση και της Μαγδαληνής, αδελφός του Γρηγόρη.

Μεγάλωσε στην Πάργα, την πόλη που αγάπησε πολύ.

«Η Πάργα μας είναι η νιότη μου, ο έρωτάς μου, το ταξίδι μου και η Ιθάκη μου», έλεγε ο ίδιος.

Είναι άριστος μαθητής και από μικρός διακρίνεται για την έφεσή του στη λογοτεχνία και τη γραφή. Εφηβος κατακλύζεται από τα βιβλία που του στέλνει ο κομμουνιστής θείος του Ζήκος Ντίνος.

Βουτάει κυριολεκτικά μέσα σ' αυτά, μελετάει, ταξιδεύει με τον νου, σπέρνει καρπούς που σύντομα θα ανθίσουν σε ένα ξεχωριστό ποιητικό ταλέντο.

Στα 18 του χρόνια δίνει μια διάλεξη για τον Κώστα Καρυωτάκη με τον τίτλο «Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», η οποία δημοσιεύτηκε.

Πρόκειται για πυκνή δοκιμιακή γραφή, εντυπωσιάζουν η εμβρίθεια της σκέψης του, η ευρυμάθειά του, ο πλούτος του λόγου του, αιχμηρός και τρυφερός ταυτόχρονα.

Εχει πλέον επιβληθεί η χούντα και ο Βαγγέλης έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική. Γνωρίζει φίλους, που θα κρατήσει σε όλη του τη ζωή. Πολιτικοποιείται και συμμετέχει στην αντιδικτατορική πάλη.


Στα 19 του χρόνια εκδηλώνεται στην υγεία του ένα σοβαρό νευρολογικό αυτοάνοσο νόσημα, που θα τον σημαδέψει δυστυχώς για πάντα. Σχεδόν ταυτόχρονα, στα 1971, χάνει τη μητέρα του, όταν η ίδια είναι μόλις 43 ετών. Το κακόηθες μελάνωμα της παίρνει τη ζωή, σε μια μέρα κατά τ' άλλα συνηθισμένη, σαν όλες τις άλλες, με «δυο δίδυμα φορτηγά να φτάνουν στην Πέργαμο και στην Μπαστιά, ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη».

Εναν χρόνο μετά, το 1972, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται στα μπουντρούμια του ΕΑΤ - ΕΣΑ.

Η κράτησή του στο κολαστήριο φέρνει σαν αποτέλεσμα την οξεία επιδείνωση της υγείας του, που καθόρισε δυστυχώς και τη μετέπειτα δύσκολη πορεία.

«Πατριωτάκι, τρώει τα νύχια ο ανακριτής σου κι είναι το ίδιο αγέλαστος και γελασμένος», θα γράψει.

Ωστόσο ο ίδιος δεν υποτάσσεται, δεν σκύβει το κεφάλι.

Είναι πλέον ασκούμενος δικηγόρος. Το γραφείο της Πανεπιστημίου 46 είναι ένα από τα σημεία του παράνομου αγώνα. Η θέση του, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, αποδεικνύεται ξεχωριστά σημαντική για τον Φλεβάρη της Νομικής και τον Νοέμβρη του Πολυτεχνείου, στα 1973.

Η ομάδα των δύο κομμουνιστών δικηγόρων και οι ασκούμενοί τους συμμετέχουν στην προετοιμασία για τη δίκη που προγραμματίζει η χούντα σε βάρος των συλληφθέντων της Αντι-ΕΦΕΕ, και των στελεχών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

«Γρηγορείτε παιδιά μες στο χημείο του Μαγιού...».

Μιλά για όλα τα ανθρώπινα

Στα 1977, το πρώτο ποίημα του Αλκη Αλκαίου δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη».

