ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»
Η «οδύσσεια» της φιλμικής μνήμης

Το μοναδικό, στην Ελλάδα, ίδρυμα διάσωσης και προβολής της κινηματογραφικής μας κληρονομιάς συμπλήρωσε πενήντα χρόνια δράσης και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία, παρά τα προβλήματα

Η Ταινιοθήκη «συμβιώνει» αναγκαστικά με το ιδιωτικό καφενείο που έχει «καταλάβει» την αυλή της
Η Ταινιοθήκη «συμβιώνει» αναγκαστικά με το ιδιωτικό καφενείο που έχει «καταλάβει» την αυλή της
«Εμείς που είμαστε κλεισμένοι μες τα πλαίσια του χρόνου / δε μοιράζουμε τον έρωτα σε μέρες / δεν αλλάζουμε τα αγαπημένα ονόματα / επάνω μας κυλούν λούζοντάς μας με χάδια / οι θάλασσες της αιωνιότητας». Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.

Ο κινηματογράφος είναι η καλύτερη «αλάνα» για τα «παιχνίδια» του χρόνου. Και χρόνος ίσον μνήμη. Γι' αυτό και οι παραπάνω στίχοι ταιριάζουν σαν εισαγωγή σε αυτό το αφιέρωμα στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδος», μέσω μιας συζήτησης με τον γενικό διευθυντή της, τον Θόδωρο Αδαμόπουλο. Το μοναδικό του είδους του, στην Ελλάδα, ίδρυμα, που εδώ και μισόν αιώνα υπάρχει για να ανακαλύπτει, να διασώζει, να συντηρεί, να αρχειοθετεί και να προβάλλει την ελληνική φιλμική ιστορία, δηλαδή, τη φιλμική μνήμη.

Τον περασμένο Νοέμβρη η Ταινιοθήκη συμπλήρωσε και γιόρτασε 50 χρόνια δράσης. «Σε αυτά τα χρόνια, όλα δεν πήγανε τόσο καλά όσο θα θέλαμε», λέει ο Θ. Αδαμόπουλος. «Η κύρια αντιξοότητα είναι πάντα το οικονομικό. Αλλωστε, ο πολιτισμός στην Ελλάδα δεν είναι στις προτεραιότητες της πολιτείας. Στον κανόνα αυτό εντάσσεται και η Ταινιοθήκη, που έχει δεχτεί τα πλήγματα, τις αντιξοότητες, τη μιζέρια που διακατέχει ολόκληρη την κοινωνία μας».

Η «θεία τρέλα»!

- Ποια είναι η δύναμη που ώθησε στη δημιουργία της Ταινιοθήκης;

Αποψη του κινηματογραφικού μουσείου στο ισόγειο του κτιρίου
Αποψη του κινηματογραφικού μουσείου στο ισόγειο του κτιρίου
- Η «θεία τρέλα» που διακατέχει ορισμένους ανθρώπους που είναι ταγμένοι σε μια υπόθεση. Αναφέρομαι στην Αγλαΐα Μητροπούλου, η οποία ξεκίνησε αυτό το θεσμό στην Ελλάδα και που, παρέα με άλλους ανθρώπους (σ.σ. την Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών) ιδρύσανε την πρώτη κινηματογραφική λέσχη Αθηνών. Αρχισαν να φέρνουν ταινίες απ' έξω, να ψάχνουν την ελληνική πραγματικότητα και έτσι βάλανε τις βάσεις αυτού που αργότερα έγινε η Ταινιοθήκη. Κάνοντας έναν απολογισμό βρίσκουμε θετική αυτή την παρουσία του ιδρύματος.

