Μυθιστόρημα
Πρωταγωνιστής του έργου, ένας νέος αρκετά επιτυχημένος αρχιτέκτονας κι αρκετά μορφωμένος. Επιρρεπής στις καταχρήσεις και στις ουσίες που τον οδηγούν -όπως το είχε επιδιώξει- στην αμνησία, για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Η οποία όμως είναι ίδια με την προηγούμενη, που μανιωδώς θέλει να επαναφέρει στη μνήμη του.
Ο «διεφθαρμένος» νέος έχει, όμως, μια φιλοσοφική, ποιητική διάθεση, για τη ζωή, τους ανθρώπους, τις σχέσεις τους, τη φύση, το περιβάλλον: «Η θέα ήταν ένας τεράστιος πίνακας που κρεμόταν με διάφανα σκοινιά από τον ουρανό. Κάθισαν αρκετή ώρα να χαζεύουν το μπλε που γλίστραγε ανάμεσα στα στέρεα βράχια, για να απλωθεί ως το τέλος της ματιάς τους. Ποιος θα κοίταζε καν τον ξενώνα με τέτοια θέα μπροστά του;». Λυρισμός και χρωστήρας λεπτός. (Ο Ηλίας Κολύβας εξέδωσε και μια ποιητική συλλογή και ασχολείται με τη ζωγραφική. Το εξώφυλλο έχει τη σφραγίδα του).
Αγαπημένη του συντροφιά, ένα ψάρι, που κι αυτό σκέφτεται και κρίνει. Σ' αυτό τον κόσμο, λοιπόν, ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη φαντασίωση, το βύθισμα στην άνοια, μέσα βαθιά στο υποσυνείδητο καιροφυλακτεί η ανάγκη να γλιτώσει από το σκοτισμένο του μυαλό. Να ξαναβρεί, μ' όποιο κόστος, τον αληθινό εαυτό του. Να ξεφύγει από την «πλαστική» ομοιομορφία των ημερών του και ν' αναπνεύσει το δροσερό αεράκι, επιθυμώντας να «... ξημέρωνε ένα καθαρό πρωινό, πλυμένο σ' ένα αόρατο νερό, που τώρα εξατμίζονταν οι τελευταίες του σταγόνες...». Δανειζόμαστε αυτές τις φράσεις του συγγραφέα, γιατί κλείνουν την ουσία του βασικού νοήματος του βιβλίου. (Εκδόσεις «Καστανιώτης»).