«...Ετσι καθώς τα βράδια

οι μεροκαματιάρηδες

ξεφυλλίζουν την εφημερίδα

μια μυστική αντάρα βαραίνει

τα βλέφαρά τους,

διαπερνώντας τα μ' απλά όνειρα:

Να γλυκάνει το ψωμί

να ροδίσει το μάγουλο των παιδιών

κι ανθόκηπους να γιομίσει το βλέμμα τους.

Είπα: Μέτρησα και λείπουν χιλιάδες.

Είπες: Μέτρησα τις μυριάδες των ζωντανών

που κινούν για τη μάχη».

Ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει στον «Ριζοσπάστη» το ποίημά του «Φλεβάρης 1848», ενθουσιάζεται και αναζητεί τον δημιουργό του.

Το αποτέλεσμα είναι η μελοποίηση του πρώτου τραγουδιού του Αλκη Αλκαίου και η έναρξη μιας πολύχρονης συνεργασίας και φιλίας, που μας πρόσφερε ορισμένα από τα πιο σπουδαία τραγούδια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

Ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος λέει για την ποιητική του Αλκαίου:

«Από πλευράς αξίας, ο λόγος του Αλκαίου εντάσσεται κατά τη γνώμη μου σε αυτό που ονομάζουμε "ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου" (Ουράνης, Φιλύρας, Λαπαθιώτης, Σαραντάρης, Μπάρας κ.ά.), οι οποίοι βέβαια δεν ήταν καθόλου ελάσσονες, αλλά ιδιαιτέρως μέγιστοι. Ξεκινάει από τον ρεαλισμό και δημιουργεί εικόνες που ενίοτε πλησιάζουν προς τον εξπρεσιονισμό. Χρησιμοποιεί εκπληκτικά την ελληνική γλώσσα, ανανεώνοντάς την ως προς την εικονοποιητική της χρήση.

Ηταν, θα έλεγα, ένας ριζοσπάστης αριστερός Καρυωτάκης, με μια όμως διαφορά από αυτόν. Ο Καρυωτάκης φαίνεται να αντιπαθεί αυτό που βλέπει ως "μέσο άνθρωπο".

Ο Αλκαίος δεν αποδίδει τις ευτελείς πράξεις που κάνουν οι "μέσοι άνθρωποι" στους ίδιους.

Εχει μεγάλη διαφορά. Με τους στίχους του εξέφρασε την προσωπική αγωνία ενός εκάστου εξ ημών, αλλά και την καθολική αγωνία της γενιάς του».

Ο ίδιος ο ποιητής, πάντως, μας μιλάει για τις επιρροές του και τα διαβάσματά του. Χορεύει με τον Καββαδία πάνω στο «Φτερό του Καρχαρία». Τραγουδάει το «Σαράκι του Ρεμπώ». Γράφει ένα «Χαρούμενο Τραγούδι για τη Σύλβια Πλαθ». Φέρνει τον Χικμέτ στη Ρώμη και τον Εντγκαρ Αλαν Πόε στην Ελλάδα.

Με τον β' ενικό, που χρησιμοποιεί σε πολλά από τα τραγούδια του, ο ποιητής συνομιλεί μαζί μας.

Απευθύνεται ταυτόχρονα στην αγαπημένη του, στον φίλο, στη νεολαία, στο πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο.

Μετά τη δικτατορία ο ποιητής γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στην Οργάνωση Δικηγόρων της Αχτίδας Επιστημόνων, Διανοουμένων και Καλλιτεχνών της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής.

Από το γραφείο της Βερανζέρου πια, μαζί με άλλους συντρόφους του δικηγόρους, είναι χρεωμένος στο Εργατικό Τμήμα της Οργάνωσης των Δικηγόρων και δουλεύει στα εργατικά σωματεία.

Είναι μια περίοδος πλούσιας δράσης και αναζήτησης, γεμάτη μουσική από τις νυχτερινές μπουάτ της Αθήνας.

Η έντονη κομματική ζωή όχι μόνο δεν τον αποσπά από τη δημιουργία, αλλά του ανοίγει νέους ορίζοντες.

