ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2011
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
Από «φρούρια γνώσης» ... «μαγαζιά»

Συνοπτική «προϊστορία» των απειλών ενάντια στο δημόσιο χαρακτήρα των κρατικών μουσείων

Εργαστήρια συντήρησης του Βυζαντινού Μουσείου Αθήνας
Εργαστήρια συντήρησης του Βυζαντινού Μουσείου Αθήνας
«Ενα μουσείο είναι μη κερδοσκοπικό, μόνιμο όργανο στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτό στο κοινό, που αποκτά, συντηρεί, ερευνά, επικοινωνεί και εκθέτει την απτή και άυλη κληρονομιά της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντός της, με σκοπό την εκπαίδευση, τη μελέτη και την ψυχαγωγία» (ICOM, Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων).

Οταν τον περασμένο Ιούλιο ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων οργάνωσε συνέντευξη Τύπου, στον όμορφο κήπο του Επιγραφικού Μουσείου επί της οδού Τοσίτσα, με τίτλο «Τα δημόσια Μουσεία στην κρίση: ο πολιτισμός ως κοινωνικό αγαθό και όχι ως προϊόν» κάποιοι αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο έγινε η συνέντευξη. Απειλούνται τα δημόσια μουσεία; Και από ποιον; Τρελάθηκαν οι αρχαιολόγοι και θέτουν ζήτημα εκεί που δεν υπάρχει;

Στην πραγματικότητα, ο δημόσιος χαρακτήρας των μουσείων ουδέποτε έπαψε να απειλείται, αφού ουδέποτε έπαψε να απειλείται, στον καπιταλισμό, ο δημόσιος χαρακτήρας των πάντων. Ο βαθμός και ο τρόπος της απειλής είναι διαφορετικά κάθε φορά, ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με το βαθμό επαγρύπνησης του λαϊκού παράγοντα.

Σε περιόδους κρίσης του συστήματος κάθε πρόσχημα με στόχο τη «διαιώνιση» της ταξικής εκμετάλλευσης καταρρέει καταρχήν στην οικονομική βάση της κοινωνίας: Στην παραγωγή, εκεί που δημιουργείται ο πλούτος από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας για να ιδιοποιηθεί στη συνέχεια από μιαν ελάχιστη μειοψηφία της. Από τη στιγμή που η κρίση χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο - που τη δημιούργησε - για τσάκισμα των εργασιακών σχέσεων υπέρ του, για υποτίμηση - μέχρι «πάτου» - της αξίας της εργατικής δύναμης, για «άλωση» των ασφαλιστικών και άλλων δικαιωμάτων, θα ήταν τουλάχιστον αφελές, αν όχι ύποπτο, να θεωρηθεί το εποικοδόμημα της κοινωνίας, στο οποίο ανήκει η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, άρα και τα μουσεία, ως μία «κάψουλα» στο εσωτερικό της οποίας επικρατεί «ηρεμία» που δε διαταράσσεται από την κοινωνική «καταιγίδα» γύρω της.

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Τα παραπάνω θα ίσχυαν ακόμη κι αν δεν υπήρχε κανένα προηγούμενο γύρω από το ζήτημα του χαρακτήρα των μουσείων και της διαχείρισης των μουσειακών συλλογών. Ομως, υπάρχει. Η συζήτηση αυτή κρατάει δεκαετίες και ενίοτε παίρνει τα χαρακτηριστικά διαπάλης, αφού ουσιαστικά συγκρούονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες: 1) Αυτή που θεωρεί την πολιτιστική κληρονομιά ως λαϊκή περιουσία, αναπαλλοτρίωτη, συντηρούμενη και διαχειριζόμενη με όρους πραγματικά και ουσιαστικά δημοσίου συμφέροντος, χωρίς κανένα ιδιωτικοοικονομικό ή άλλο αγοραίο κριτήριο, στο όνομα των σημερινών και των μελλοντικών γενεών και των αναγκών του λαού να γνωρίσει την ιστορία του χωρίς αποκλεισμούς και ιδεολογική χειραγώγηση. 2) Αυτή που θεωρεί την πολιτιστική κληρονομιά εμπόρευμα με σκοπό το κέρδος του ιδιώτη.

