ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /36
ΠΑΙΔΕΙΑ

Μετά την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η κυβερνητική πολιτική στο χώρο της παιδείας είναι έτοιμη να σαρώσει και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των ΑΕΙ είναι στις πρώτες προτεραιότητες της κυβέρνησης και προωθείται η παραπέρα πρόσδεση των ιδρυμάτων στις επιχειρήσεις, η λειτουργία τελικά και των ίδιων των πανεπιστημίων ως επιχειρήσεις σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς. Ενώ παράλληλα δίνεται χτύπημα στη δημόσια δωρεάν παιδεία, το πανεπιστημιακό άσυλο και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που έχει προωθηθεί ήδη στη Βουλή, εξωθεί την ειδίκευση εκτός του πτυχίου, διαπνέεται από τις κατευθύνσεις για υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών, πλήρη αποσύνδεση του πτυχίου από το επάγγελμα και δημιουργεί νομικά το έδαφος για τον προσανατολισμό της ερευνητικής δραστηριότητας σε ό,τι ενδιαφέρει το κεφάλαιο. Μάλιστα μέσα από το νομοσχέδιο για το χρηματιστήριο δίνεται απ' ευθείας στις επιχειρήσεις το δικαίωμα αξιοποίησης της πανεπιστημιακής έρευνας.

Με την εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας 89/48 μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι όλα τα πτυχία μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και προωθείται η κατάργηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων. Ενώ οι υποσχέσεις για ανωτατοποίηση των ΤΕΙ αποτελούν μια βιτρίνα και δεν απαντούν ουσιαστικά στο αδιέξοδο των ιδρυμάτων, αφού απέχουν κατά πολύ από την απαίτηση του σπουδαστικού κινήματος για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση.

Αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, λοιπόν, και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στόχος η εναρμόνισή της με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, τον εργασιακό μεσαίωνα που ετοιμάζεται. Και για να επιτευχθεί αυτό, ενισχύονται με πολλούς τρόπους οι ταξικοί φραγμοί και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εμπορευματοποιείται και ιδιωτικοποιείται η γνώση.

ΑΝΤΙΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Οικονομική και διοικητική... υποταγή στο κεφάλαιο

Παραλαμβάνοντας το υπουργείο Παιδείας ο Πέτρος Ευθυμίου, κι αργότερα, παρουσιάζοντας το τετραετές πρόγραμμα της κυβερνητικής πολιτικής για την παιδεία μέχρι το 2004, έκανε ιδιαίτερη μνεία στην προώθηση της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας των πανεπιστημίων. Αν και δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα σχετικό σχέδιο νόμου, οι κατευθύνσεις κι οι συνέπειές της, μπορούν να αναχθούν από σχετικά κείμενα που έχουν αποσταλεί στα πανεπιστήμια για συζήτηση, από εισηγήσεις και αποφάσεις της Συνόδου των Πρυτάνεων.

Η ιδέα της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας στηρίζεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος που μιλάει για πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων και με αφορμή αυτό μετατρέπεται σε μοχλό προώθησης μιας σειράς αντιεκπαιδευτικών ρυθμίσεων.

Οσον αφορά την οικονομική αυτοτέλεια, οι σχετικές εισηγήσεις δεν ξεχνούν την ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης των ιδρυμάτων, θεωρούν όμως ότι αυτή εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να φτάνει σε ύψος τέτοιο που να καλύπτει τις ανάγκες των ιδρυμάτων. Ετσι αντί για διεκδίκηση των κονδυλίων που το κράτος είναι υποχρεωμένο να διαθέτει, τα πανεπιστήμια θα ψάχνουν να βρουν από μόνα τους τρόπους να «επιβιώσουν».

Βέβαια μετά τις πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργού περί αξιολόγησης και παλιότερες απόπειρες του υπουργείου για κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων και των σχολών (όπως οι περιβόητες πιστωτικές μονάδες), νομιμοποιούμαστε να σκεφτούμε ότι η κρατική χρηματοδότηση, εκτός του ότι θα δίνεται με το σταγονόμετρο, θα παρέχεται ξεχωριστά σε κάθε ΑΕΙ ή σε κάθε σχολή ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και του ανταγωνισμού. Και ποια θα είναι τα κριτήρια της αξιολόγησης; Μήπως θα συνδέεται με το ποιες σχολές είναι πιο «αποδοτικές» και «χρήσιμες στην αγορά»; Κι αυτές που δεν είναι «χρήσιμες» στο κεφάλαιο, τι θ' απογίνουν άραγε;