Γράφει άρθρα, ποιήματα και διηγήματα στον «Ριζοσπάστη», όπως το περίφημο μικρό διήγημα «Εργάτες σαν το ατσάλι».

Βαθιά ερωτικός, αφήνεται στον έρωτα, στη φωτιά και τον πόνο του.

Δεν κάνει υπολογισμούς, δεν λογαριάζει το κόστος.

«Μη με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο, συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα computers κι οι αριθμοί».

Ισως να φοβάται, ή και να μη φοβάται, πάντως τολμά.

Ο έρωτας είναι ένωση, δεσμός και ελευθερία.

«Αμα δεν λιώσουμε μαζί, πώς θες να γίνουμε ένα;».

«Ανοιξε νυχτολούλουδο / να δω την ομορφιά σου / άμα δεν χάσω το μυαλό / πώς θα βρω την καρδιά σου».

Φυσικά, για τα δύο τραγούδια του, το «Ερωτικό» και τη «Ρόζα», θα μπορούσαν να γίνουν ξεχωριστές διαλέξεις, ξεχωριστές συζητήσεις. Μέσα σε τέσσερις και πέντε στροφές αντίστοιχα, ο ποιητής πλέκει με φυσικότητα τον έρωτα και τον κοινωνικό αγώνα, πορεύεται μέσα στην Ιστορία, συγκλονίζεται από τη «μοίρα» της γενιάς του.

Ο συγκλονιστικός στίχος «Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία / πώς η ιστορία γίνεται σιωπή» μεταδίδει σε όλους μας τις καμπές της ιστορικής κίνησης.

Διαλεκτικός και ονειροπόλος, σιωπηλός και επαναστάτης.

Ξεκινά από «τους κρεμαστούς κήπους» και φτάνει μέχρι «τα πεδία της βολής που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι».

Η αγάπη του είναι ανάγκη, φτιαγμένη από τα υλικά που κάνουν το μπαρούτι και θα φέρουν τις νέες εκρήξεις.

Ο Αλκης Αλκαίος μιλάει για όλα τα ανθρώπινα.

Η πορεία της ζωής έχει αφετηρία και πηγή έμπνευσης την τελική μάχη που δεν δόθηκε ακόμα, «μια παρτίδα που δεν παίχτηκε ακόμα».

Ο ποιητής δεν βγάζει τα όνειρά του στον πλειστηριασμό, ξαναγυρνά στις ρίζες.

Στίχοι του γίνονται σύνθημα στους τοίχους, στα πανό του αγώνα

Συνεργάστηκε με τους πιο σημαντικούς συνθέτες και τραγουδοποιούς της γενιάς του: Θάνος Μικρούτσικος, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νότης Μαυρουδής, Μάριος Τόκας.

Ακουσε να τραγουδούν τα τραγούδια του οι πιο ιδιαίτερες φωνές του σύγχρονου ελληνικού πενταγράμμου: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Παντελής Θαλασσινός, Μπάμπης Στόκας, Μανώλης Ανδρουλιδάκης, Μαρία Δημητριάδη, Μανώλης Μητσιάς, Σωκράτης Μάλαμας, Κώστας Καράλης, Χάρις Αλεξίου, Διονύσης Θεοδόσης, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας, Αρλέτα, Μελίνα Κανά, Μανώλης Λιδάκης, Χρήστος Θηβαίος και τόσοι άλλοι έντυσαν τα ποιήματά του με υπέροχες μουσικές, μας χάρισαν αλησμόνητες ερμηνείες.

Οι στίχοι του ταξίδεψαν μέχρι τη Μόσχα μαζί με το Μάνο Λοΐζο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, αλλά δυστυχώς ο πρόωρος θάνατος του συνθέτη δεν επέτρεψε το πάντρεμά τους με τη μουσική του.

Ανάμεσα στα τραγούδια που ταξίδεψαν ήταν το εμβληματικό «Πρωινό Τσιγάρο», που λίγα χρόνια αργότερα μελοποιήθηκε από τον Νότη Μαυρουδή και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου.

