Κυβέρνηση και αστικά επιτελεία πανηγυρίζουν τις μέρες αυτές για τους τζίρους στον τουρισμό, που αγγίζουν τα «ρεκόρ» του 2019. Για τους μεγαλοξενοδόχους βέβαια «είχε ο θεός» και όταν η τουριστική κίνηση είχε πέσει λόγω του κορονοϊού: Μόνο το 2021 πάνω από 800 εκατ. ευρώ δόθηκαν ως άμεση κρατική επιχορήγηση σε τουριστικές επιχειρήσεις, για να περιορίσουν τη χασούρα από τη μειωμένη κίνηση. Κι από κοντά πέφτουν τα στοιχεία για τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, τον «τουρισμό υψηλού εισοδήματος» στα νησιά, αλλά και στην Αττική, με «αιχμή του δόρατος» την «Αθηναϊκή Ριβιέρα» και τα σχέδια για το Ελληνικό. Την ίδια ώρα, στη «βιτρίνα» του τουρισμού, Μύκονο και Σαντορίνη, με την πρώτη μπόρα οι καταστροφές είναι μεγάλες, ενώ στην παραλιακή στην Αθήνα ήθελες βάρκα για να περάσεις από τους κεντρικούς δρόμους, ελλείψει αντιπλημμυρικών έργων μόνιμων, αλλά και έκτακτων μετά την πυρκαγιά του καλοκαιριού. Το αστικό κράτος, ικανό να νομοθετεί το ένα πίσω από το άλλο τα μέτρα ενίσχυσης των ομίλων, «γαλαντόμο» όταν πρόκειται για επιδοτήσεις και προνόμια στο κεφάλαιο (με τον αναπτυξιακό νόμο της ΝΔ, που συμπληρώνει αυτόν του ΣΥΡΙΖΑ, ετοιμάζεται να μοιράσει άλλα 150 εκατ. ευρώ στους μεγαλοξενοδόχους μέχρι το τέλος του 2022), είναι διαχρονικά «ανίκανο» και «αναρμόδιο» ακόμα και για τις στοιχειώδεις υποδομές που αφορούν στην προστασία του λαού, με αντιπλημμυρικά, αντιπυρικά, αντισεισμικά έργα. Κι εκεί όμως που η ανάγκη για υποδομές έρχεται στην επικαιρότητα, πάλι μπαίνει στο «ζύγι» του κόστους - οφέλους για το κεφάλαιο. Εν προκειμένω «για την προστασία των επενδύσεων στον τουρισμό», προμηνύοντας νέες καταστροφές και απώλειες για τον λαό.