Πέμπτη 9 Μάη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου»

Η «Δεξιά Τσέπη του Ράσου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Λαπατά και σενάριο Στέλλας Βασιλαντωνάκη, είναι κινηματογραφική μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Γιάννη Μακριδάκη. Η ταινία δεν σε προϊδεάζει για το περιεχόμενό της, γιατί ακούγοντας τον τίτλο θα περίμενες να είναι γεμάτη εκκλησιαστική διαπλοκή, αντ' αυτού είναι γεμάτη ανθρωπιά. Είναι ένα αλληγορικό σχόλιο επάνω στα σημαντικότερα ερωτήματα της ύπαρξης, τη γέννηση, την αγάπη και τον θάνατο.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μοναστήρι, όπου έχει απομείνει μόνο ένας ιερομόναχος, ο Βικέντιος, τις μέρες του θανάτου του αρχιεπισκόπου, όπου παράλληλα με το «δυσβάσταχτο γεγονός» για το «ποίμνιο», εκείνος βιώνει την απώλεια της μοναδικής του συντροφιάς, της σκυλίτσας του στη γέννα, που όμως αφήνει πίσω της τρία κουτάβια, τα οποία εκείνος προσπαθεί να σώσει με όσα μέσα διαθέτει.

Σε ολόκληρη την ταινία αντιπαραβάλλονται τα παιχνίδια της εκκλησιαστικής ελίτ, αναφορικά με τη διαδοχή του αρχιεπισκόπου, με το προσωπικό δράμα του μοναχού Βικέντιου, που κυριολεκτικά θρηνεί το χαμό της συντροφιάς του και προσπαθεί να ανασυστήσει την κιβωτό του. Θα έλεγε κανείς ότι με μια πρώτη ματιά ο Βικέντιος αδιαφορεί για τα κοινωνικά τεκταινόμενα και είναι αποκομμένος από το κοινωνικό σύνολο. Αντιθέτως, όμως, ο Βικέντιος εκφράζει τον συνειδητοποιημένο άνθρωπο, που δεν εντυπωσιάζεται από τα ψεύτικα μεγαλεία και αναζητά την απλότητα, την αγάπη, τη συντροφικότητα. Εκφράζει τον άνθρωπο που έχει χαράξει τη δική του πορεία, που υπερασπίζεται τις επιλογές του και δεν τις μετανιώνει ούτε κι όταν μένει τελείως μόνος, εκφράζει τον άνθρωπο που αγαπάει και σέβεται τη φύση. Εκφράζει τον άνθρωπο που δεν παραμένει στάσιμος στη σκέψη του, που προβληματίζεται, που συνειδητοποιεί. Δεν αναζητά τη μοναχικότητα, αντιθέτως αναζητά τη συλλογικότητα. Εναντιώνεται στην «κοινωνική κριτική», στην υπάκουη στα κελεύσματα της εξουσίας, που επιβάλλει τα δικά της πιστεύω και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει τη θέση του και να χειραφετηθεί. Ο Βικέντιος δεν επηρεάζεται από τις προτροπές των γύρω του να κάνει αυτό που επιτάσσει η αποκαλούμενη «κοινή λογική», ακολουθεί τον δικό του δρόμο, στέκεται σε αυτό που εκείνος θεωρεί σημαντικό.

Ο Βικέντιος συγκλονίζεται με τον θάνατο, το τέλος της ύπαρξης. Ανασκαλεύει τη μνήμη του, αναπολεί όλες ανεξαιρέτως τις στιγμές της συλλογικής ζωής του, τον μοναχό Συμεών που σεβόταν για τη στάση του στην καθημερινότητα και η εξιστόρηση της ζωής του λειτούργησε καταλυτικά για εκείνον, το σκληρό πρόσωπο του άτεγκτου ηγούμενου που δεν δεχόταν το καινούργιο, για να μη χάσει την πρωτοκαθεδρία. Ακόμα και σε αυτόν εκτιμάει πτυχές του χαρακτήρα του, γιατί όλα έχουν τις αντιφάσεις τους, αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι δεν στέκεται εμβρόντητος μπροστά στην πικρή νομοτέλεια, κρατάει τις εμπειρίες του, τις οριοθετεί και όταν μέσα στις στάχτες του παλιού γεννιέται το καινούργιο, η νέα ζωή, κι εκείνος δίνεται ολόψυχα στην προσπάθεια να το προστατεύσει, να το φροντίσει, να το βοηθήσει να εξελιχθεί.

«Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου» είναι χτισμένη επάνω στην τρυφερότητα και την αγάπη για τη φύση, κι αυτό δεν είναι ξέχωρο από την ιδιότητα που έχει ο Γιάννης Μακριδάκης ως φυσικός καλλιεργητής. Ενα πολύ σημαντικό στοίχημα που έχει να κερδίσει ο κινηματογράφος ο οποίος στηρίζεται στη λογοτεχνία, είναι το κατά πόσο μπορεί να αποδώσει τα νοήματά της, κι εδώ είναι καλύτερο να μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας για αυτό. «Πραγματικά δεν είχα ιδέα πώς μπορεί να αποδοθεί κινηματογραφικά αυτή η ταπεινή ιστορία. Μετά εντυπωσιάστηκα και συγκινήθηκα από την ίδια τη δουλειά».

Ο Γιάννης Λαπατάς, συνεπικουρούμενος από τον Γιάννη Δρακουλαράκο στη φωτογραφία, καταφέρνει να δώσει μέσα από τα γενικά του πλάνα όλη την ομορφιά του απέραντου ορίζοντα, την ατμόσφαιρα του παλιού μοναστηριού, ενώ τα πραγματικά αριστουργηματικά πολύ κοντινά του πλάνα κυριολεκτικά δίνουν έμφαση στο σημαντικό και είναι κέντημα από όλες τις απόψεις. Σκηνοθετικά, φωτογραφικά και υποκριτικά. Η ερμηνεία του Θοδωρή Αντωνιάδη περιγράφεται καλύτερα με τα ίδια του τα λόγια για την ταινία: «Χέρι με χέρι πορευτήκαμε ο Βικέντιος και εγώ. Αλλοτε με ψίθυρο και άλλοτε με κραυγή... Και όλα εκεί! Και όλοι εκεί». Το μέγεθος της ερμηνείας του στο ρόλο του Βικέντιου φαίνεται στα κοντινά των χεριών του.

Η εννιάχρονη πορεία της υλοποίησης της ταινίας δίνει τροφή για σκέψη σε ό,τι αφορά τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή και διανομή, έναν κινηματογράφο που δυστυχώς χωρίς τις θυσίες και το πείσμα των δημιουργών και των υπόλοιπων συντελεστών δεν παράγεται.

Για το τέλος κρατώ την παρακάτω φράση από την ταινία και την αφήνω ανολοκλήρωτη για να δείτε τη συνέχεια επί της οθόνης: Τελικά όταν αγαπάς, πρέπει να αγαπάς τα πράγματα ολόκληρα, πρέπει να αγαπάς και τον θάνατό τους με κάποιο τρόπο...

  • Η ταινία παίζεται στους κινηματογράφους «Διάνα» (Περικλέους 14, Μαρούσι) και «Μικρόκοσμο» (Λ. Συγγρού 106, στάση μετρό «Συγγρού - Φιξ»).

Π. Α.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