Ο Χρήστος Ματαράγκας στην παρέμβασή του αναφέρθηκε στις συνθήκες εργασίας στους βιομηχανικούς χώρους, όπως η εντατικοποίηση, που εντείνουν τις πιθανότητες ενός ατυχήματος αλλά και τον αγώνα των εργατών μέσα στους χώρους εργασίας για τη λήψη μέτρων πρόληψης και προστασίας, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Τα ατυχήματα, ωστόσο, δεν είναι αναπόφευκτα. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέτρα, τα κατάλληλα μέσα για να προληφθούν. Υπάρχει η επιστήμη, η τεχνολογική γνώση και εμπειρία για να αποφευχθούν, αν όχι να εκμηδενιστούν, να περιοριστούν τα ίδια και οι επιπτώσεις τους στο ελάχιστο. Είναι ζωτικής σημασίας ο εξοπλισμός να συντηρείται από εξειδικευμένο προσωπικό σωστά και στην ώρα του. Να μην υπερβαίνει ο χρόνος λειτουργίας του τον χρόνο ζωής του, αλλά και να μην ξεπερνιούνται οι προδιαγραφές λειτουργίας του κατασκευαστή. Η συντήρηση και η έγκαιρη αντικατάσταση του πεπαλαιωμένου εξοπλισμού να γίνονται με τήρηση όλων των μέτρων ασφαλείας και όπου είναι απαραίτητο να σταματάει η παραγωγή, για να γίνεται η συντήρηση με ασφάλεια. Στις εργασίες αυτές να υπάρχει εκτίμηση κινδύνου, να υπάρχει σαφές πλάνο εργασιών, να τηρείται αρχείο από αυτές τις εργασίες. Απαραίτητη προϋπόθεση, αυτές οι εργασίες να μη γίνονται υπό πίεση. Οι εργαζόμενοι και τον καιρό της συντήρησης αλλά και της λειτουργίας να εργάζονται 8ωρο. Να προλαβαίνουν να είναι ξεκούραστοι για την επόμενη μέρα. Αντίθετα, στις μεγάλες βιομηχανίες έχει γίνει καθεστώς η υπερωριακή απασχόληση. Η κούραση πολλές φορές καταβάλλει τους εργάτες».
«Τελικά όμως, όταν γίνεται ένα ατύχημα, είναι ατυχές γεγονός ή έχει τις δικές του ρίζες και αιτίες;», διερωτήθηκε σε άλλο σημείο, επισημαίνοντας: «Το πιο εύκολο συνήθως είναι να φορτώσουν την ευθύνη σε κάποιον εργάτη, πολλές φορές στο θύμα. Στην "καλύτερη" περίπτωση σε κάποιο μεσαίο στέλεχος μιας επιχείρησης, κάποιον μηχανικό. Αυτό που φροντίζουν να βγει πάντα λάδι είναι η εργοδοσία και ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης. Προσπαθούν να κρύψουν ότι στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, στο όνομα της κερδοφορίας, γίνονται συνεχώς εγκλήματα. Το κόστος της υγείας ενός εργάτη για τον εργοδότη περιορίζεται σε μια αποζημίωση. Από την άλλη, το κόστος λήψης τεχνικών μέτρων προστασίας είναι υψηλότερο. Ανανέωση εξοπλισμού, συντήρησή του, σταμάτημα της παραγωγής κοστίζουν παραπάνω στον εργοδότη. Το να απασχολεί επαρκές προσωπικό με σαφώς καθορισμένα καθήκοντα κοστίζει παραπάνω από το να έχει οριακά λίγους εργάτες που να τα κάνουν όλα».
