ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 26 Νοέμβρη 2003
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΕ
Ανησυχητικό παρόν, σκοτεινό μέλλον

Δυσοίωνο προδιαγράφεται το μέλλον της ΕΕ, όπως τουλάχιστον περιγράφεται στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κοινωνική κατάσταση στις 15 χώρες, αλλά και στις υπόλοιπες 10 της κεντρικής Ευρώπης, που βρίσκονται στη διαδικασία ένταξης. Το ίδιο, όμως, ανησυχητική είναι η κοινωνική κατάσταση σήμερα, όπως αποτυπώνεται στους 22 βασικούς κοινωνικούς δείκτες. Κεντρικά προβλήματα παραμένουν το ύψος της απασχόλησης, το δημογραφικό, οι συνθήκες διαβίωσης, αλλά και οι εισοδηματικές ανισότητες. Παρά την προσπάθεια να δοθεί ένας τόνος αισιοδοξίας, κάτω από τις γραμμές της Εκθεσης, υφέρπει ένας έντονος προβληματισμός για την ίδια την πορεία της ΕΕ.

Χαρακτηριστικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά: «Μαζί με τη διεύρυνση μπορούμε να περιμένουμε σημαντικές αλλαγές στη γενική κοινωνική κατάσταση της Ενωσης. Αναμένεται να αυξηθούν οι πολιτικές προκλήσεις σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας και διαφόρων μορφών ανισοτήτων συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν σχέση με την κατάσταση της υγείας. Οι περιφερειακές ανισότητες και τα προβλήματα κοινωνικής συνοχής θα είναι μεγαλύτερα».

Για την απασχόληση, η Εκθεση της Επιτροπής σημειώνει ότι μετά από μια πενταετία ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, κατά την οποία η απασχόληση αυξήθηκε από το 60% στο 64% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, το 2001 η οικονομική μεγέθυνση μειώθηκε στο 1,5%. Την ίδια χρονιά, η ανεργία διαμορφώθηκε στο 7,4%, ενώ το 2002 αυξήθηκε στο 7,6%. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η «αύξηση» της απασχόλησης κατά κύριο λόγο μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση «της ευελιξίας στην αγορά εργασίας». Η Επιτροπή δίνει μεγάλη σημασία στη Στρατηγική της Λισαβόνας, όπου βέβαια η «πλήρης απασχόληση» συνεπάγεται την επέκταση της υποαπασχόλησης, της μερικής και προσωρινής εργασίας και την κατάργηση της πλήρους σταθερής εργασίας.

Η διατήρηση και η αύξηση της προσφοράς εργασίας, είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Τρεις είναι οι πηγές αυτού του φτηνού εργατικού δυναμικού: Οι γυναίκες, οι μετανάστες και οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας. Για τους τελευταίους, ο στόχος είναι το ποσοστό απασχόλησης για εργαζόμενους μεταξύ 55-64 ετών, να αυξηθεί από το 38,5% το 2001, στο 50% το 2010.

Η Εκθεση διαπιστώνει ότι ο «πληθυσμός της ΕΕ γερνάει» και ότι η «σταθερότητα της οικογένειας κλονίζεται και το μέγεθος των νοικοκυριών μειώνεται...», ενώ η αύξηση του πληθυσμού της Ενωσης την προηγούμενη δεκαετία κατά κύριο λόγο αποδίδεται στην καθαρή μετανάστευση (74%). Και ενώ η «γήρανση» έχει γίνει το κύριο προπαγανδιστικό μοτίβο των επιτελείων της ΕΕ, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επίθεση στα δημόσια ασφαλιστικά συστήματα, η πραγματικότητα είναι ότι το σημερινό «δημογραφικό πρόβλημα» είναι αντανάκλαση των συγκεκριμένων ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων, που δυσκολεύει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής οικογένειας και που χειροτερεύει τους όρους διαβίωσης για τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα ποσοστό 24% του πληθυσμού απειλείται από τον κίνδυνο της φτώχειας. Μάλιστα, μεταξύ των ετών 1980 - 1997 στο εσωτερικό πολλών κρατών της Ενωσης «στις περισσότερες περιπτώσεις οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνθηκαν».