- Πού στηρίζεται αυτή η διαπίστωση;

- Σε μια εποχή που οι Ελληνες θεατές έρχονταν σε επαφή μόνο με τις ταινίες που έφερναν οι εισαγωγείς, η κινηματογραφική λέσχη κατάφερε να τους δείξει και κάποιες άλλες πλευρές του κινηματογράφου, όπως τις εθνικές κινηματογραφίες. Ηταν η πρώτη φορά που ήρθε ο ιαπωνικός κινηματογράφος, το αμερικάνικο αντεργκράουντ, η γαλλική αβάν γκαρντ, η ρώσικη πρωτοπορία, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. Σχολές και κινήματα που ήταν άγνωστα στην Ελλάδα. Η κινηματογραφική λέσχη και η μετεξέλιξή της, η Ταινιοθήκη, λειτούργησε σαν ένα φυτώριο, μια πρόσβαση θεωρητική και εκπαιδευτική, που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Οι κινηματογραφικές σχολές που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα το 1950, του Σταυράκου, του Ιωαννίδη, ήταν υποτυπώδεις, χωρίς εποπτικά μέσα, χωρίς δυνατότητα άσκησης των σπουδαστών. Οσοι σπούδαζαν κινηματογράφο σ' αυτές τις σχολές πηγαίναμε στο «Αστυ» και παρακολουθούσαμε τις προβολές της λέσχης. Εκεί ήρθαμε για πρώτη φορά αντιμέτωποι με την ιστορία του κινηματογράφου. Ακούσαμε για πρώτη φορά τα ονόματα των Λιμιέρ, του Ζορζ Μελιέ, του Γκρίφιν. Μάθαμε ποιες ήταν οι καινοτομίες που έφεραν στην τεχνική εξέλιξη της φωτογραφίας, της κινούμενης εικόνας. Εκεί «σπούδασαν» τον κινηματογράφο όλοι οι γνωστοί σήμερα Ελληνες σκηνοθέτες.

Μπαρούτι εναντίον... φιλμ!

Παλιά μηχανή λήψης
Παλιά μηχανή λήψης
Το 1963, η Ενωση Κριτικών ιδρύει την Ταινιοθήκη, με στόχο την συγκέντρωση, φύλαξη και προβολή ταινιών και τη δημιουργία κινηματογραφικού μουσείου. Στόχος που φάνταζε ουτοπικός εκείνη την εποχή. Οι λόγοι;

«Ο κινηματογράφος, για να μπορέσει να δημιουργηθεί και να ευδοκιμήσει χρειάζεται υποδομή, ειρήνη και χρήμα. Αυτά επιτυγχάνονται σε ευνομούμενες κοινωνίες. Η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε τέτοια. Από πόλεμο σε πόλεμο, από εμφύλιο σε εμφύλιο, από κατατρεγμό σε κατατρεγμό, από κατοχή σε κατοχή. Μέσα σε αυτή την τραγωδία που ζούσε ο ελληνικός λαός, πού καιρός να ασχοληθεί και να βάλει τις βάσεις μιας σωστής βιομηχανίας του κινηματογράφου; Η Ελλάδα μπήκε στον κινηματογράφο ως θεατής. Μετά άρχισε να μιμείται τα ξένα πρότυπα. Τότε που θα μπορούσε να χτίσει κινηματογραφική βιομηχανία ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η βάση του κινηματογράφου είναι το φιλμ. Και η πρώτη ύλη του φιλμ ήταν η νιτρική κυτταρίνη. Η οποία όμως είναι και η βάση του μπαρουτιού. Η Ευρώπη, ενώ ήταν πρωτοπόρος στον κινηματογράφο, μπλέκει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αντί να κάνει φιλμ και ταινίες έφτιαχνε μπαρούτη. Η Ελλάδα, φτωχή χώρα, για να προμηθευτεί αυτή την πρώτη ύλη, ήταν πάρα πολύ δύσκολο και ακριβό».

