Eurokinissi |
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που προχωρά μια τέτοια διείσδυση του ΣΕΒ (όπως και άλλων επιχειρηματικών ενώσεων, π.χ. Επιμελητηρίων κ.λπ.) σε κάποιο ανώτατο ίδρυμα, ούτε για το ΟΠΑ (που πρωτοπορεί στη διασύνδεση με τις επιχειρήσεις, όπως και άλλα ΑΕΙ) δεν είναι πρωτόγνωρη μια τέτοια συνεργασία. Το νέο ποιοτικό στοιχείο που εντοπίζεται σε αυτήν είναι ότι επικεντρώνεται στην εφαρμοσμένη διδακτορική (και όχι μόνο) έρευνα, άμεσα και απευθείας για τις ανάγκες των επιχειρήσεων - μελών του ΣΕΒ.
Συγκεκριμένα, στους πυλώνες της συνεργασίας τους προβλέπονται:
Υποστηρικτικά στα παραπάνω, ΣΕΒ και ΟΠΑ συμφώνησαν επίσης για: Εξειδικευμένα προγράμματα του ΟΠΑ για τις ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται στην αγορά εργασίας. Εκπαιδευτικά προγράμματα του Πανεπιστημίου για στελέχη επιχειρήσεων, με καθηγητές του Ιδρύματος που θα λειτουργούν ως μέντορες των επιχειρήσεων για τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό. Προγράμματα για νεοφυείς επιχειρήσεις, για τη μετατροπή νέων ιδεών σε προϊόντα. Ανταλλαγές επισκέψεων εργασίας μεταξύ στελεχών επιχειρήσεων από τη μία και πανεπιστημιακών και φοιτητών από την άλλη, και ανταλλαγή τεχνογνωσίας μεταξύ των δύο οργανισμών.
Ολα αυτά είναι μορφές του «Work Based Learning», που προωθείται σε επίπεδο ΕΕ τα τελευταία χρόνια σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.
Στην πράξη πρόκειται για άλλο ένα πρόγραμμα βιομηχανικών διδακτορικών που αναμένεται να ξεκινήσει φέτος, μετά το Πανεπιστήμιο Πάτρας, όπου «τρέχει» αντίστοιχο πρόγραμμα, και το Πρόγραμμα Βιομηχανικών Υποτροφιών του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», που είχε προηγηθεί.
Παράλληλα προωθούνται μεταπτυχιακές εργασίες, πρακτική άσκηση (που αφορά τα προπτυχιακά) αλλά και μεταδιδακτορικές έρευνες, δίνοντας τη δυνατότητα διασύνδεσης όλης της γκάμας των σπουδών του Πανεπιστημίου με τις ορέξεις των επιχειρήσεων.
Από τον Οκτώβρη του 2019 ο ΣΕΒ είχε εισηγηθεί την προώθηση των βιομηχανικών διδακτορικών στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι αυτά είναι «πρωτότυπα μεν, αλλά εφαρμοσμένου προσανατολισμού ερευνητικά έργα. Εκπονούνται από υποψήφιους διδάκτορες - σε ατομικό ή σε ομαδικό επίπεδο - στοχεύοντας στην εξεύρεση αυθεντικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης λύσης σε συγκεκριμένα προβλήματα μιας επιχείρησης. Η τελευταία, είναι, κατά κανόνα, και ο παραγγελιοδόχος της έρευνας».
Ο ΣΕΒ εντόπιζε τότε ότι υπάρχει αύξηση των διδακτορικών αλλά ταυτόχρονα περιορισμένη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της οικονομίας, συνιστούσε δε η έρευνα που παράγεται σε διδακτορικό επίπεδο να στοχεύσει στην «αύξηση της παραγωγικότητας» και «στην εμπορική και κοινωνική αξιοποίηση της νέας επιστημονικής γνώσης».
Πέρα όμως από τα αποτελέσματα της έρευνας - τα οποία θα είναι άμεσα εμπορεύσιμα για την κερδοφορία των επιχειρήσεων και για την παραγωγικότητά τους, που πάει πάντα χέρι χέρι με το μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζομένων - ο ΣΕΒ έστρεφε το βλέμμα και στο ίδιο το επιστημονικό δυναμικό των διδακτόρων, σημειώνοντας: «Οι διδακτορικές σπουδές σταδιακά χάνουν τον αποκλειστικό χαρακτήρα προετοιμασίας για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και τείνουν να μετεξελιχθούν σε επαγγελματικό προσόν για την ευρύτερη αγορά εργασίας». Ωστόσο, αναφορικά με την απασχόληση των διδακτόρων εντόπιζε ότι η παρουσία τους στη μεταποίηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, μόλις στο 2,3%, ποσοστό που προφανώς επιδιώκει να αυξήσει. Γι' αυτό και ζητά «δημιουργία ειδικού πλαισίου απασχόλησης υποψήφιων διδακτόρων που εκπονούν βιομηχανική διδακτορική διατριβή για λογαριασμό επιχείρησης».