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια Ενωση που υποτίθεται ότι έχει για προμετωπίδα της, τη «γνώση», τα στοιχεία δείχνουν ότι σχεδόν 2 στους 10 (ποσοστό 19,4%) των κατοίκων της εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο και δε συμμετέχουν σε περαιτέρω εκπαίδευση ή κατάρτιση.

Ανησυχητικές είναι οι τάσεις που καταγράφονται και στις οκτώ χώρες της κεντρικής Ευρώπης που προσχωρούν στην ΕΕ. «Την τελευταία δεκαετία -σημειώνεται στην Εκθεση - στην Ανατολική Ευρώπη σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις της φτώχειας και των ανισοτήτων». Και ενώ οι συντάκτες καταγράφουν μια τάση σταθεροποίησης, τα τελευταία χρόνια, ταυτόχρονα υποδεικνύουν ότι οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό είναι η ανεργία, η διάλυση της οικογένειας και η περιορισμένη ικανότητα της κοινωνικής προστασίας και της απασχόλησης να εξασφαλίσουν επαρκές εισόδημα και πόρους. Παράγοντες, βέβαια, που προκλήθηκαν μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και την καταστροφή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Παρά την προσπάθεια της Εκθεσης, να υπερθεματίσει υπέρ της «ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», η πραγματικότητα είναι σκληρή. Ετσι, στον επίλογο σημειώνεται: «Οπως είναι φυσικό, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα και οι προκλήσεις για την Ενωση αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερες στην επόμενη δεκαετία. Παραδείγματος χάρη, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σε ό,τι αφορά τις τάσεις για τη νέα γενιά, όπως υπογραμμίστηκε σε αρκετά σημεία στην Εκθεση για την Κοινωνική Κατάσταση: Επίμονη ανεργία, ειδικές μορφές θνησιμότητας και εργατικών ατυχημάτων, ανεπάρκεια επαγγελματικής εκπαίδευσης, συνεχιζόμενη παρουσία παγίδων φτώχειας».


ΥΓΕΙΑ
Στις μυλόπετρες της στρατηγικής περικοπών

Η υποχρέωση του κράτους για την προσφορά του κοινωνικού αγαθού της υγείας μετατίθεται κυρίως στις μη κυβερνητικές οργανώσεις και στα άτομα

Στη λαιμητόμο της ευρωστρατηγικής των άγριων περικοπών των κοινωνικών δαπανών μπαίνουν η υγεία και γενικότερα οι κοινωνικές υπηρεσίες σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κοινωνική κατάσταση στην ΕΕ.

Αν και η υγεία αποτελεί φέτος το ειδικό θέμα της έκθεσης ομολογείται κυνικά απ' τις πρώτες γραμμές της: «Η υγεία και υγειονομική περίθαλψη βρίσκονται στο σημείο τομής μεταξύ της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση και των προσπαθειών της Ενωσης για εκσυγχρονισμό και βελτίωση της κοινωνικής προστασίας».

Στη διατύπωσή της αυτή η διαπίστωση δείχνει αθώα. Ωστόσο όμως υπακούει στην «ανάγκη αριστοποίησης της σχέσης κόστους -αποτελεσματικότητας των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις που δημιουργούν διαρθρωτικές αλλαγές όπως η γήρανση και οι νέες τεχνολογίες».