Πρωτότυπα σενάρια, φωτογραφίες και κόπιες περιλαμβάνονται στον κινηματογραφικό θησαυρό της Ταινιοθήκης
Πρωτότυπα σενάρια, φωτογραφίες και κόπιες περιλαμβάνονται στον κινηματογραφικό θησαυρό της Ταινιοθήκης
Οσες κινηματογραφικές προσπάθειες έγιναν μέχρι το 1940 ήταν μεμονωμένες. «Ηταν περισσότερο μιμήσεις ξένων προτύπων παρά αποτελέσματα μιας προσπάθειας δημιουργίας μιας εθνικής σχολής. Δηλαδή ενός κινηματογράφου που να αντλεί από τη ζωή του Ελληνα και να απευθύνεται σε αυτόν. Βέβαια, υπήρξαν και άλλοι λόγοι που ανάγκασαν τους Ελληνες να μη στραφούν στον εαυτό τους, στην ιστορία τους. Είχαμε τις μεγάλες διώξεις. Από το ιδιώνυμο του Βενιζέλου και μετά, κάθε θέση έξω από την καθεστηκυία, κάθε εποχής, τάξη, ήταν αίρεση και ήταν υπό καταστολή. Είχαμε μια ζωή λογοκρισία και αυτολογοκρισία, απαγορευόταν να κάνεις κοινωνική κριτική. Αν μια κοινωνία δε σκύψει στον εαυτό της και στις πληγές της, δεν μπορεί να κάνει εθνικό κινηματογράφο. Υπήρχαν μόνο νύξεις. Για τον Εμφύλιο, για την υπέροχη Αντίστασή μας, δεν έχουμε ταινίες».

Η «οδύσσεια» της φιλμικής αποκατάστασης

Η συγκέντρωση των ταινιών θυμίζει αστυνομική πλοκή και η διάσωσή τους... οδύσσεια! «Παίρνουμε μηνύματα, αναφορές από παλιές διηγήσεις ότι κάπου, κάποτε γυρίστηκε μια ταινία και αρχίζει η έρευνα. Η Ελλάδα, ως χώρα μεταναστών, είχε κέντρα σε όλο τον κόσμο πριν αστικοποιηθεί η Αθήνα, από τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο μέχρι τις ΗΠΑ. Οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες προβάλλονταν πρώτα εκεί και μετά στην Ελλάδα. Οι ελληνικές παροικίες, λοιπόν, είναι ένας χώρος που έχουμε στρέψει την έρευνά μας για να βρούμε τις χαμένες ταινίες. Από το σύνολο των 100 ελληνικών ταινιών που η βιβλιογραφία αναφέρει ότι φτιάχτηκαν πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ολόκληρη δεν είχε διασωθεί καμία. Κατορθώσαμε να ανακαλύψουμε και να αποκαταστήσουμε γύρω στις 15 ταινίες. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι αυτές τις μέρες ήρθε στο αρχείο μας μία ταινία που την ξέραμε μόνο από τους τίτλους και την οποία επισκευάζουμε. Είναι του 1930, λέγεται "Λαγιαρνί" και τη σκηνοθέτησε ο Ιωάννης Λούμος. Την ανακαλύψαμε στην Ελλάδα και ήρθε στην Ταινιοθήκη χάρη στην ευαισθησία του γιου του».

