ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 5 Μάη 2011
Σελ. /40
Ο Φασισμός δεν έρχεται απ' το μέλλον ...

Προβάλλεται σε επανέκδοση το ντοκιμαντέρ «Αληθινός Φασισμός», φόρος τιμής στην επέτειο της μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης των λαών στις 9 Μαΐου του 1945. Η αριστουργηματική, αντιπολεμική ταινία του Σοβιετικού Μιχαήλ Ρομ από το 1965, σήμερα εμφανίζεται επίκαιρη όσο ποτέ στο παρελθόν. Με ηφαίστειο που εκρήγνυται μπορεί να συγκριθεί η ισπανική παραγωγή «Η Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης» του Βάσκου Αλεξ δε λα Ιγκλέσια, που βραβεύτηκε με τον «Ασημένιο Λέοντα» Σκηνοθεσίας και Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας, μένεις απλά βουβός μπροστά στον εκρηκτικό παραλογισμό της. Κι ενώ το γνωστό «Μέλι» του Σεμίχ Καπλάνογλου επιστρέφει στην αίθουσα του ΑΣΤΥ, τη βδομάδα αυτή βγαίνουν ακόμα τρεις ταινίες. «Μαχητές των δρόμων: Ληστεία στο Ρίο» σε σκηνοθεσία Τζάστιν Λιν, αμερικάνικο αστυνομικό θρίλερ του 2011, το βρετανικό δραματικό θρίλερ «Ανήλικος Δολοφόνος» του Ρόουαν Τζόφε, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν από το 1939, με την Ελεν Μίρεν, τον Τζον Χαρτ σε βασικούς ρόλους. Προβάλλεται τέλος και το κινέζικο δράμα του 2010 «Chongqing Blues» σε σκηνοθεσία Γουάνγκ Ξιαοσουάι!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΑΛΕΞ ΔΕ ΛΑ ΙΓΚΛΕΣΙΑ
Η τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης

Συναρπαστικά χαώδης ταινία, μεγαλειώδους υπερβολής σε όλα της. Από τη βαθιά μελαγχολία που την τυλίγει ως τη σουρεαλιστική πολιτική αλληγορία μιας μετεμφυλιακής Ισπανίας σαν τσίρκο με ανατριχιαστικούς κεντρικούς χαρακτήρες που οι καταστάσεις τους μετέβαλαν από κανονικούς ανθρώπους σε τέρατα, για να αντεπεξέλθουν στην πραγματικότητα. Ενα κινηματογραφικό πολιτικό σχόλιο για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, από τον εμφύλιο ως το 1973 που ο σκηνοθέτης τοποθετεί τη δράση, δύο χρόνια πριν το θάνατο του Φράνκο.

Στον εμφύλιο, ρεπουμπλικάνοι στρατιώτες εισβάλλουν στο θέατρο και υποχρεώνουν δύο κλόουν να πολεμήσουν μαζί τους, σε μια στιγμή καθοριστικής έκβασης. «Αν δεν είσαι μαζί μας - λένε οι ρεπουμπλικάνοι - είσαι με τους επαναστάτες του Φράνκο». «Δεν είμαι με κανέναν. Εγώ δουλεύω», απαντά ο κλόουν. Ο ένας σκοτώνεται στη μάχη το 1937 κι ο άλλος αργότερα, μετά το 1940, σε έκρηξη που τίναξε φύλακες και φυλακισμένους στον αέρα, όλοι δούλευαν στη διάνοιξη των θεμελίων του Μνημείου της Κοιλάδας των Πεσόντων, που παρήγγειλε ο Φράνκο σαν αρχιτεκτονικό επιστέγασμα της νίκης του στον εμφύλιο. Μαδρίτη 1973. Ο Χαβιέ, γιος του δεύτερου κλόουν, κληρονόμησε το επάγγελμα του πατέρα του και βρίσκει δουλειά σε ένα τσίρκο της Μαδρίτης σαν «λυπημένος» παλιάτσος. Εκεί γνωρίζει τον Τρελό Παλιάτσο Σέρτζιο και ερωτεύεται την Νατάλια, την τελευταία ακροβάτη, αρραβωνιαστικιά του Σέρτζιο. Ετσι ξεκινά η κεντρική ιστορία του θανατερού τριγώνου όπου ο Χαβιέ και ο Σέρτζιο οδηγούνται από έρωτα, από μοναξιά, από ζήλια, οργή και απελπισία σε μια μακάβρια σύγκρουση μέχρι θανάτου για να κερδίσουν την αγάπη της Νατάλια.