Παραπέρα, για τους οικονομικούς πόρους που θα καλούνται από μόνα τους να βρουν τα ιδρύματα, υπάρχουν διάφορα σενάρια. Ανάμεσά τους η αξιοποίηση της ερευνητικής τους δραστηριότητας (πράγμα που ήδη γίνεται μερικώς) από επιχειρήσεις, που οδηγεί ευθέως στην εμπορευματοποίηση της γνώσης, στο «κόψιμο» ερευνητικών δραστηριοτήτων όταν αυτές «δεν πουλάνε», στην «παραγγελία» της έρευνας από τις πολυεθνικές και στην υποταγή τελικώς των πανεπιστημίων στις εντολές και στις ορέξεις των επιχειρήσεων. Πρόκειται για μια εξέλιξη που προωθείται και από τις σχετικές διατάξεις στο νομοσχέδιο για το Χρηματιστήριο.

Επιπλέον, προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι για τους ίδιους πόρους των πανεπιστημίων, έχουν να κάνουν με περιστολή των δαπανών για δωρεάν σίτιση, στέγαση και συγγράμματα. Απευθείας χτύπημα, δηλαδή, της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Επίσης, προτείνεται η καθιέρωση διδάκτρων σε όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα, πράγμα που συμβαίνει σε πολλά τέτοια προγράμματα και μπορεί να γενικευτεί αφού το νέο νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά δεν εξασφαλίζει ότι αυτά θα εντάσσονται στο σύστημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας (ή καλύτερα, σε ό,τι έχει μείνει από αυτήν).

Σκέψεις έχουν εκφραστεί και για την περικοπή του αριθμού των φοιτητών, με φραγμούς μέσα στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών, π.χ. φοιτητές που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στα έξι χρόνια για τις τετραετείς σχολές, ή στα εφτάμισι για τις πενταετείς, να πληρώνουν δίδακτρα για να συνεχίσουν, φοιτητές που δεν προσέρχονται στις εξετάσεις ενός μαθήματος για δυο χρονιές, να χάνουν τη φοιτητική τους ιδιότητα και να αναγκάζονται κι αυτοί να πληρώνουν δίδακτρα.

Στο γενικότερο πνεύμα ξεχαρβαλώματος των εργασιακών σχέσεων και ελαστικοποίησης της εργασίας, για να περικοπούν οι δαπάνες των ΑΕΙ, προτείνονται και λύσεις όπως να συνδεθεί ο μισθός των εργαζομένων στα ΑΕΙ με την παραγωγικότητά τους και να προσλαμβάνονται εργαζόμενοι με ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο για τα πανεπιστήμια. Ηδη σε πολλές υπηρεσίες ανώτατων ιδρυμάτων, απασχολούνται εργαζόμενοι με τρίμηνες και εξάμηνες συμβάσεις, που δε δικαιούνται άδειες, επιδόματα κλπ. κι αυτό συμβαίνει λόγω της ελλιπέστατης κρατικής χρηματοδότησης. Αντί, όμως, της διεκδίκησης χρημάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες των ιδρυμάτων με μόνιμο προσωπικό, η ιδέα είναι να γενικευτεί αυτό το μοντέλο.

Διοικητική αυτοτέλεια

Για την προώθηση της διοικητικής αυτοτέλειας οι σχετικές εισηγήσεις προβλέπουν τη γενικευμένη λειτουργία εσωτερικών κανονισμών στις σχολές. Τέτοιοι κανονισμοί έχει γίνει προσπάθεια να περάσουν σε κάποιες σχολές και το περιεχόμενό τους δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών: στόχος τους η περιστολή των συνδικαλιστικών ελευθεριών (φοιτητών και εργαζομένων), ακόμα και η καταπάτηση του ασύλου.

Ακόμα, οι πρυτάνεις έχουν προτείνει τη δημιουργία ενός κεντρικού οργάνου εκπαιδευτικής πολιτικής που θα απαρτίζεται από τους ίδιους, το υπουργείο Παιδείας και εκπροσώπους άλλων υπουργείων και θα είναι υπεύθυνο για τη χάραξη της εκπαιδευτικής στρατηγικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θέλουν, λοιπόν, οι πρυτάνεις να συναποφασίζουν την κυβερνητική πολιτική, όμως, λόγο στη χάραξη της πολιτικής έχει όλη η εκπαιδευτική κοινότητα και συνολικά η κοινωνία κι όχι κάποια ολιγομελή όργανα που θα εφαρμόζουν τις κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ μέσα από τα γραφεία της Μητροπόλεως.