Παράλληλα σχολίαζε και το επιστημονικό αντικείμενο της παραγόμενης έρευνας στα διδακτορικά, σημειώνοντας μάλλον ως αρνητικό ότι «μεγαλύτερη μερίδα των κατόχων διδακτορικού τίτλου συγκεντρώνεται στα πεδία των Ανθρωπιστικών Επιστημών, καθώς και στις Επιστήμες της Υγείας και της Εκπαίδευσης», ενώ σε επιστήμες όπως η Πληροφορική ή τα Μαθηματικά - Στατιστική συγκεντρώνεται το 7% και το 4% των διδακτορικών αντίστοιχα.
Βέβαια ο ΣΕΒ γνωρίζει ότι η δυνατότητα να παραγγείλει μια επιχείρηση απευθείας την εφαρμοσμένη έρευνα που θέλει από ένα ΑΕΙ υπάρχει και γινόταν και στο παρελθόν. Εντόπιζε όμως απροθυμία των επιχειρήσεων, λόγω «άτυπης συμμετοχής» των υποψήφιων διδακτόρων, χρονοβόρων διαδικασιών και «θεσμικής ασάφειας όσον αφορά τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας»! Γι' αυτό και ζητά «απλούστευση της διαδικασίας αξιοποίησης των παραγόμενων ερευνητικών αποτελεσμάτων διδακτορικών διατριβών από τις επιχειρήσεις, εφόσον έχουν ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία της διδακτορικής έρευνας». Οσο για την «ενεργό συμμετοχή» των επιχειρήσεων, θέλει να κατοχυρώνεται και με τη συμμετοχή στελεχών τους στην επιτροπή επίβλεψης και αξιολόγησης διδακτορικής διατριβής (!) χωρίς δικαίωμα βαθμολόγησης.
Ζητά επίσης «ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις» για τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα και «σχεδιασμό μόνιμου χρηματοδοτικού εργαλείου για τη διάδοση του θεσμού των Βιομηχανικών Διδακτορικών».
Και επειδή όταν ο ΣΕΒ ζητά, το αστικό κράτος σπεύδει να υλοποιήσει τα ζητούμενα, η κυβέρνηση της ΝΔ συμπεριέλαβε την «ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο των σύγχρονων αναγκών των επιχειρήσεων» στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και την χρηματοδότησε με 471 εκατομμύρια ευρώ.
Ολα αυτά στις σχολές λανσάρονται με υποσχέσεις προς τους φοιτητές για πιο άμεση και καλύτερη σταδιοδρομία μετά τις σπουδές, λόγω της σύνδεσης με τις επιχειρήσεις, κάτι όμως που δεν επιβεβαιώνεται από τη ζωή τόσα χρόνια τώρα που οι επιχειρήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μπαινοβγαίνουν στις σχολές. Ενα μικρό μόνο μέρος αποφοίτων αποκτά άμεση πρόσβαση απορρόφησης μέσα από αυτές τις διαδικασίες, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζουν να παραδέρνουν στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας ή να αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Το γεγονός π.χ. ότι οι περισσότεροι υποψήφιοι διδάκτορες όταν βγουν στην αγορά εργασίας χαρακτηρίζονται με τον όρο «overqualified» (δηλαδή με περισσότερα προσόντα απ' όσα απαιτούνται) δεν αποτελεί στοιχείο κακής οργάνωσης και διαχείρισης, αλλά ένα γεγονός που πηγάζει από τις ανάγκες της ίδιας της αγοράς εργασίας, που αναζητεί φθηνό - «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό και ορισμένες δεξιότητες, αντί για ολοκληρωμένη μόρφωση και αντίστοιχο θεωρητικό υπόβαθρο, και αρκείται στην απασχόληση μόνο μιας ορισμένης μικρής μάζας εργαζομένων - κατόχων διδακτορικού υψηλότερης επιστημονικής ειδίκευσης. Ομοίως, πώς θα βελτιώσει την ακαδημαϊκή τους πορεία όταν προκηρύξεις νέων θέσεων μόνιμης απασχόλησης στα ερευνητικά κέντρα και θέσεων ΔΕΠ γίνονται με το σταγονόμετρο.
Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, κάποιος θα αναρωτηθεί καλοπροαίρετα: «Δεν είναι όμως καλύτερο να χρηματοδοτούνται κάποια διδακτορικά, όταν σήμερα οι περισσότεροι νέοι ερευνητές βρίσκονται σε καθεστώς απλήρωτης και ανασφάλιστης εργασίας;». Το ερώτημα πρέπει να τεθεί διαφορετικά: Γιατί το κράτος είναι πάντα πρόθυμο να δώσει τεράστιες χρηματοδοτήσεις όταν πρόκειται για προγράμματα που προσφέρουν άμεσα καινοτομία στις εταιρείες και πάντα απρόθυμο να εξασφαλίσει κρατική χρηματοδότηση στο ύψος των αναγκών, ώστε κάθε διδακτορική διατριβή να είναι εξασφαλισμένη από την αρχή έως το τέλος, τόσο από μισθολογική άποψη όσο και ως προς την εξασφάλιση των απαραίτητων υποδομών, βιβλιογραφίας και εργαστηριακού εξοπλισμού; Γιατί δεν ικανοποιεί αυτό το πάγιο αίτημα των συλλόγων υποψήφιων διδακτόρων και των σωματείων των εργαζόμενων ερευνητών στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα; Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο νοιάζονται για την ποιότητα του παραγόμενου έργου και για τα προβλήματα των νέων ερευνητών.