Ταινία που ψηλαφίζει την ιστορία με στοιχεία τρόμου που αναδύονται στην επιφάνεια με τη μορφή ανάκλασης σωρευμένων στο υποσυνείδητο απωθημένων. Παίρνει τον τίτλο της από ένα τραγούδι μεγάλου αστέρα, σύμβολου μιας εποχής που μετρά δεκαετίες, όταν η Ισπανία ήταν χωμένη στα σκοτάδια, υποταγμένη και χειραγωγούμενη, μια περίοδος που άφησε στίγμα ανεξίτηλο. Φαίνεται ότι είναι βαθιά χαραγμένος ο πόνος, αλλά και η επιθυμία εκδίκησης μυρίζει στην ατμόσφαιρα, στις διηγήσεις για τον εμφύλιο, για την ήττα και τη σαραντάχρονη δικτατορία. «Θυμάμαι την εποχή εκείνη σαν όνειρο, σαν έναν εφιάλτη που δεν είχε νόημα», λέει για το 1973 ο Βάσκος σκηνοθέτης της ταινίας Αλεξ δε λα Ιγκλέσια, τότε που ήταν οκτώ χρόνων. Κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης της δράσης στο κεντρικό μέρος του φιλμ αποδεικνύεται ανώφελη.

Η εισαγωγή της ταινίας μνημειώδης, εικόνες που πέφτουν με τους τίτλους της αρχής και προμηνύουν, προϊδεάζουν, προετοιμάζουν για γεγονός πρωτόγνωρης εμβέλειας. Εικόνες καταπέλτες, εκπληκτικής ορμής, μονταρισμένες δυναμικά. Το υλικό παρατάσσεται με συνοδεία ήχων που δένουν το συγκεχυμένο όλο σε ενιαίο σύνολο. Εικόνες, στιγμιαίες αναλαμπές, με τη μουσική να επιλέγει το ρυθμό εναλλαγής τους. Σκηνές μυθοπλασίας που ακουμπούν στην Ιστορία, εναλλάσσονται με κινηματογραφημένο ιστορικό αρχειακό υλικό, με παραπομπές σε καλλιτεχνική δημιουργία και τη συλλογική μνήμη. Αναφορές που σημάδεψαν το χρόνο. Οι κυρίαρχες ψυχρές χρωματικές αποχρώσεις, ο συμβολισμός της ωμής βίας, η δυστοπία, τα κοντινά, τα υποκειμενικά πλάνα, η σκηνοθεσία μπροστά στην κάμερα παραπέμπουν σε χρονικό εθνικού απολογισμού: «Υπάρχει τρόπος να γίνεις ευτυχισμένος... να ανατρέψεις τη μοίρα σου... με εκδίκηση», λέει ξεψυχώντας ο κλόουν που πεθαίνει στον εμφύλιο.