«Ζωοτρόπιον» του 19ου αιώνα. Ενα αναντικατάστατο απόκτημα του μουσείου από τις απαρχές του κινηματογράφου
«Ζωοτρόπιον» του 19ου αιώνα. Ενα αναντικατάστατο απόκτημα του μουσείου από τις απαρχές του κινηματογράφου
Η «οδύσσεια» της αποκατάστασης λαμβάνει χώρα στα εργαστήρια της Ταινιοθήκης στην Αγ. Παρασκευή και απαιτεί απεριόριστο χρόνο και υψηλό κόστος. «Αρχίζουμε να φτιάχνουμε το παλιό υλικό καρέ καρέ, το μαλακώνουμε σε διάφορα χημικά υγρά, κάνουμε ανατύπωση, ανασυνθέτουμε τα σεκάνς. Υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα είναι μόνο τα καθαριστικά. Ολη η άλλη διαδικασία γίνεται με το χεράκι. Είναι σαν να συντηρείς αρχαιότητες. Σήμερα υπάρχουν τρόποι, μέσω υπολογιστών, να επιταχύνεις τη διαδικασία. Αλλά τα σοβαρά αρχεία που σέβονται τον εαυτό τους προσπαθούν, τα κομμάτια που ανακαλύπτουν και που φτιάχνουν να είναι αυτά που θα ήθελε ή που είχε κάνει ο δημιουργός τους και όχι αυτά που ανασυνθέτει ψηφιακά ο υπολογιστής. Εμείς ακολουθούμε τη φωτοχημική διαδικασία. Δε δεχόμαστε την παρέμβαση των υπολογιστών, γι' αυτό και είναι πιο δύσκολος, πιο χρονοβόρος και πιο ακριβός αυτός ο τρόπος. Το κόστος αποκατάστασης κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα οχτώ εκατομμύρια. Στην αποκατάσταση δουλεύουν μόνο δύο άνθρωποι γιατί δεν είναι κάτι που μπορούν να το χειριστούν πολλοί. Χρειάζεται ειδικές γνώσεις. Πρέπει να ξέρεις να συμπεριφέρεσαι στο φιλμ, να ξέρεις να χειριστείς το αρνητικό και το θετικό, να είσαι μοντέρ, να έχεις σπουδάσει κινηματογράφο, φωτογραφία, σκηνοθεσία, να έχεις δουλέψει στον καθαρισμό των φιλμ. Οι αποθήκες μας είναι ψυγεία. Γιατί το φιλμ για να συντηρηθεί χρειάζεται συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Εχουμε πολύ καλή τεχνική υποδομή, όσο κακή είναι η ύπαρξή μας εδώ στην Κανάρη. Βλέπετε το χάος».

Εκατομμύρια μέτρα φιλμ...

Σήμερα η Ταινιοθήκη απασχολεί συνολικά δέκα ανθρώπους, ενώ το ετήσιο, λειτουργικό της κόστος είναι 100 εκατομμύρια. Το μεγαλύτερο μέρος του επιχορηγείται από το ΥΠΠΟ και το υπόλοιπο από τις δραστηριότητες του ιδρύματος και τις χορηγίες. Ο Θ. Αδαμόπουλος εκτιμά, ότι με ακόμη 100 εκατομμύρια θα μπορούσε να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ο θεσμός της υποχρεωτικής κατάθεσης ταινιών. Το σύστημα προσομοιάζει με αυτό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Οι ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο παραδίδονται σε έναν οργανισμό όπως της Ταινιοθήκης για να συντηρηθούν. Προς το παρόν, ανάλογη δραστηριότητα αναπτύσσουν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου με την Ταινιοθήκη.

Ο πλούτος της Ταινιοθήκης είναι τεράστιος. Εχει στην κατοχή της αρχεία παλιών κινηματογραφικών εργαστηρίων και στούντιο καθώς και αρχεία σκηνοθετών, 2.500 κόπιες ξένων ταινιών μεγάλου μήκους, 500 ελληνικών μεγάλου μήκους, 1.000 ελληνικά και ξένα ντοκιμαντέρ, ένα εκατομμύριο μέτρα φιλμ σπάνιου αρχειακού υλικού, χιλιάδες αρνητικά φωτογραφιών, αφίσες, σπάνια σενάρια, χιλιάδες βιβλία και περιοδικά κ.ά. Ανάμεσα στο αρχειακό υλικό της περιλαμβάνεται και η μοναδική, σωζόμενη φιλμική λήψη του Νίκου Ζαχαριάδη. Στο Μέγαρο Δεληγιάννη στεγάζεται και το Κινηματογραφικό Μουσείο με μοναδικά εκθέματα από τις απαρχές του κινηματογράφου. Η έδρα της Ταινιοθήκης εξακολουθεί να επιτελεί ένα αναντικατάστατο παιδευτικό έργο και πάντα θα βρεις σπουδαστές να ψάχνουν στο φιλμικό θησαυρό της.