«Επιχειρηματική δραστηριότητα» ο πολιτισμός

Σε επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικού πλαισίου, η «έναρξη» της αγοραίας επίθεσης στην πολιτιστική κληρονομιά εντοπίζεται στα «σπάργανα» της μετάλλαξης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου με τη μορφή της ΕΕ, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το αγοραίο περιεχόμενο αυτής της επίθεσης «ομολογείται» ουσιαστικά από τους εκπροσώπους των αστικών κυβερνήσεων. «Ερμηνεύοντας» το άρθρο 151 της Συνθήκης για τον Πολιτισμό, ο Ε. Βενιζέλος ως υπουργός Πολιτισμού το 2003 (σσ. στην ομιλία του στο σεμινάριο με θέμα «Αξιοποίηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας» που διοργάνωσε το ΥΠΠΟ στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ) έλεγε: «(...) Μιλώντας για την αξιοποίηση και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας είναι φαντάζομαι προφανές και αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να έχουμε ανάδειξη (...) αν δεν την συνδέσουμε με το γενικότερο πρόβλημα της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου, που είναι μία πολύ σημαντική οικονομική δραστηριότητα στους κόλπους της ΕΕ εάν δεν συνδέσουμε τα αιτήματα αυτά με την τουριστική πολιτική. Εάν δε συνδέσουμε τα αιτήματα αυτά με πολύ σημαντικούς κλάδους πολιτισμικής και οπτικοακουστικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης και της λειτουργίας των μουσείων και της λειτουργίας του μεγάλου γενικότερου χώρου των εκθέσεων και των άλλων συγγενών δραστηριοτήτων που έχουν πάρα πολύ μεγάλο επιστημονικό, πολιτιστικό, ιδεολογικό, αλλά ταυτόχρονα - δευτερευόντως βεβαίως - και πολύ μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον (...) Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα (...) έχει τεράστια σημασία εάν θέλουμε να ελέγξουμε τις δυνατότητες της ενιαίας αγοράς, να λειτουργεί πραγματικά και όχι εικονικά και στον τομέα του πολιτισμού και του οπτικοακουστικού. Οι τομείς αυτοί είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι όχι μόνο ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά και είναι και πολύ ενδιαφέροντες οικονομικά και αναπτυξιακά γιατί περιλαμβάνουν νέα κοιτάσματα απασχόλησης, νέες ευκαιρίες επενδύσεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας (...)».

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας
Αυτή η εξόφθαλμη παραδοχή της πρόσληψης του πολιτισμού σαν πεδίο επιχειρηματικής κερδοφορίας έκανε ακόμη και τον Ζακ Περό, τότε πρόεδρο του ICOM, να παρατηρήσει πως ο «πιο ριζοσπαστικός οικονομικός φιλελευθερισμός μπορεί να προκαλέσει κινδύνους» στη διαχείριση των μουσείων, αναφέροντας την εμπορευματοποίησή τους και κάλεσε τις κυβερνήσεις να προστατεύσουν και να αναδείξουν την πολιτιστική κληρονομιά, έτσι ώστε τα μουσεία να μην αναγκαστούν να λειτουργούν με εμπορική λογική. Πρόσθεσε ότι η «παγκοσμιοποίηση» δημιούργησε νέα και μεγέθυνε παλαιότερα προβλήματα της πολιτιστικής κληρονομιάς με κυριότερο τη δημιουργία μιας τάσης «σε ενιαίο τρόπο σκέψης και ενιαίο πολιτιστικό μοντέλο», που, με τη σειρά της, τείνει στη «χειραγώγηση» της διαφορετικότητας.

Η ΕΕ είχε ήδη «υιοθετήσει» τη «Στρατηγική της Λισαβόνας» (ΣτΛ) για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μέσω της εξαθλίωσης των λαών της Ευρώπης. Στη ΣτΛ ο πολιτισμός έχει την «τιμητική» του, αφού η ΕΕ διαπίστωνε ότι οι συνολικές πωλήσεις στον τομέα του πολιτισμού (2003) ήταν 654 δισεκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από την αυτοκινητοβιομηχανία. Ο πολιτιστικός τομέας συνέβαλε στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ κατά 2,6%, παραπάνω από τα τρόφιμα και ποτά και τον καπνό. Ο ρυθμός ανάπτυξης του πολιτιστικού τομέα έφτασε το 19,7% την περίοδο 1999 - 2003, ξεπερνώντας κατά 12,3% την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο πολιτισμός άρχισε και τυπικά να αντιμετωπίζεται σαν ένας ακόμη οικονομικός κλάδος και να υποτάσσεται πλήρως στις προτεραιότητες της ΣτΛ, όπως: Η «ενεργότερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα» στην «ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης και της παραγωγής καινοτομίας», η «προώθηση της επιχειρηματικότητας, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», η διαδικασία «οικονομικής ολοκλήρωσης των αγορών», η «ανάπτυξη και βελτίωση των τουριστικών επενδύσεων και υπηρεσιών» και η «ανάπτυξη και αξιοποίηση των πολιτιστικών επενδύσεων».