Με ζηλευτή αυθαιρεσία και με βασικό γνώμονα το συνειρμικό στοιχείο, η αφήγηση κάνει ατέλειωτα μακροβούτια σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από το τέλος του εμφυλίου ως τις αρχές του '70. Μπαινοβγαίνει σε χώρο και χρόνο, σε κόσμους, σε ταινίες, σε ιστορικά γεγονότα, στους κυβερνητικούς κύκλους, στην εκκλησία, στο μιούζικ χολ, σε μουσικές του juke box, στη βασκική τρομοκρατία, στο τσίρκο, στη σπηλιά που ο Χαβιέ κρύβει τα ζώα του τσίρκου, την ίδια που σκότωσαν τον πατέρα του... και συνθέτει μια μυθοπλασία που αιωρείται μεταξύ ιστορικής πραγματικότητας και φαντασιακής δημιουργίας, σε στιλ πολύχρωμα γκροτέσκο, τόσο, που αγγίζει επίπεδα σουρεαλιστικά που κανείς δε θα μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του, χωρίς να αφήνει στιγμή ανάπαυλας στις αισθήσεις. Οι ρόλοι όλοι, καλοί, κακοί, θύματα και θύτες, καταδιώκουν ο ένας τον άλλο με συνεχείς μετατοπίσεις. Τα μόνα σταθερά σημεία αναφοράς μέσα στον ιστορικό χρόνο είναι κάποιοι χώροι. Οργανικό στοιχείο της αφήγησης - που θα μπορούσε να μοιάζει με γραμμική - οι έμμεσες, πυκνές απομνημονεύσεις και αναφορές σε στοιχεία, θέματα σκηνές cult και ατμόσφαιρα που παραπέμπουν στο σινεμά που έχει προηγηθεί, σε ταινίες, ρόλους και σκηνοθέτες αγκωνάρια της τέχνης του κινηματογράφου. Συνοπτικά, διαβάζει κανείς τον Φελίνι στη σιωπή και το φωτισμό που περιβάλλει τον κλόουν της αρχής, η Νατάλια θυμίζει την ακροβάτη του Βέντερς, η λυσσαλέα πάλη στους βράχους του τεράστιου μνημείου, λίγο πριν το τέλος, θυμίζει το «North by Northwest» του Χίτσκοκ. Στην πρωτοκαθεδρία φυσικά ο δικός τους Μπουνιουέλ, με αναφορές, φόρο τιμής, που τέμνουν την παραγωγή του από το σουρεαλιστικό μεσοπολεμικό του ξεκίνημα μέχρι την τελευταία περίοδο. Η ιστορία της πτώσης του φρανκισμού μοιάζει να λειώνει μέσα στην ιστορία των προσώπων.

Μια αφοπλιστική - για τον εντυπωσιακά χειμαρρώδη λόγο της - τρέλα... Ξεκινάει αρχικά γι' αλλού, προϊδεάζει για άλλου «είδους» φιλμ. Το ίδιο το υλικό της ταινίας, όμως, την πετάει αλλού... για να επιστρέψει στον εαυτό της στο μεγαλειώδες φινάλε και να περιμαζέψει τα ξεδιπλωμένα νήματα της αφήγησης στην Καθολική Βασιλική, τη χτισμένη σε μετεμφυλιακή αρχιτεκτονική στην Κοιλάδα των Πεσόντων, νοτιοδυτικά της Μαδρίτης, κοντά στο Ελ Εσκοριάλ. Ενας τεράστιος Αγιος Σταυρός ελέγχει το μνημείο από ψηλά και μνημονεύει τους δεσμούς του φασιστικού καθεστώτος με την Εκκλησία. Παρότι στο μνημείο εθνικής συμφιλίωσης, που παρήγγειλε ο Φράνκο και άρχισε να οικοδομείται το 1940, έχουν ταφεί φαλαγγίτες και ρεπουμπλικάνοι η επιγραφή «Επεσαν για τον Θεό και την Ισπανία» διευκρινίζει απολύτως τον εθνικιστικό του χαρακτήρα.

Παίζουν: Κάρλος Αρέθε, Αντόνιο δε λα Τόρε, Καρολίνα Μπανγκ, Σαντιάγκο Σεγκούρα, Ρομπέρτο Αλάμο, κ.ά.

Παραγωγή: Ισπανία, Γαλλία (2010).


ΦΑΜΠΙΕΝ ΜΠΕΡΤΟ
Ατίθαση Λίλι

Δραματική κομεντί η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Φαμπιέν Μπερτό, που μεταφέρει στον κινηματογράφο το ομότιτλο μυθιστόρημά της «Pieds nussur leslimaces» και πραγματεύεται βασικά - χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία - το θέμα της υποκειμενικότητας της έννοιας του φυσιολογικού. Η Μπερτό στήνει ένα ολόκληρο σύμπαν, φανταστικό, μαγικό και ποιητικό, όπου στεγάζει την Λιλί, την αυτιστική (;) τριαντάχρονη ηρωίδα, με συμπεριφορά εξάχρονης και, συνήθως, εκνευριστικά παιδαριώδη αφέλεια και το αντιπαραθέτει με τον γκρίζο κόσμο του αυστηρά καλουπωμένου αστικού παρισινού περιβάλλοντος.