Ο Δημήτρης Γκατζής στην παρέμβασή του παρέθεσε την πείρα των παλιών εργαζομένων τόσο για τα ατυχήματα όσο και από την πορεία όλων των προηγούμενων δεκαετιών με την άναρχη δόμηση του Θριασίου, σημειώνοντας: «Από τη δεκαετία του 1960 άρχισαν να συσσωρεύονται στην περιοχή του Θριασίου βιομηχανίες υψηλής επικινδυνότητας, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, τσιμεντάδικα, χημικές βιομηχανίες, τεράστιες εγκαταστάσεις η μία δίπλα στην άλλη - όπως ΠΥΡΚΑΛ, "Πετρόλα" - και ακόμα εκατοντάδες μικρότερες επιχειρήσεις, μεταλλουργικές, χημικές και κάθε άλλου είδους, οι οποίες επεξεργάζονται εξίσου επικίνδυνες και εύφλεκτες χημικές ουσίες. Χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς οριοθέτηση, άρχισαν να ξεφυτρώνουν επιχειρήσεις στα όρια των οικισμών. Στην πορεία μεταφέρθηκε και η χωματερή, ολοκληρώνοντας το έγκλημα».
Αναφέρθηκε επίσης στον απόηχο των σημαντικών αγώνων που έχουν γίνει στην περιοχή από εργαζόμενους και κατοίκους, επισημαίνοντας: «Για τα ζητήματα αυτά εμείς οι παλιότεροι εργαζόμενοι θυμόμαστε - και καλό είναι να το μάθουν και οι νεότεροι - ότι ο λαός της Ελευσίνας, με μπροστάρη τη δημοτική αρχή, που τότε στην πλειοψηφία της ήταν οι κομμουνιστές, έκαναν σημαντικούς αγώνες για να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τη μέχρι τότε ανεξέλεγκτη λειτουργία των επιχειρήσεων και μάλιστα ανάγκασαν τους βιομηχάνους να πάρουν μέτρα μείωσης της ρύπανσης».
Στη δική της παρέμβαση η Ελένη Χόνδρου στάθηκε στις ευθύνες κυβέρνησης και τοπικών αρχών για την ανυπαρξία μέτρων πρόληψης, και ειδικά για την υποβάθμιση του Νοσοκομείου «Θριάσιο»:
«Τα "καμπανάκια" έχουν χτυπήσει κάμποσες φορές τα τελευταία χρόνια και φανερώνουν την εγκληματική γύμνια του κρατικού μηχανισμού σε ό,τι αφορά την προστασία της ζωής των εργαζομένων, την ανυπαρξία μέτρων πρόληψης. Αποτελεί πρόκληση όταν μετά από τόσες αφορμές με ατυχήματα στον Ασπρόπυργο, με φωτιές στην Ελευσίνα δίπλα σε αποθήκες και εγκαταστάσεις φυσικού αερίου της ΔΕΣΦΑ, δεν "ίδρωσε" κανενός το αυτί. Ούτε της κυβέρνησης, ούτε της Περιφέρειας, ούτε των τοπικών αρχών. Το μόνο που έκαναν ήταν να μαζευτούν μια φορά στην Αντιπεριφέρεια Δυτικής Αττικής πριν από δυο μήνες "για τα μάτια του κόσμου" και απλά να διαπιστώσουν το πρόβλημα, χωρίς να αποφασίσουν πραγματικά τίποτα!».
«Αναρωτιόμαστε επίσης», συνέχισε, «πώς γίνεται να αντιμετωπιστεί μια τέτοια κατάσταση όταν ακόμα κι ένα μικρό εργατικό ατύχημα να συμβεί, είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τα Κέντρα Υγείας της περιοχής, λόγω των μεγάλων ελλείψεων σε γιατρούς και σε προσωπικό, ενώ αν δεν εφημερεύει το "Θριάσιο" ξεκινάει το ταξίδι στα εφημερεύοντα νοσοκομεία της Αττικής; Δεν μπορούμε επίσης να μην αναφέρουμε ότι και το Κέντρο Εγκαυμάτων του "Θριασίου", μέσα στη μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή της χώρας, εν μέσω πανδημίας είχε μετατραπεί σε μονάδα μίας νόσου, αφήνοντας τους εργαζόμενους της περιοχής απροστάτευτους από κίνδυνους σαν αυτούς που συζητάμε σήμερα».