Ορισμένα από τα τραγούδια του έχουν ήδη γίνει «κλασικά». Τραγουδιούνται και χορεύονται από ανθρώπους όλων των ηλικιών, αγκαλιάζονται από τη νεολαία.

Στίχοι του γίνονται σύνθημα στους τοίχους, στα πανό του αγώνα.

«Ερωτικό» (η γνωστή «Πιρόγα»), «Ρόζα», «Πάντα Γελαστοί», «Χρόνια Πολλά», «Πόρτο Ρίκο» και τόσα άλλα, αμέτρητα.

Και ένα μοναδικό κατόρθωμα, που τον κατατάσσει στους μεγάλους: Να βλέπεις ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, βιώματα και πολιτικές ιδέες να χορεύουν με την ίδια διονυσιακή έκσταση το ζεϊμπέκικο των Βησιγότθων και της Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Σε όλη την πορεία του, μέχρι το τέλος, δεν εγκαταλείπει ποτέ το μετερίζι της προοδευτικής πολιτικής ποίησης, τις αξίες και τα ιδανικά του, το όνειρο και την ελπίδα για το καινούργιο που πάντα ξεπροβάλλει, παρά τις απογοητεύσεις και τις προσωρινές ήττες.

Από το '90 και μετά, τα χρόνια που ακολουθούν, είναι εξαιρετικά δύσκολα για εκείνον. Ο πατέρας του δεν φεύγει στιγμή από το πλευρό του.

Η επιδείνωση της υγείας του, η συνθετότητα της κατάστασης που επικρατεί την περίοδο της διάσπασης του Κόμματος, ο αντίκτυπος των ανατροπών, επιδρούν πάνω του, χωρίς όμως να κάμψουν τη δημιουργικότητά του.

Σιγά - σιγά η αρρώστια κοπάζει, έχοντας ωστόσο προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του.

Πιο εύκολα πια δέχεται φίλους στο σπίτι, κάποιες λίγες δικές του επισκέψεις σε σπίτια φίλων, λίγες βόλτες στην Αθήνα, τα καλοκαίρια στην Πάργα που προσμένει με λαχτάρα κάθε φορά.

Στις 10 Δεκεμβρίου 2012 ο Αλκης Αλκαίος αφήνει την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από τον καρκίνο.

Μας άφησε 200 τραγούδια παρακαταθήκη

Ο Αλκης Αλκαίος μάς άφησε μια μοναδική παρακαταθήκη με 200 περίπου τραγούδια, ενώ ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να μελοποιούνται ανέκδοτα τραγούδια του.

Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όσο ζούσε, ορισμένες φορές δημιουργήθηκαν και διάφοροι μύθοι γύρω από τη ζωή και το έργο του. Ομως, στην πραγματικότητα, μια πιο ουσιαστική γνωριμία με το έργο του επιτρέπει τη γνωριμία με τον ίδιο τον ποιητή, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.

Μας επιτρέπει να δούμε αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλούν οι φίλοι του, έναν άνθρωπο γλυκό, τρυφερό, ευγενικό, ευαίσθητο, επίμονο, μα και ταυτόχρονα δοτικό, δυνατό, έξυπνο, που αφήνεται στον έρωτα, πονάει, ονειρεύεται, ελπίζει, αγαπά τα νιάτα και τη ζωή.

Οι στίχοι του Αλκη είναι η ανάσα του Βαγγέλη.

Η «σιωπή του» ήταν μια ακατάπαυστη τρικυμία αναζήτησης και ονείρου.

«Μάθε την γλώσσα της σιωπής / κι ύστερα έλα να μου πεις / πώς κλίνεται το σ' αγαπώ / πώς βγάζει η έρημος καρπό».

Η εχεμύθεια που ζητά, «Τ' άστρα εχεμύθεια ζητούν», είναι μέρος του ονείρου και του ταξιδιού.