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης:Εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Παίζουμε ανασκαφή»
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης:Εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Παίζουμε ανασκαφή»
Τουρισμός και πολιτισμός άρχισαν να εκλαμβάνονται ως «κοινοί» κλάδοι ήδη από τις αρχές λοιπόν της προηγούμενης 10ετίας και η δημιουργία κοινού υπουργείου από τη σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά το «κερασάκι» στην «τούρτα».

Μουσειακές ...δεξιώσεις

Από το 2005 που σηκώθηκε «τσουνάμι» παραχωρήσεων αρχαιολογικών χώρων σε ιδιώτες για εμπορευματική χρήση, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σημείωνε ότι «τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα Μουσεία δεν αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης με αποκλειστικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους, αλλά παιδευτικά αγαθά και μάρτυρες της εθνικής ιστορίας αλλά και της ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού (...) και ίσως δεν είναι μακριά ο χρόνος που το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο θα απασχολείται με αίτημα παραχωρήσεως του Παρθενώνα για κοκτέιλ ή της αίθουσας του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για διαφήμιση εσωρούχων».

Ελάχιστους μήνες μετά την παραπάνω ανακοίνωση, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) ενέκρινε την παραχώρηση του προθαλάμου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε μια πολυεθνική για να ...«δεξιωθεί» 70 διευθυντικά στελέχη της. Στην ίδια συνεδρίαση, το ΚΑΣ αποδέχτηκε το αίτημα εταιρείας οπτικοακουστικής παραγωγής να χρησιμοποιήσει την οροφή του Ηλίου Μέλαθρον που στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο στην Πανεπιστημίου, για να τοποθετήσει προβολείς που θα προβάλλουν... «γιορτινά θέματα» στο απέναντι κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, όπου στεγάζεται σήμερα το εμπορικό κέντρο «Αττικα».

Τα παραπάνω γίνονταν στο «φόντο» του τότε νομοσχεδίου για το νέο Οργανισμό του ΥΠΠΟ, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε και τη μετατροπή 10 μεγάλων μουσείων της χώρας σε νομικά πρόσωπα, αποκομμένα από την αρχαιολογική υπηρεσία, με στόχο την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία τους. «Θα αποκτήσουν επιπλέον ευελιξία και αυτονομία, ενώ θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν επιπλέον χρηματοδότηση μέσω χορηγιών» έλεγε τότε το ΥΠΠΟ.

Το 2006 η κυβέρνηση της ΝΔ στηρίχτηκε στη νομοθεσία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση του Συμβουλίου Μουσείων (άρθρο 51 του αρχαιολογικού νόμου 3028/2002) με πρόβλεψη 15 μέλη (υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΠΟ, ένα μέλος της ΚΕΔΚΕ και ένα του ICOM, Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) και 2 ακόμη μέλη «με επιστημονική ειδίκευση ή επαγγελματική εμπειρία σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας μουσείων». Δηλαδή «μάνατζερ». Η ΝΔ «έπιασε» το «μήνυμα» και με υπουργική απόφαση διόρισε σαν μέλη του Συμβουλίου Μουσείων εκπροσώπους του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς. Ετσι, στο ανώτατο κρατικό όργανο για την κρατική μουσειακή πολιτική, διορίστηκαν εκπρόσωποι πολιτιστικών οργανισμών του κεφαλαίου.

Το 2007, στη Βιέννη, πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες της 21ης γενικής συνόδου του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM: ιδρύθηκε το 1946 από αρχαιολόγους, ιστορικούς της τέχνης, μουσειολόγους, συντηρητές κ.ά. σαν αντικειμενική ανάγκη μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τέθηκε υπό την υποστήριξη της ΟΥΝΕΣΚΟ) με τη συμμετοχή 2.300 συνέδρων από 90 χώρες και με θέμα «Μουσεία και παγκόσμια κληρονομιά».

Στο επίσημο σκεπτικό της συνόδου σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, ότι «ο ρόλος των μουσείων μέσα στην κοινωνία αλλάζει πλήρως και γρήγορα» και είναι «όλο και περισσότερο εκτεθειμένος στα αριθμητικά και οικονομικά κριτήρια», με αποτέλεσμα τα μουσεία να απειλούνται από «χαλάρωμα» του ενδιαφέροντός τους στις συλλογές τους, οι οποίες όμως «παραμένουν ακόμα η βάση, ο πυρήνας» και η αξία τους. «Τα μουσεία είναι φρούρια της γνώσης και της τεχνογνωσίας. Αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα των συλλογών τους όχι για τη νομισματική αξία τους, αλλά για να τα εξηγήσουν και να τα χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν τη γνώση για τα ανθρώπινα και πολιτιστικά επιτεύγματα των προηγούμενων γενιών ("κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας") και για να τα καταστήσουν προσιτά στο κοινό». Ετσι, «η ποσοτικοποίηση της εργασίας και της "παραγωγής" των μουσείων και η εστίαση μόνο στα αριθμητικά κριτήρια είναι παραπλανητικές. Η ποσότητα δεν είναι απαραιτήτως καλή, η επέκταση είναι όχι πάντα σοφή».

