«Δέντρα από το Ρισικές» (μολύβι) |
Ενα παλιό κάρο, σε κάποια γωνιά της μακρινής Ινδίας, τράβηξε την προσοχή του ματιού και οδήγησε το χέρι πάνω στο χοντρό χαρτί της ακουαρέλας... Καρέ - καρέ, το κάθε του κομμάτι ήρθε στο φως. Το συγκεκριμένο σχήμα του χάθηκε, η εικόνα κόπηκε στα δύο, στα τρία στα τέσσερα... ξεδιπλώνοντας μπροστά μας μια «ζωντανή» ιστορία, γεμάτη από τα βάσανα της καθημερινής ζωής. Στο ίδιο πνεύμα και η σειρά με τα λαϊκά μουσικά όργανα. Ηταν η στιγμή που σίγησαν και αφέθηκαν στο πλάι από τους Ινδούς μουσικούς, τις λίγες ώρες ξεκούρασής τους. Ανθρώπινη απουσία, με έντονη όμως τη ζεστασιά και την πνοή όλων εκείνων που τα άγγιξαν. Ολων εκείνων που τα αγάπησαν και μίλησαν με αυτά για τα μικρά και τα μεγάλα.
«Μπορεί να ήσουν μέσα σ' αυτή την εικόνα πολύ πριν τη στήσω εμπρός στα μάτια σου, πολύ πριν την ανταμώσω κι εγώ στο οδοιπορικό μου, σ' ένα άδηλο τότε όπου προϋπήρξαμε καθισμένοι αντίκρυ στον ίδιο χώρο. Τώρα νιώθω σαν ένα αγκίστρι μνήμης να τα φέρνει όλα ξανά στην επιφάνεια» αναφέρει στον κατάλογο ο Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου για την ενότητα της έκθεσης που αφορά στη διαμονή της Ρ. Σαρελάκου στο Νεπάλ. Εργα που ξεχωρίζουν για την ευαισθησία και την εσωτερικότητά τους.
Ενα παιδικό ψάθινο χιλιοτριμμένο καπελάκι έγινε η αφορμή για την αρχή ενός παιχνιδιού. Οπως και στη σειρά με τα μοτίβα από υφαντά, όπου με τις αντιστροφές ή τις επαναλήψεις κάποιων τμημάτων, η εικόνα μεταμορφώνεται και αποκτά μιαν άλλη διάσταση, ποιητική και παιχνιδιάρικη. Σαν ένα μικρό ψηφιδωτό, όπου το ένα τμήμα συμπληρώνει το άλλο, δημιουργώντας ένα νέο σύνολο. Σ' αυτό το ύφος είναι και η σειρά με το βράχο από τη Βολισσό της Χίου. Δεκάδες χρώματα και σχήματα, κάθε φορά που το νερό της θάλασσας έφτανε στην τραχιά του επιφάνεια. Με τη ματιά ενός πουλιού, η Ρ. Σαρελάκου ξεδιπλώνει τις ιστορίες της, ενώ στα έργα που έγιναν στην Πυρσόγιανη τα παιχνίδια με το φως γοητεύουν τη δημιουργό.
«Παράθυρο στην Πυρσόγιανη» |
«Σ' αυτήν την τόσο άχαρη για τα μάτια εποχή, που οι εικόνες αστραπιαία διαδέχονται η μια την άλλη» γράφει ο Γιάννης Χ. Παπαϊωάννου, «πολύ λίγος χρόνος μας δίνεται για να βιώσουμε αυτά που αξιωνόμαστε να δούμε. Την ανάγκη να περάσουμε από την επιφάνεια της εικόνας στο βάθος της, τη λαχτάρα να εξοικειωθούμε με τη μαγεία των απλών πραγμάτων, την κάνει ζωγραφική πράξη η Ρουμπίνα Σαρελάκου μέσα από τη φώτιση του Ανατολικού Δρόμου. Ετσι, ανεξάρτητα από το θέμα που αποτελεί και την παραστατική της αφετηρία, κατορθώνει να υποβάλει - με το δεξιοτεχνικό χειρισμό της ελαφράς ύλης - μιαν ατμόσφαιρα γαλήνιας πνευματικότητας».