Η δόκιμη ποιήτρια από τη Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησε έναν τόμο με ποιήματα που έγραψε από το 1965 έως το 1995, ένας πνευματικός μόχθος 30 χρόνων που μας ταξιδεύει σε δρόμους της ερωτικής Θεσσαλονίκης.
Η Μ. Κ. Α. μιλάει με την πένα της ψυχής. «Την ώρα του εσπερινού/ Στο καφενείο της παραλίας / Ανταλλάσσουμε το ποίημα / Το αίμα».
Η ποιήτρια αγωνίζεται να δει την πόλη της.
«Κάθε μέρα νυχτώνει σ' αυτή την πόλη / Κι εγώ ψάχνω να βρω τα σπίτια / Με τις γκρεμισμένες πόρτες. / Με τα σβησμένα νούμερα / Στους τοίχους». Με ευαισθησία για ό,τι χάνεται, ακόμα και για το νούμερο του σπιτιού που υπάρχει μόνο μέσα μας λέει:
«Είναι πολύ άσπρο το σπίτι / Στην οροφή μια τρύπα εκτυφλωτική / Πάνω στο πρόσωπό σου στάζει ένα φεγγάρι / Κινδυνεύεις από φως και δεν το ξέρεις». Ποίηση αισθαντική, λυρική μιας ολόκληρης ζωής αφιερωμένης στην ομορφιά του χτες, αλλά και στο σήμερα. (Εκδόσεις «Νησίδες»).
Χαιρετίζουμε την ποιητική εμφάνιση του Νίκου Σπανού με τη συλλογή «Ωχρα».
Μέσα στη λαίλαπα των αντιποιητικών φωνών ξεχωρίζει η σεμνότητα και η γνησιότητα του Ν.Σ. Με μια εκ βαθέων διείσδυση, δίνει όμορφα πελεκημένους στίχους, ψάχνοντας για το φως, τον έρωτα, την αλήθεια. Εχει μια αισιοδοξία που τονώνει και τον ίδιο και τον αναγνώστη: «Βγαίνω βόλτα στην πόλη / γεμίζουν τα μάτια μου εικόνες / φορτώνονται τ' αυτιά μου ήχους / τι γρήγορη που απλώνεται η σκληρή εικόνα / τι ευέλικτος ο δήμιος ήχος».
Κι αλλού δακρύζει για έναν σπουδαίο ποιητή: «Μέσα στη μαύρη απελπισία / πάλι ο Καρούζος / έγινε μικρό παιδί / που ζητιανεύει στη μέση του δρόμου / για λίγο ψωμί / για λίγη αγάπη / Οι περαστικοί δε γνωρίζουν τίποτα / για το θάνατο του».
Με λυρικούς τόνους ο Ν.Σ. πετυχαίνει κατά μεγάλο ποσοστό (κι αυτό είναι σημαντικό) την «είσοδό» του στην τέχνη του λόγου. (Εκδόσεις «Ροδακιό»).