Εσκεμμένη η απαξίωση των δημόσιων μουσείων

Αν και η γλώσσα του ICOM είναι ευλόγως «κομψή» (άλλωστε στο πλαίσιο ενός οργανισμού που ελέγχεται από τον ιμπεριαλισμό λειτουργεί) ωστόσο αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη της παγκόσμιας πλέον τάσης πρόσληψης των μουσείων σαν «μαγαζιών».

Αυτή η τάση εκφράστηκε με «μνημειώδη» τρόπο το 2008 από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Μ. Λιάπη, κατά τη διαπάλη σχετικά με το νομικό καθεστώς του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Το οποίο, ως ΝΠΔΔ, αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, στο όνομα, πάντα, της «ευελιξίας», καθιστώντας το «μπούσουλα» και για τα υπόλοιπα μουσεία: «(...) το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης δε θα έχει την τύχη ορισμένων περιφερειακών μουσείων που ξεφυτρώνουν μόνο και μόνο για να μαραζώσουν. Κι αυτό γιατί στερούνται ενός σύγχρονου και ευέλικτου μοντέλου διοίκησης. Στερούνται μιας απλής λογικής, που λέει ότι η επένδυση πρέπει να προκαλεί και σχετικό όφελος. Να αποσβαίνονται τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων (...) Να υπάρχει μια ισόρροπη σχέση μεταξύ κόστους - οφέλους. Οικονομικό κόστος με ανταπόδοση σε πολιτιστικό και κοινωνικό όφελος»!

Και σήμερα οι αρχαιολόγοι δηλώνουν το προφανές: Οτι το δημόσιο μουσείο δεν είναι ταμειακή μηχανή. Οτι «δεν είναι απλώς η υποχρηματοδότηση, η έλλειψη στελέχωσης, η μείωση των μισθών μας, η χειροτέρευση των όρων εργασίας. Είναι πολύ περισσότερο η αντίληψη ότι στο όνομα της κρίσης όλα πρέπει να υποταχθούν στη λογική της εκποίησης, όλα πρέπει να μετρώνται με την αγοραία αντίληψη του "πόσο πιάνει;", ακόμη και η πολιτιστική κληρονομιά»! Οτι «για να μπορέσει το δημόσιο Μουσείο να ανταποκριθεί σε όλους τους παραπάνω στόχους και στον πολυσύνθετο παιδευτικό του ρόλο, χρειάζεται να είναι δημόσιο ίδρυμα και δημόσια υπηρεσία». Οτι «η κατάργηση των δωρεάν εισιτηρίων σε πολλά ιδιωτικά Μουσεία, το κλείσιμο των εκπαιδευτικών τους προγραμμάτων (παρά το αντίτιμο που καλούνται να πληρώσουν οι μαθητές), οι απολύσεις προσωπικού (παρά την προβολή και τη στήριξη από τις επιχορηγήσεις του ΥΠΠΟΤ), αποδεικνύουν αυτό που στο εξωτερικό είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες: Οτι, δηλαδή, κανένα Μουσείο στον κόσμο - ακόμη και τα πιο προβεβλημένα - δεν μπορεί να "βγάλει τα έξοδά του" από τα έσοδα των εισιτηρίων και του πωλητηρίου, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, της επικοινωνιακής του πολιτικής, ή της εφευρετικότητας των επικεφαλής του. Γι' αυτό και είναι τουλάχιστον άτοπο να επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το επιχείρημα της μετατροπής των μουσείων σε νομικά πρόσωπα (...) Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που πολλά δημοφιλή ιδιωτικά Μουσεία επιζητούν τη στήριξη από το υπουργείο Πολιτισμού για να μην καταρρεύσουν».

Και ότι: «Η απαξίωση των δημόσιων Μουσείων της χώρας δεν είναι τυχαία, ούτε εξαρτάται μόνο από την "έλλειψη κονδυλίων" σε περίοδο κρίσης, όπως παρουσιάζεται. Πρόκειται για συνειδητές επιλογές, που σχετίζονται με την σταδιακή προσπάθεια τα δημόσια Μουσεία να απαξιωθούν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να περάσει πιο εύκολα η μετατροπή τους σε νομικά πρόσωπα, η ιδιωτικοποίηση κάποιων λειτουργιών τους, ακόμη και η απόλυση εργαζομένων από αυτά».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