Αντιδράσεις έχουν δημιουργήσει οι προκλητικές και ξενοφοβικές δηλώσεις της αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αννας Ζαΐρη, σε τηλεοπτική εκπομπή, σχετικά με το πρόσφατο έγκλημα στα Γλυκά Νερά, όπου επέδωσε την εγκληματικότητα στην «εισροή ξένων πληθυσμών». Σημείωσε χαρακτηριστικά: «...η Ελλάδα είναι μια κοινωνία που είχε πολλών αιώνων παράδοση στον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η έξαρση που παρουσιάζεται τον τελευταίο καιρό, νομίζω ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εισροή πληθυσμών που δεν ασπάζονται τις ίδιες αξίες με τον Ελληνα, δεν έχουν την ίδια εκπαίδευση δηλαδή».
Πρόκειται για μια άκρως ρατσιστική δήλωση, που παρουσιάζει το κοινωνικό φαινόμενο της εγκληματικότητας, απότοκο της σαπισμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, με όρους εθνικότητας.
Είναι χαρακτηριστικό άρθρο στην ιστοσελίδα της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων από την Αικατερίνη Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών και β' αντιπροέδρο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με τίτλο «Εχει η εγκληματικότητα εθνική ταυτότητα;», όπου σημειώνει ανάμεσα σε άλλα:
«Η σύνδεση της εγκληματικότητας με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ή φυλετικά ή εθνικά χαρακτηριστικά, είναι μία προσέγγιση αυθαίρετη, ιδεοληπτική και επικίνδυνη» και συνεχίζει ότι «ακόμα και στατιστικά στοιχεία να διέθετε κάποιος από τα οποία θα προέκυπτε ότι π.χ. η πλειονότητα των δραστών ληστειών το τελευταίο έτος είναι αλλοδαποί, και πάλι αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού η πρώτη σκέψη που ακολουθεί είναι ότι συχνά διαπράττει εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όποιος στερείται τα βασικά για τη διαβίωσή του, φαινόμενο που κατεξοχήν παρατηρείται στους αλλοδαπούς που αδυνατούν να ανεύρουν εργασία, όπως επίσης εξηγείται και το γεγονός - χωρίς προφανώς να δικαιολογείται - ότι όσο διακυβεύεται η δική του επιβίωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κορύφωση της επιθετικότητάς του ή η τάση του να γίνει βίαιος. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά προφανώς δεν συνδέονται με την καταγωγή του δράστη ή την κουλτούρα της χώρας από την οποία προέρχεται, αλλά με τις συνθήκες κοινωνικής του διαβίωσης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα μπορούσε ευχερώς χαρακτηριστεί ξενοφοβική και ακραία».
Επικαλούμενη επίσης η αρθρογράφος το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, που «διαφυλάσσει την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας οποιουδήποτε βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων», καταλήγει: «Η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής υφής. Αυτό δεν είναι ένας ευσεβής πόθος ενός ευνομούμενου κράτους ή ενός πολιτισμένου λαού. Δεν είναι καν θέμα κουλτούρας. Είναι συνταγματική υποχρέωση. Και είναι απολύτως απαγορευτική η παραμικρή σύνδεση του Δικαστή που κρίνει με οποιαδήποτε ιδεοληψία ή προκατάληψη».