Πρόκειται για αντιπαράθεση μεταξύ «μη φυσιολογικού» και «φυσιολογικού», μεταξύ «χίπικων αντιλήψεων» και «παρισινής μπουρζουαζίας», μεταξύ «ελευθερίας» και «ασυδοσίας» ή λίγο απ' όλα; Η ταινία ανοίγει με τον ξαφνικό θάνατο και την κηδεία της μητέρας των δύο αδελφών, της πρωτότοκης Κλάρα και της μικρότερης Λιλί. Η Κλάρα, ψυχρή, υπάκουη και απόμακρη, έκανε αυτό που ήθελαν οι γονείς της. Σπούδασε Νομική, παντρεύτηκε έναν νέο δικηγόρο με τον οποίο εργάζεται στο ίδιο γραφείο και ζει στο Παρίσι μέσα σε ένα προστατευτικό, αστικό περιβάλλον. Η «ιδιαίτερη» Λιλί έμεινε στην εξοχή, στο μεγάλο πατρικό σπίτι με την μητέρα της που τώρα έφυγε από τη ζωή. Ενστικτώδης, ασυμβίβαστη και απόλυτα ελεύθερη ζει αρμονικά μέσα στη φύση. Ζει με τα δέντρα και τα ζώα κι ό,τι άλλο αποτελεί στοιχείο του σύμπαντός της, που απεικονίζεται στον εσωτερικό και τον εξωτερικό χώρο της αυτοσχέδιας καλύβας, του «γραφείου» της όπως είναι σε όλους γνωστό, εικόνα που επιτείνει τη γενίκευση της μυθολογίας της δημιουργικής, καλλιτεχνικής φαντασίας που περιβάλλει τα «διαφορετικά» άτομα.

Ο θάνατος της μητέρας φέρνει, θέλοντας και μη, κοντά τις δυο αδελφές και οδηγεί σε νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται βασανιστικά και μέσα σε κατάσταση πένθους. Η Κλάρα υποχρεωμένη από τα γεγονότα αναλαμβάνει προσωρινά την ευθύνη της «διαφορετικής» Λιλί, επωμίζεται και το ρόλο της μητέρας και βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο ασίγαστα μέτωπα που δεν αναγνωρίζουν τον αγώνα της για μια μορφή συμβιβαστικής συνύπαρξης των δυο. Το κανονιστικό σύστημα του αυστηρά αστικού της περιβάλλοντος και την άρνηση της «τρελής» Λιλί να υποταχθεί σε αυτό.

Οι χαρακτήρες που εξελίσσονταν σαν προδιαγεγραμμένα σχήματα στη χωρίς αιχμές και ιδιαιτερότητες αφήγηση μέχρι τη στιγμιαία φαντασίωση της Κλάρα, ότι πνίγει την αδελφή της στην μπανιέρα, ως το σημείο κορύφωσης της ιστορίας, ανατρέπονται και αντικαθίστανται από άλλα αντίστοιχα. Η φαντασίωση ταρακουνά την Κλάρα, που, παίρνοντας πια τη διαφορετικότητα ως δεδομένη, ξεκινά με αφετηρία το σεβασμό, τη διαδικασία αποδοχής αυτής της διαφορετικότητας. Ενώ μέχρι τώρα πάσχιζε να αλλάξει την Λιλί, τώρα στρέφεται στην αποδόμηση της δικής της θεώρησης των πραγμάτων. Ο σουρεαλιστικός προσηλυτισμός της στο σύστημα ανέμελων αξιών που εκφράζεται μέσα από τη μικρή της αδελφή, η πλήρωση υπαρξιακών κενών την ωθούν στην (ξανά)-ανακάλυψη της ευτυχίας μέσα από το αισιόδοξο φως του αυθόρμητου, του «αυθεντικού», του φυσικού ...