«Ασε άλυτο τον γρίφο / και μην το παιδεύεις φως μου / πώς θ' αντέξεις δίχως μύθο / την αλήθεια αυτού του κόσμου».

Οπως μαρτυρούν οι φίλοι του, ο ίδιος σπάνια έδινε εξηγήσεις για τους στίχους του. Συχνά απαντούσε με κάποιον άλλο στίχο του.

Μοιάζει, μα δεν είναι ένας απλός παρατηρητής των γεγονότων, από τα οποία εμπνέεται και γράφει.

Από το δωμάτιό του, ο ποιητής διαδηλώνει με τον λαό στις ίδιες πορείες, βγαίνει στην απεργία, γράφει συνθήματα στους τοίχους, αγωνίζεται, απογοητεύεται, ξαναμπαίνει στον αγώνα, χτυπά τις γροθιές του στα μαχαίρια, προσκυνάει το μυστήριο της ζωής.

Γίνεται ο ίδιος μέρος των γεγονότων, παρελθόντων και σύγχρονών του.

Συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές της Ιστορίας, με ήρωες και αντιήρωες, με τους ερωτευμένους, με τους αμετανόητους πιστούς του ονείρου, με τη νεολαία.

Ταξιδεύει απ' τη Σιδώνα ως τα Χανιά, στο Ελ Σαλβαδόρ του '80 και την Τουρκία του '81, φτάνει στα Βαλκάνια και τη διαλυμένη Γιουγκοσλαβία.

«Δεν είναι εδώ, Βαλκάνια, σου το 'πα, εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα».

Τραγουδά με τον Τσε, «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».

Συναντά τον Νίκο Μπελογιάννη. Εξομολογείται στην Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Το έργο του Αλκη Αλκαίου είναι πολυσχιδές και πολυεπίπεδο.

Από το «Εμπάργκο» στο «Εντελβάις»

Σύμφωνα με τον φιλόλογο Σπύρο Αραβανή, θα μπορούσε να διακριθεί σε τρεις στιχουργικές περιόδους.

Η πρώτη στιχουργική περίοδος, τραχιά και σπηλαιώδης, άμεσα συνδεδεμένη με το ιστορικό του παρελθόν, την ιδεολογία και τα αναγνώσματά του, σημαδεύεται από το εμβληματικό «Εμπάργκο».

Ο ίδιος αναλυτής σημειώνει: Ολα τα ποιήματα - και οι τίτλοι - του δίσκου αποτελούν μέχρι σήμερα γρίφους για διαβασμένους λύτες και αναγνώστες της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας, φανερώνοντας επιρροές, άλλοτε από τον ρωσικό φουτουρισμό και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (όπως το «Ταπεινό ρέκβιεμ για το μέλλον ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου»), άλλοτε από το ειρωνικό μπρεχτικό σύμπαν (όπως η «Μπαλάντα ενός φιλήσυχου»), άλλοτε από τον αιχμηρό λόγο του Βολφ Μπίρμαν («Ωδή σ' έναν δρομέα ημιαντοχής») και άλλοτε από το δικό του προφητικό χάρισμα, απόρροια του εγγενούς ποιητικού του ταλέντου: «Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα / κι εγώ θρηνώ από τώρα την γενιά μου».

Η δεύτερη στιχουργική περίοδος ξεκινά με το «Πρωινό Τσιγάρο» και ολοκληρώνεται με τον δίσκο «Εντελβάις». Ο λόγος του αποκτά μια στιχουργική τεχνική, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και το υπερρεαλιστικό.

Ο στίχος «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία» περιγράφει επακριβώς το πνεύμα. Ταυτόχρονα, αποκτά μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις, προσθέτοντας εικόνες, πλάθοντας μικρές στιχουργικές ιστορίες.

Η τρίτη στιχουργική περίοδος ξεκινά με τη συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα, αναδεικνύοντας τον ταξιδιωτικό στίχο και τη δημοτική μας παράδοση.