Φυσικά, δε θα μπορούσε να μείνει εκτός της κουβέντας το πρόβλημα με το κτίριο της οδού Κανάρη. Ο ιδιοκτήτης του, το Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, θέλοντας να το εκμεταλλευτεί εμπορικά προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να εξώσει την Ταινιοθήκη. Υπάρχει και πρόσφατη απόφαση έξωσης αλλά προς το παρόν δεν έχει ενεργοποιηθεί. Κι όλα αυτά, υπό το αδιάφορο βλέμμα της κυβέρνησης, αλλά και του Δήμου Αθηναίων. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Μέγαρο Δεληγιάννη υπάρχει ακόμη, αυτό οφείλεται στους αγώνες της Ταινιοθήκης, η οποία εγκαταστάθηκε από την ίδρυσή της σε αυτό το υπέροχο νεοκλασικό. Αποτέλεσμα αυτών των αγώνων (που περιλαμβάνουν ακόμη και «μάχες» με τις μπουλντόζες) είναι και ο χαρακτηρισμός του ως διατηρητέου. Ακόμη όμως και σήμερα δεν υπάρχει απόφαση χρήσης του κτιρίου και όπως σημείωσε ο Θ. Αδαμόπουλος, αυτό σημαίνει πρακτικά, πως το νεοκλασικό μπορεί να γίνει ακόμη και οίκος ανοχής... Προς το παρόν, το ισόγειο έχει μετατραπεί σε μπαρ, που τώρα επεκτείνεται και στον πρώτο όροφο.

«Η ελληνική πολιτεία ούτε σήμερα έχει στις προτεραιότητές της τον πολιτισμό. Είμαι απογοητευμένος από την κατάσταση του κτιρίου. Η καλύτερη λύση θα ήταν να έρθει στην κυριότητα του κράτους και να μας το παραχωρήσει. Αυτό μπορεί να γίνει και με ανταλλαγή. Να δώσει το κράτος στο Ταμείο έναν εκμεταλλεύσιμο εμπορικά χώρο, αλλού. Το κτίριο έχει γίνει σημείο αναφοράς και δε θα θέλαμε να αποξενωθούμε. Ηδη, έχει ξεκινήσει μεταφορά ορισμένων δραστηριοτήτων του ιδρύματος στον παλιό θερινό κινηματογράφο "Λαΐς" στην Ιερά Οδό. Αγοράσαμε τον μισό με τη βοήθεια του ΥΠΕΧΩΔΕ και είμαστε προς το τέλος της αγοράς και του υπόλοιπου. Υπάρχει μελέτη χρήσης για αίθουσες προβολής, μουσείο, χώρους έρευνας, αρχείο κλπ. Το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 1,6 δισεκατομμύρια».

«Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνες»

- Πώς εκτιμάτε το μέλλον της Ταινιοθήκης;