Η οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των ΑΕΙ, λοιπόν, όπως εδώ και χρόνια την οραματίζονται η κυβέρνηση και κάποιοι πρυτάνεις που μπήκαν σε «διατεταγμένη υπηρεσία», συνεπάγεται την ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση των ιδρυμάτων από την κυβερνητική πολιτική, μέσω της διαρκούς και σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα αξιολόγησης και αντίστοιχα της χάραξης πολιτικής ανάπτυξης και της επιλεκτικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, σημαίνει την εξάρτηση και υποταγή των πανεπιστημίων στις επιχειρήσεις, την τελική λειτουργία και των ίδιων των ιδρυμάτων, που αποτελούν περιουσία του ελληνικού λαού ως επιχειρήσεις με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, μέσω της εμπορευματοποίησης της έρευνας, της διαχείρισης της περιουσίας τους από επιχειρήσεις, των διδάκτρων, της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού. Σημαίνει ακόμα, την ένταση των ταξικών φραγμών στην ανώτατη εκπαίδευση και το χτύπημα των ακαδημαϊκών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, του πανεπιστημιακού ασύλου, του φοιτητικού κινήματος.

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Πτυχία χωρίς αντίκρισμα - μεταπτυχιακά για «ελίτ»

Τη στιγμή που είναι ορατή σε πολλά τμήματα ΑΕΙ η υποβάθμιση του πτυχίου, με τη μεταφορά της ειδίκευσης και της υψηλού επιπέδου επιστημονικής γνώσης στα μεταπτυχιακά, το σχέδιο νόμου «Για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου των μεταπτυχιακών σπουδών και της πανεπιστημιακής έρευνας» κινείται ακριβώς σ' αυτή την κατεύθυνση.

Οπως λέει χαρακτηριστικά η εισηγητική έκθεση που το συνοδεύει, «οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν είναι δυνατό να ακολουθήσουν τις τάσεις μαζικοποίησης και ανοιχτής πρόσβασης που χαρακτηρίζουν πλέον διεθνώς τις προπτυχιακές σπουδές. Οι μεταπτυχιακές σπουδές πρέπει να πληρούν προϋποθέσεις υψηλού ποιοτικού επιπέδου και να ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες της επιστήμης, της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας».

Αν λάβουμε υπόψη ότι κείμενα της ΕΕ μιλούν για τεταρτοβάθμια εκπαίδευση, εννοώντας τους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών, η εισηγητική έκθεση παραδέχεται την υποβάθμιση του προπτυχιακού κύκλου, με την έννοια της «μαζικοποίησης» και τις σπουδές «υψηλού ποιοτικού επιπέδου» θεωρεί ότι δεν πρέπει να τις παίρνουν οι φοιτητές στο πτυχίο, αλλά στα μεταπτυχιακά.

«Οι μεταπτυχιακές σπουδές αποσκοπούν ειδικότερα στην προαγωγή και εξειδίκευση της επιστημονικής γνώσης, στη διεύρυνση των ικανοτήτων των νέων επιστημόνων και στην ανάπτυξη του επιστημονικού και ερευνητικού δυναμικού», λέει το νομοσχέδιο (άρ. 1 παρ. 2). Αν αυτό όμως είναι ο στόχος των μεταπτυχιακών, τότε ποιος ο στόχος της ανώτατου επιπέδου εκπαίδευσης μέσα στο πτυχίο; Παραπέρα, (άρ. 13 παρ. 1) τα μεταπτυχιακά ορίζονται ως «ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών». Ο στόχος γίνεται ακόμα πιο καθαρός: υποβαθμισμένα πτυχία χωρίς αντίκρισμα.

Πόσοι όμως θα είναι αυτοί που θα «ολοκληρώνουν» τις προπτυχιακές σπουδές τους μέσω των μεταπτυχιακών; Από το νομοσχέδιο διαφαίνεται ότι θα είναι μια μικρή ελίτ, που δεν μπορεί παρά να εντείνονται οι ταξικοί φραγμοί κατά την επιλογή της.

Γίνεται καθεστώς η εξώθηση της ειδίκευσης έξω από το πτυχίο. Ακόμα και στις σχολές που η ειδίκευση είναι κατοχυρωμένη μέσα στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών (ιατρική, πολυτεχνείο), θεσμοθετείται ότι για να κάνουν διδακτορικό, πρέπει, αφού δε θα έχουν κάνει μεταπτυχιακό, να παρακολουθήσουν έναν προδιδακτορικό κύκλο.

Δεν εξασφαλίζεται σε καμιά περίπτωση ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα θα είναι δημόσια και δωρεάν. Μάλιστα ανατίθεται στα Τμήματα να ελέγξουν αν τα προγράμματα θα είναι οικονομικά βιώσιμα, λες και δεν είναι υποχρέωση του κράτους να εγγυηθεί τη βιωσιμότητά τους, όπως συνολικά τη λειτουργία του πανεπιστημίου.