Σε αυτή την περίοδο δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι στίχοι που σχολιάζουν την εποχή.

«Βγαίνουν στην άγρα της tv τα συνεργεία,/ όλα είναι ζήτημα τιμής σ' αυτόν τον κόσμο,/ τα όνειρά μου κατεβαίνουν σ' απεργία,/ άσωτοι άγγελοι μού δείχνουνε τον δρόμο» κ.ά.

Φτάνει ως το τέλος, με πολλούς από τους ερμηνευτές που σήμερα συμμετέχουν σε αυτή τη συναυλία μας - αφιέρωμα στον Αλκη Αλκαίο και τους ευχαριστούμε θερμά.

Αλλοτε με αυστηρή ομοιοκαταληξία και άλλοτε πιο αφαιρετικός, άλλοτε με δεκαπεντασύλλαβους και άλλοτε με τρίστιχα ή δίστιχα που θυμίζουν μαντινάδες, ο λόγος και η φόρμα του στίχου είναι εξαιρετικά πλούσια.

Οπωσδήποτε η ποικιλία αυτή, άμεσα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο της σκέψης του, συνδέεται με πολλούς παράγοντες.

Σχετίζεται με την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία και την περίοδο της προσωπικής ζωής του ποιητή, όταν γράφονται οι στίχοι, ανεξάρτητα από το πότε τελικά μελοποιούνται.

Σχετίζεται, όμως, ακόμα, και με την ιδιαίτερη αποστολή του στίχου.

Ενα τραγούδι προορισμένο για έναν συγκεκριμένο συνθέτη, όπως η ίδια η μουσική του μιλάει στο μυαλό και την καρδιά του ποιητή.

Το ΚΚΕ θα κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να μεταδώσει την ποίηση του Αλκαίου

Το Κόμμα μας θα κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να μεταδώσει την ποίηση του Αλκη Αλκαίου και θα στηρίξει την προσπάθεια που γίνεται από σύγχρονους τραγουδοποιούς, να μελοποιήσουν ακόμα μεγαλύτερο τμήμα του έργου του.

Ολα αυτά ακριβώς γιατί μέσα από όλο του το έργο αναδεικνύεται ότι η κοινωνική εξέλιξη, η ίδια η ιστορία, προχωρά μέσα από συγκρούσεις, που όμως αναπόσπαστα περιέχουν, διαμεσολαβούνται, από την ανθρώπινη συνειδητή θέληση και δράση.

Μας συντροφεύουν τα γραφόμενά του στον «Ριζοσπάστη» σε άρθρο του «Το Κόμμα μας και η Τέχνη»:

«...Η προοδευτική διανόηση και κουλτούρα εμπνεόμενη και καθοδηγούμενη από το ΚΚΕ καταξίωσε κοινωνικά την ύπαρξή της, σημαντικοποιώντας το περιεχόμενο και την ποιότητα της προσφοράς της. Από το τάραγμα του παγκόσμιου τέλματος του 1917 και στη συνέχεια από την ίδρυση του κόμματος έως σήμερα, η ελληνική προοδευτική τέχνη σύμπραξε στις γραμμές της όλους εκείνους τους τίμιους και συνειδητούς πνευματικούς ανθρώπους, που είδαν πως τότε μονάχα καταξιώνονται σαν δημιουργοί και σαν άνθρωποι, όταν δεν είναι αποκομμένοι από τις προσδοκίες των ανθρώπων του μόχθου και την κοινωνική τους πάλη...».

Στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο ο Αλκης Αλκαίος του λέει:

«Πάρε την ζωή στα δυο σου χέρια /

τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια /

θα φεύγαν τα σύννεφα φαντάσου/

αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου».

Και με αυτούς τους στίχους θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρέμβασή μου απόψε, γιατί:

«Κι αν σε έπιασε το βράδυ /

κι ο έρωτας αργεί /

το πιο βαθύ σκοτάδι /

είναι πριν την αυγή».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