Παίζουν: Λουντιβίν Σανιέ, Ντιάν Κρούγκερ, Ντενί Μενοσέ, Ζακ Σπισέρ, Μπριζίτ Κατιγιόν, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2010).


ΜΙΧΑΗΛ ΡΟΜ
Ο αληθινός φασισμός

Τα μάτια των αποστεωμένων ανθρώπινων πορτρέτων που απεικονίζονται στις φωτογραφίες των αρχείων των ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου κοιτούν τους ζωντανούς επίμονα και διαπεραστικά. Τους ζωντανούς που συνεχίζουν να μη διδάσκονται από το παρελθόν και έτσι ο φόβος να το ξαναζήσουν, μέρα με την μέρα, αυξάνει. Γιατί «ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον... οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν... πάλι θε ν' απλώσει σα χολέρα πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου και δίπλα σου θα φθάσει κάποια μέρα αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου». Η δημοφιλέστερη των αντιπολεμικών ταινιών - τρομαχτικά επίκαιρη σήμερα που επιχειρείται να «δεθεί όλη η χώρα με αμοιβαία ευθύνη» όπως στους καιρούς που αναφέρεται το φιλμ - κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στους ανθρώπους που θεωρούν δικαίωμα και καθήκον τους να σκέφτονται και να εκλογικεύουν.

Ο Σοβιετικός σκηνοθέτης Μιχαήλ Ρομ (1901 - 1971) υπήρξε από τους καθοριστικότερης επιρροής δασκάλους του Κρατικού Ινστιτούτου Κινηματογραφίας της ΕΣΣΔ. Η εικόνα της εξαίρετου μεγέθους προσωπικότητας του δασκάλου, που δεν κατέχει μόνο τη γνώση αλλά και κινηματογραφικές μεθόδους μετάδοσής της σφραγίζει απτά την αψεγάδιαστη σύνθεση τελειότητας και γλαφυρού ύφους ντοκιμαντέρ για τον καθημερινό φασισμό.


Με οπτική κοινωνιολογική και ψυχολογική προσεγγίζει ο σκηνοθέτης το πρωτογενές κινηματογραφημένο, ιστορικό υλικό του και συνθέτει ένα φιλμικό δοκίμιο βασισμένο στο διαλεκτικό υλισμό για τον ορατό, κυρίως όμως τον αόρατο φασισμό που ελλοχεύει στη γωνιά και τρυπώνει ύπουλα όπου βρει χαραμάδα. Η κινηματογραφημένη τεκμηρίωση προέρχεται από τα πολεμικά αρχεία της ΕΣΣΔ, της Πολωνίας και της Γερμανίας. Από τα απόρρητα αρχεία του χιτλερικού υπουργείου προπαγάνδας το κεφάλαιο που αναφέρεται στην επεξεργασία και το δέσιμο του «Ο Αγώνας μου» ώστε να αντέξει χίλια χρόνια, όσα και το Ράιχ. «Κρίμα που οι άνθρωποι δεν το διάβασαν προσεκτικά», σχολιάζει ο Ρομ, «θα μπορούσε το κακό να αποφευχθεί». Κομμάτια από το ναζιστικό φιλμ του 1942, προπαγάνδα υπέρ των φυλετικών νόμων «Ο αιώνιος Εβραίος», ντοκουμέντο σπάνιο από το γκέτο της Βαρσοβίας, προσπάθεια διαχωρισμού και κάθαρσης της έννοιας άνθρωπος από την κατηγορία Εβραίος, καθώς και αποσπάσματα από το απόσταγμα φασιστικής αισθητικής φιλμ της Ρίφενσταλ, «Θρίαμβος της Θέλησης», του 1934. Με κύριο εργαλείο το μοντάζ και τον δηκτικό σχολιασμό, ο Ρομ δομεί την ταινία σε κεφάλαια, σε θεματικές ενότητες, ανοίγει αφηγηματικούς κύκλους, τους συνδέει μεταξύ τους, αναλύει και συνθέτει, χωρίς η ευρηματική του αφήγηση να βρεθεί, ούτε στιγμή, εκτός θέματος, να πλαδαρέψει, να χάσει από το ενδιαφέρον της ή να αφήνει αναπάντητα κενά και χάσματα. Ο φασισμός και η σχέση του με το μονοπωλιακό κεφάλαιο που τον γεννά. Τα προμηνύματα της έκρηξης νέων αρπαχτικών πολέμων και υποδούλωσης λαών, για την κατάκτηση αγορών και την παγκόσμια κυριαρχία. Τα «εργαλεία» του φασισμού για να εξαπατά τις μάζες, το «νέο» που φέρνει, «νέο» κόμμα, «νέες» στολές, «νέα» τάγματα... Η κοινωνία σαν θέατρο και οι μάζες που δεν έχουν διδαχθεί να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο. «Ο φασισμός παρέσυρε τις μάζες γιατί κατόρθωσε να μπει στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου από την πλάγια πόρτα του συναισθηματισμού, παραλύοντας προηγουμένως τέλεια την λογική. Ολόκληρη η ταινία του Ρομ στρέφεται γύρω από αυτόν τον άξονα», έγραψε για την ταινία ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Και η αισθητική του φασισμού, σημαντική διάσταση της πολιτικής του πρακτικής με τη συνεπικουρία της τέχνης του, σε ρόλο φορέα ηθικών αξιών σε ένα προσαρμοσμένο σύστημα αισθητικών συμβόλων. Ο εθνικοσοσιαλισμός του Χίτλερ, ο φασισμός, εγκαθιδρύθηκε από το γερμανικό χρηματιστικό κεφάλαιο όταν οι κυβερνήσεις του, απειλούμενες από μια σοσιαλιστική επανάσταση, δεν ήταν πια σε θέση να κυβερνούν και να διατηρούν την εξουσία τους με τα συνηθισμένα «δημοκρατικά» μέσα. Οταν οι αυξανόμενες απαιτήσεις των λαϊκών μαζών για δικαιώματα και ελευθερίες δεν μπορούσαν πια να ανασταλούν παρά με την ανοιχτή βία και την τρομοκρατία. Μη χάσετε την ταινία, μάθημα ιστορίας ύψιστης αισθητικής αξίας με σημερινό αντίκρισμα, για να κατανοήσουμε τους δικούς μας καιρούς. «Τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον. Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον»!