Στο δεύτερο σκέλος που αφορά την έρευνα, προσανατολίζεται στην αποκοπή της από το συλλογικό έλεγχο των πανεπιστημιακών οργάνων και την παράδοση του σχεδιασμού και της αξιολόγησης της έρευνας σε νεοσύστατες απροσπέλαστες δομές (βλ. Ινστιτούτο Πανεπιστημιακής Ερευνας και Μεταπτυχιακών Σπουδών). Ενισχύεται ο ρόλος των Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής σε αυτά διαφόρων φορέων και επιχειρήσεων.

Το βασικό πνεύμα είναι η αποσύνδεση της έρευνας από την εκπαιδευτική διαδικασία, η υπονόμευσή της και εξάρτησή της από τις ορέξεις και τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων. Μακριά δηλαδή από τις πραγματικές ανάγκες του λαού και της κοινωνίας, μακριά από τις ανάγκες ανάπτυξης της επιστήμης, μέσα από την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, πράγμα που αποτελεί ζωτική λειτουργία για κάθε πανεπιστήμιο.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Διά βίου ψευτοκατάρτιση

Κινδυνεύει να γίνει πάγια τακτική του υπουργείου Παιδείας η μετονομασία των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) για να μπορέσουν αυτά να λειτουργήσουν ξεπερνώντας το σχετικό συνταγματικό κόλλημα. Θυμίζουμε ότι τα ΠΣΕ, που αρχικά ονομάζονταν Ελεύθεροι Κύκλοι Σπουδών (ΕΛΚΥΣ) κι αργότερα ονομάστηκαν Ειδικά Προγράμματα Σπουδών, έχουν κριθεί επανειλημμένα αντισυνταγματικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, γιατί αντιβαίνουν στο πνεύμα των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Δεν έχει καταλάβει, όμως, η κυβέρνηση ότι αυτό που κρίθηκε αντισυνταγματικό δεν είναι το όνομά τους, αλλά ο χαρακτήρας τους.

Προχωράει λοιπόν στη μετονομασία τους σε Ινστιτούτα Διά βίου Εκπαίδευσης και διακηρύσσει ότι θα δημιουργούνται στα ΑΕΙ και ΤΕΙ με τη σύμφωνη γνώμη των ιδρυμάτων, θα δέχονται φοιτητές άνω των 25 ετών και θα περιλαμβάνουν διάφορα προγράμματα μικρής ή μεγάλης διάρκειας. Ξεχνάει βέβαια να διευκρινίσει αν αυτά τα «Ινστιτούτα» θα είναι δημόσια και δωρεάν, καθώς και ποιο θα είναι το αντίκρισμα των πτυχίων ή βεβαιώσεων που θα παρέχουν. Αυτά που θυμήθηκε να πει ο υπουργός ήταν τα περί ανάγκης και σημασίας της «διά βίου εκπαίδευσης», που θα συμπληρώνεται και από τη λειτουργία του Ανοιχτού Πανεπιστημίου.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στις σημερινές συνθήκες με την ταχύρυθμη εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης υπάρχει ανάγκη κάθε επιστήμονας, κάθε πτυχιούχος να είναι σε θέση να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα του, στην επιστήμη του. Ομως για να εξασφαλιστεί αυτό, χρειάζεται πρώτα να έχει πάρει τις γενικές εκείνες γνώσεις που αποτελούν τη βάση της κάθε επιστήμης, να είναι ικανός να παρακολουθήσει τόσο τις εξελίξεις όσο και την αλληλοσύνδεση των επιστημών μεταξύ τους. Αυτού του είδους η γνώση, όμως, όσο πάει και συρρικνώνεται, αν κοιτάξει κανείς τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων. Ετσι, χωρίς τη βασική γνώση, η εκπαίδευση που θα παρέχεται μέσω των θεσμών της διά βίου εκπαίδευσης, θα είναι απλή κατάρτιση, σκέτες πληροφορίες και μάλιστα γρήγορα αναλώσιμες, που όταν θα ξεπερνιούνται από την εξέλιξη της επιστήμης και της κοινωνίας, θα δημιουργούν ξανά την ανάγκη κατάρτισης.

Επομένως, η διά βίου ψευτοκατάρτιση που υπόσχεται η κυβέρνηση αντιστοιχεί σε ένα σπίτι χωρίς θεμέλια, που ο λαός θα μοχθεί να το χτίζει και να το ξαναχτίζει σε κάθε σεισμό...