- Εχει να περάσει ακόμη πολλούς σκοπέλους. Ομως, όλες οι συγκυρίες μαρτυρούν την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων ιδρυμάτων. Αν δε συντηρήσουμε τη μνήμη μας δεν έχουμε πού να πατήσουμε το μέλλον μας. Σήμερα, ο κινηματογράφος απευθύνεται στους πολλούς μέσω του αμερικάνικου τρόπου παραγωγής και εννοώ της μεγάλης παραγωγής και όχι των επιμέρους ταινιών που είναι αριστουργηματικές. Η πληθώρα των αμερικάνικων ταινιών είναι σαπουνόπερες από την ανάποδη. Ωστόσο, ο κινηματογράφος, ως αναπαράσταση ζωής, πιστεύω πως θα εξακολουθήσει να υπάρχει, γιατί η κοινή θέαση μιας τέτοιας αναπαράστασης λειτουργεί πολύπλοκα, μαγεύει και γοητεύσει τον άνθρωπο. Αλλιώς βλέπεις ένα έργο στο βίντεο και αλλιώς σε μια κλειστή αίθουσα μαζί με άλλους. Υπάρχει μια ερωτική σχέση όταν είσαι απέναντι από τα δρώμενα της οθόνης έχοντας και την αντίδραση του διπλανού σου. Ολα αυτά μαζί δημιουργούν μιαν άλλη αίσθηση θέασης και έναν άλλο τρόπο λειτουργίας του καλλιτεχνικού προϊόντος. Στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση υπάρχει η τάση της συγκέντρωσης του υλικού και πνευματικού κόσμου σε ορισμένα κέντρα. Αλλά έχω πάντα εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Παρηγορήθηκα όταν μέσα στις ΗΠΑ, οι ίδιοι οι Αμερικάνοι ξεσηκώθηκαν, στο Σιάτλ, αντιδρώντας. Πιστεύω στην ανθρώπινη αντίδραση. Πιστεύω, πως όλες αυτές οι προσπάθειες γκετοποίησης του πνεύματος κάποτε θα σπάσουν τα μούτρα τους. Βέβαια, τίποτα δεν κερδίζεται καθήμενοι και αγναντεύοντάς το. Χρειάζονται αγώνες. Πιστεύω πως θα υπάρξουν πάρα πολλές αντιδράσεις ιδιαίτερα στον πνευματικό κόσμο, ώστε να απαγκιστρωθούμε από αυτή την τραγωδία. Πιστεύω ότι το μέλλον της Ταινιοθήκης, και κάθε ταινιοθήκης, θα είναι καλύτερο από το παρελθόν της.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Το ασυμβίβαστο!

Ασυμβίβαστος λέγεται αυτός που δε «συμβιβάζεται», δηλαδή αυτός που δεν «υποχωρεί». Αυτός που μένει αμετακίνητος στις ιδεολογικές και τις πολιτικές του θέσεις. Και ένας τέτοιος άνθρωπος στον καιρό μας πρέπει να φαντάζει σαν ήρωας. Γιατί, όταν όλα σε μάχονται και πάνε αντίθετα με σένα, όταν όλα αλλάζουν, γλιστρούν και συμβιβάζονται, συμμαχούν εύκολα, χωρίς την απαιτούμενη ηθική σύγκλιση και τελικά απομακρύνονται από την αρχική τους θέση και συ επιμένεις και πηγαίνεις «κόντρα» σε όλο αυτό το μαζικό κοινωνικό «γλίστρημα», τότε δεν μπορεί παρά να είσαι «ήρωας» ή τουλάχιστο να φαίνεσαι ηρωικός και λίγο περίεργος, αφού στην εποχή μας οι «ήρωες» σπανίζουν και πληθαίνουν οι συμβιβασμένοι.

Δεν είναι όμως, μόνο ο «ασυμβίβαστος», αλλά και το «ασυμβίβαστο», και λέγεται έτσι ό,τι δεν «πάει», ό,τι δεν «ταιριάζει» με το «άλλο», γιατί είναι ξένο προς αυτό, άρα δεν μπορεί να συνυπάρξει, να δουλέψει μαζί του, να δημιουργήσει. Και στην περίπτωση αυτή το ένα τείνει να παραμερίσει το άλλο ή και να το αποκλείσει, με άλλα λόγια να το αφανίσει.