Αλλά ας μας απαντήσουν και το εξής: Πώς θα αντιμετωπίσουν οι παραπάνω επιχειρηματικές συμφωνίες το γεγονός ότι μόλις το 42% των υποψήφιων διδακτόρων έχει κάποια σχέση εργασίας στο διάστημα εκπόνησης της διατριβής του; Τα ίδια τα νούμερα τους διαψεύδουν και επιβεβαιώνουν ότι τα βιομηχανικά διδακτορικά έρχονται να καλύψουν ένα πολύ μικρό μέρος της τεράστιας τρύπας. Μήπως θα αντιμετωπίσουν το καθεστώς περιπλάνησης, την κινητικότητα από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, ή αντιθέτως θα έρθουν να αξιοποιήσουν το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο και να πατήσουν στις μειωμένες απαιτήσεις που εκ των πραγμάτων υπάρχουν στον χώρο της Ακαδημαϊκής Ερευνας;
Εξάλλου, τα παραδείγματα που δίνει ο ΣΕΒ από άλλες χώρες αναφορικά με τα βιομηχανικά διδακτορικά δείχνουν ότι και οι ερευνητές απασχολούνται με τους γνωστούς όρους των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με ομηρία και υποσχέσεις ανανέωσής τους.
Οι φοιτητές που μελετούν και αγαπούν την επιστήμη τους, οι απόφοιτοι που αφιερώνονται στην έρευνα σε μεταπτυχιακό και περαιτέρω σε διδακτορικό επίπεδο για την ανακάλυψη νέας γνώσης, που έχουν όνειρα και προσδοκίες προσφοράς στην κοινωνία μέσα από το επιστημονικό τους μετερίζι, δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τέτοιες συμφωνίες. Διότι έρευνα για την άνοδο της παραγωγικότητας μιας επιχείρησης στον καπιταλισμό σημαίνει έρευνα για την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων της.
Είναι αποκαλυπτική και εδώ η πείρα από άλλες χώρες, που έχουν προχωρήσει ανάλογες ερευνητικές δραστηριότητες. Εκεί οι υποψήφιοι διδάκτορες έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με ρήτρες δέσμευσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τις επιχειρήσεις, με καθυστερήσεις στη δημοσιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων ή ακόμα και «θάψιμό» τους (π.χ. παρουσίαση της διατριβής κεκλεισμένων των θυρών) αν διακυβεύονται τα συμφέροντα της επιχείρησης. Το ίδιο μαρτυρά η πείρα στη χώρα μας για όσους ερευνητές έχουν εργαστεί σε προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα από επιχειρήσεις και κράτος ή πολλές φορές υπαγορευμένα απευθείας από ομίλους, που συχνά προκαθορίζουν μέχρι και τα αποτελέσματα της εκάστοτε μελέτης, τη φύση των παραδοτέων κ.λπ.
Συμπερασματικά, η έρευνα για ανάπτυξη κάποιων νέων προϊόντων για μια επιχείρηση σημαίνει ότι τα αποτελέσματά της δεν θα διαχέονται στην κοινωνία ανάλογα με τη χρησιμότητα αυτού του προϊόντος, αλλά η αξιοποίησή τους θα εκτιμάται από την εταιρεία ανάλογα με την κερδοφορία που θα της εξασφαλίσει. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των φαρμάκων ή ακόμα και των σύγχρονων εφαρμογών της πληροφορικής, που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν και να διευκολύνουν τη ζωή του λαού σε πολλά επίπεδα, αλλά ως εμπορεύματα καπιταλιστικών επιχειρήσεων συχνά είναι ακόμα και απλησίαστα για ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη.
Με κάθε τρόπο οι επιχειρήσεις είναι οι μόνες κερδισμένες από τέτοιου είδους συμφωνίες, καθώς όχι μόνο επωφελούνται από τα αποτελέσματα της έρευνας που θέλουν και εντάσσουν άμεσα τα αποτελέσματά της στην παραγωγή, με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους και μάλιστα με αμελητέο κόστος για τις ίδιες, αλλά παράλληλα τους παραδίδεται και μια στρατιά νέων επιστημόνων για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητάς τους. Νέων επιστημόνων που μαθαίνουν να σκέφτονται και να δουλεύουν με γνώμονα τα συμφέροντα της επιχείρησης και δυνητικά να συμβάλλουν στη διάχυση αυτού του πνεύματος με πολλαπλούς τρόπους μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια... Πόσο ειρωνικό είναι, παράλληλα με όλα αυτά, η ΕΕ να πραγματοποιεί εκδηλώσεις για να δείξει ότι δήθεν κόπτεται και προβληματίζεται για τα όρια της ακαδημαϊκής ελευθερίας...