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1965).


ΦΙΛ ΤΡΕΪΛ
Chalet girl

Οικονομικοί λόγοι αναγκάζουν την 19χρονη Βρετανίδα Κιμ Μάθιους να πιάσει δουλειά σε σαλέ αυστριακού χιονοδρομικού κέντρου για πλούσιους καταναλωτές χειμερινών σπορ. Η ίδια, ξαναθυμάται, στις ελκυστικές κάτασπρες πλαγιές, το skateboard, σπορ στο οποίο επιδεικνύει εξαιρετικές επιδόσεις, διακρίνεται και φθάνει μάλιστα να κατακτήσει το πρώτο βραβείο στους αγώνες του χειμερινού θέρετρου. Στο σαλέ γνωρίζει τον γαλάζιο πρίγκιπα που θα γίνει δικός της, μόνο μετά από παρέλαση όλων των δομικών στερεότυπων και κλισέ που είθισται να στηρίζουν τις του συρμού και ευρείας κατανάλωσης ρομαντικές ιστορίες αγάπης: φτωχό, πλην όμορφο και ειλικρινές κορίτσι / πλούσιο, πλην γοητευτικό και αφοπλιστικής εντιμότητας , αγόρι, που παλεύει με τον εαυτό του και μύριους όσους «εχθρούς», αλλά στο τέλος νικά ο έρως. Νεανική ταινία χωρίς οποιοδήποτε ίχνος έκπληξης, που στοχεύει στις τσέπες και τη συνείδηση ενός νεαρού κοινού που οραματίζεται μια ζωή συναρπαστική όπως η τζούφια παραγωγή της βαριάς βιομηχανίας των ονείρων.

Παίζουν: Φελίσιτι Τζόουνς, Εντ Γουέστγουικ, Σοφία Μπους, Μπρουκ Σιλντς, Ταμσίν Ιγκερτον, Μπιλ Νάι, κ.ά.

Παραγωγή: Βρετανία, Γερμανία, Αυστρία (2011).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