Το θλιβερό, όμως, με την περίπτωση του ελληνικού Συντάγματος που τον τελευταίο καιρό συζητιέται στη Βουλή η αναθεώρησή του δεν είναι το πώς ένας Ελληνας βουλευτής μπορεί (γιατί πρέπει) να είναι «ασυμβίβαστος», δηλαδή ανυποχώρητος και άρα σταθερός στις ιδεολογικές και πολιτικές του αντιλήψεις. Θέλω να πω πως αυτές τις μέρες στη Βουλή δεν αναζητούνται οι τρόποι εκείνοι που θα προσδιόριζαν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά που θα αποδείκνυε τον «ηρωικό» χαρακτήρα των βουλευτών. Και δεν εννοώ βέβαια τον «ηρωισμό» εκείνο που αποδεικνύει την «ποσότητα» της διάθεσης, αλλά την «ποιότητα». Εννοώ, επομένως, έναν «ηρωισμό» που σε αναγκάζει να παραμερίζεις την παραπλανητική επιφάνεια των πραγμάτων και να ψάχνεις πίσω από αυτήν. Να ψάχνεις τις αιτίες που κάνουν τον άνθρωπο να πονά, να λιγοστεύει ως συμμετοχή, να εκφυλίζεται ως αγώνας και να βγαίνει από τη μέση, γιατί δεν του λείπει η παρουσία του άλλου ούτε και που ακούει τις οιμωγές αυτού που δίπλα του στερείται και χάνεται.

Οχι, η Βουλή δεν προσπαθεί να διατυπώσει τις προδιαγραφές του «ασυμβίβαστου» ανθρώπου, αλλά του «ασυμβίβαστου» προς τον άνθρωπο που δεν αποκλείεται να μην είναι ασυμβίβαστος, αλλά συμβιβασμένος, μη ηρωικός, δηλαδή, επαναπαυμένος στο πλαίσιο μιας ζωής που δε μάχεται, αλλά συμφωνεί, ούτε ανησυχεί, αλλά συμβιβάζεται. Και ένα τέτοιο στοιχείο που δεν «πάει» και δεν «ταιριάζει» με τον άνθρωπο της Βουλής, τον βουλευτή, δηλαδή, το αναθεωρούμενο Σύνταγμα πιστεύει πως είναι το «επάγγελμα». Κι αυτό σημαίνει πως το Σύνταγμα, από δω και πέρα, μπορεί να μην το λέει, αλλά το υπαινίσσεται, μόνο μέσα στην περιοχή μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής δράσης μπορεί να αναζητήσει κανείς τα «ασυμβίβαστα», αυτά που δεν «πάνε», με άλλα λόγια, και δεν «ταιριάζουν».

Κι όμως είναι πολύ εύκολο να αλλάξει κανείς τη συζήτηση. Να αλλάξει το θέμα της, δηλαδή, έτσι που όσοι παίρνουν μέρος σ' αυτήν να μην αναζητούν το «ασυμβίβαστο» έξω από τον βουλευόμενο άνθρωπο, δηλαδή τον βουλευτή και να θεωρούν ως τέτοιο το επάγγελμα, αλλά να το αναζητούν μέσα σ' αυτόν. Να το αναζητούν μέσα στο χαρακτήρα του, στην κοινωνική του συμπεριφορά, στην αγωνιστική του διάθεση. Και μόνο τότε μια τέτοια συζήτηση θα είναι σε θέση να εντοπίσει και να περιγράψει την ουσία του «ασυμβίβαστου», γιατί το περιεχόμενό της, η σημασία της, με άλλα λόγια, δε θα προκύπτει από τη δράση, την επαγγελματική, στην περίπτωση που μας αφορά, που μπορεί, στο κάτω κάτω να «πάει» και να μην «πάει». Που μπορεί να «ταιριάζει» και να μην «ταιριάζει». Θα προκύπτει και θα προσδιορίζεται επακριβώς το «ασυμβίβαστο», το οποιοδήποτε «ασυμβίβαστο», από τον ίδιο τον άνθρωπο, τον βουλευτή στην περίπτωση που μας αφορά, μόνο όταν αυτός δεν αποδεικνύει με τη συμπεριφορά του πως είναι ασυμβίβαστος, δηλαδή ένας ήρωας του αντιηρωικού καιρού μας. Θέλω να πω, δηλαδή, πως μόνο ένας «συμβιβασμένος» μπορεί να περιβάλλεται από πράξεις που είναι «ασυμβίβαστες»


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