Σε πρώτη παρουσίαση «Ο Βότσεκ» στη Λυρική
Ο «Βότσεκ» είναι μία από τις πρώτες εκτενείς όπερες του 20ού αιώνα που γράφτηκαν σε ατονικό ιδίωμα, με χρήση «τραγουδιστής ομιλίας». Θεωρείται ότι άλλαξε τα δεδομένα στην όπερα, καθώς ασχολήθηκε με ένα θέμα το οποίο μέχρι τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί στη σκηνή ενός λυρικού θεάτρου. Είναι ένα από αυτά τα έργα της όπερας που έχουν σύγχρονη αξία και περιεχόμενο.
Ο «Βότσεκ» βασίζεται στον «Βότσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ, έργο το οποίο έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε το 1879, σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Μπεργκ ήταν θεατής σε παράσταση του έργου στη Βιέννη το 1914 και αμέσως αποφάσισε να μετατρέψει το κείμενο σε όπερα. Ουσιαστικά πρόκειται για τέσσερα ημιτελή και μισοσβησμένα χειρόγραφα, με διαφορετικές σειρές σύντομων σκηνών. Ο Μπεργκ επέλεξε δεκαπέντε, τις οργάνωσε σε τρεις πράξεις και συνέγραψε ο ίδιος το λιμπρέτο, διατηρώντας τον βασικό χαρακτήρα του θεατρικού με τις πολλές σκηνές, την απότομη και συχνά βίαιη γλώσσα, τον ακραίο ρεαλισμό. Η σύνθεση της όπερας ξεκίνησε πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε μετά το τέλος του. Η εμπειρία του πολέμου, μέσα από τη θητεία του Μπεργκ στον αυστροουγγρικό στρατό, επηρέασε βαθιά τη σύνθεση του «Βότσεκ».
Η υπόθεση αφορά τη βία που υφίσταται από το περιβάλλον του ένας απλός, καθημερινός στρατιώτης, με συνέπεια η σκέψη του να χάνεται σε δαιδαλώδεις διαδρομές. Οταν ο Βότσεκ συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα του, Μαρί, η μόνη σταθερή αναφορά στη ζωή του, έχει εραστή, την σκοτώνει. Η καθημερινή ζωή των στρατιωτών, η εξευτελιστική εκμετάλλευση του ανίσχυρου οικονομικά και κοινωνικά ανθρώπου, η βία, η σκληρότητα και η εκμετάλλευση παρουσιάζονται στο έργο χωρίς καμία ωραιοποίηση. Είναι χαρακτηριστική η πρώτη σκηνή της όπερας, που ο λοχαγός παρουσιάζεται ως ένας εργοδότης και ο Βότσεκ ως ο υπάλληλός του.