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
«Η έρευνα δεν προκαθορίζεται από εμπορικούς στόχους»

Στο νομοσχέδιο για το Χρηματιστήριο, που κατατέθηκε στη Βουλή τη βδομάδα που μας πέρασε, αναφέρεται ότι «τα ερευνητικά αποτελέσματα και η γνώση που παράγεται» στα πανεπιστήμια, μπορεί να αξιοποιηθεί οικονομικά με διάφορους τρόπους. Οπως: «απευθείας εμπορική αξιοποίηση με την παραγωγή και διάθεση προϊόντων ή παροχή υπηρεσιών από τον ίδιο το φορέα στον οποίο παράγεται η γνώση... έναντι τιμήματος το οποίο θα καθορίζεται με σύμβαση εκχώρησης, σε άλλο οργανισμό ή επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής». Πρόκειται για άλλη μια εξέλιξη που επιβεβαιώνει τις προσπάθειες εμπορευματοποίησης της έρευνας, προς όφελος του κεφαλαίου και μακριά από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Σχολιάζοντας αυτή τη διάταξη του νομοσχεδίου, και τις συνέπειές της για τα ΑΕΙ, ο πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος, δήλωσε στο «Ρ»:

«Η αδιάσπαστη ενότητα των σπουδών και της έρευνας αποτελεί την πρωτεύουσα θεσμική συνιστώσα της αποστολής κάθε ελληνικού ΑΕΙ, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη δοκιμασμένη πανεπιστημιακή παράδοση. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη και της έρευνας, με ισχυρό πυρήνα τη βασική έρευνα η οποία δεν προκαθορίζεται από επιχειρηματικούς ή εμπορικούς στόχους, αποτελεί κύριο παράγοντα επιβίωσης των ελληνικών ΑΕΙ αλλά και της διεθνούς πανεπιστημιακής κοινότητας».

Τσουβάλιασμα όλων των πτυχίων

Παρά την παρέλαση που έκανε τη βδομάδα που μας πέρασε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας από ραδιοσταθμούς και κανάλια για να θολώσει τα νερά και να πείσει ότι η αρμοδιότητα αναγνώρισης πτυχίων παραμένει στο ΔΙΚΑΤΣΑ ως έχει, η ουσία παραμένει ίδια.

Με την ευρωπαϊκή οδηγία 89/48 (προεδρικό διάταγμα 165, ΦΕΚ 149, 28/6/2000), ανάβει το πράσινο φως για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας, υποβαθμίζονται τα πτυχία των ΑΕΙ και ΤΕΙ, αποσυνδέεται ακόμα περισσότερο το πτυχίο από το επάγγελμα και χτυπιούνται τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων. Γιατί αν και κάποιοι σπεύδουν να πουν ότι η οδηγία αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα, από το κείμενό της συνάγεται ότι ο απόφοιτος πανεπιστημίου δεν μπορεί με μόνο όπλο το πτυχίο του να ασκήσει το επάγγελμα που σπούδασε, αλλά του αναγνωρίζεται μόνο «δυνατότητα πρόσβασης» στο επάγγελμα, χωρίς κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα.

Τα ινστιτούτα που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας και αυτοδιαφημίζονται ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζονταν. Ομως, όπως διακηρύσσει σε όλους τους τόνους το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση, στόχος της πολιτικής στην παιδεία είναι η εναρμόνιση της κατάστασης στη χώρα μας με ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ομως στην υπόλοιπη Ευρώπη το μοντέλο της «Τριτοβάθμιας σούπας», έχει γίνει θεσμός και ιδιαίτερα στην Αγγλία που υπήρξε πρωτεργάτης αυτού του μοντέλου, σχεδιάζεται η ένταξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επαγγελματικών σχολών αντίστοιχων με τα δικά μας ΙΕΚ! Δηλαδή, το όραμα που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση και προωθεί μέσω της οδηγίας, ασχέτως αν δεν το παραδέχεται, είναι η υποβάθμιση όλων των πτυχίων των ΑΕΙ και ΤΕΙ και το τσουβάλιασμά τους με αυτά των ΙΕΚ και διαφόρων... ινστιτούτων.

Μια τέτοια προοπτική βέβαια, που δεν είναι και ιδιαίτερα μακρινή, συνεπάγεται αυτόματα, πτυχία χωρίς αντίκρισμα, υποβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, που πιστοποιούν στο επίπεδο της κατάρτισης και μια στρατιά μισομορφωμένων νέων που θα μπαίνουν στον άκρατο ανταγωνισμό, αναζητώντας ως ελεημοσύνη λίγα ψίχουλα από τους εργοδότες, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς δικαιώματα.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Γιάννα ΣΤΡΕΒΙΝΑ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