Μ' άλλα λόγια η υγεία δεν αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό αγαθό που αποτελεί υποχρέωση του κάθε κράτους-μέλους, αλλά ως ζήτηση των υπηρεσιών - ιδιαίτερα απ' τους ηλικιωμένους - που θα πρέπει να... ικανοποιηθεί απ' την «ισορροπία μεταξύ της δράσης των κυβερνήσεων, των κοινοτήτων και των ατόμων», όπως αναφέρεται στην έκθεση η οποία υπογραμμίζει την εκχώρηση σοβαρών τομέων στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). «Το δυναμικό, αναφέρει, σε επίπεδο δράσης των τοπικών κοινοτήτων μέσω των μη κυβερνητικών οργανώσεων, τοπικών ομάδων και άλλων, αναλαμβάνει επίσης έναν αυξημένο ρόλο στον οποίο πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή».

Επίσης υπάρχει έκπτωση στο κοινωνικό αγαθό της υγείας καθώς αντιμετωπίζεται απλώς ως ένας συντελεστής «υψηλότερης παραγωγικότητας» σε μια «μεγαλύτερης διάρκειας του χαμηλότερου κόστους» καθώς θα έχει λιγότερες απουσίες λόγω ασθένειας, μειωμένες ανάγκες θεραπείας κλπ.

Οι φτωχοί πεθαίνουν

Στην έκθεση ομολογείται ότι το επίπεδο υγείας έχει άμεση σχέση με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Ετσι οι φτωχοί πεθαίνουν νεότεροι ενώ η ανεργία αυξάνει τα ποσοστά αυτοκτονίας των νέων.

Επίσης ομολογείται άλλοτε εμμέσως και άλλοτε ευθέως ότι η πρόσβαση των οικονομικά αδύνατων στις υπηρεσίες υγείας, δυσκολεύει συνεχώς είτε γιατί αποκλείονται ορισμένες θεραπείες απ' την «υποχρεωτική ασφάλιση, είτε λόγω της αυξανόμενης χρέωσης του πολίτη».

Θεωρητικά υπάρχει πλήρης ασφαλιστική κάλυψη αλλά στην πράξη αυτό δε συμβαίνει και οι φτωχοί οδηγούνται στο κοινωνικό περιθώριο καθώς αυξάνει το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα στις υπηρεσίες υγείας - όπως ομολογείται στην έκθεση - ο οποίος ενδιαφέρεται για την «απόδοση των επενδύσεων» και όχι για την τύχη εκείνων που θα πρέπει να καταβάλουν άγρια χαράτσια στην ώρα της ανάγκης.

Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των τριών χωρών (Πορτογαλία και Ιταλία) με μεγαλύτερες από το 30% των ιδιωτικών δαπανών υγείας. Οι ιδιωτικές δαπάνες στη χώρα μας φτάνουν στο 44% των συνολικών δαπανών υγείας.

Η πρόληψη γκρεμίστηκε με τις ανατροπές

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τα υπό προσχώρηση μέρη ιδιαίτερα τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.

Μεταξύ των άλλων σημειώνεται ότι τα προσχωρούντα κράτη δαπανούν χαμηλότερο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για την υγειονομική περίθαλψη από ό,τι ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 2,6% στη Ρουμανία έως πάνω από 8% στη Μάλτα, αναφέρει η έκθεση και υπογραμμίζει: «Φαίνεται ότι υπάρχει σχετικά υψηλή συχνότητα νοσηλείας των ασθενών στα προσχωρούντα κράτη και αυτό οφείλεται κυρίως στο χαμηλό βαθμό ανάπτυξης των συστημάτων πρωτογενούς περίθαλψης».

Αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αποτελεί υποκρισία διότι εκεί υπήρχαν συστήματα πρωτογενούς πρόληψης που καταστράφηκαν. Μάλιστα την εξέλιξη αυτή την είχε προβλέψει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας απ' τον Απρίλη του 1996 και είχε προειδοποιήσει ότι η «κατάρρευση του κομμουνισμού το 1990 προκάλεσε επιδημία λοιμωδών νοσών, όπως η χολέρα και η διφθερίτιδα» επειδή αυτά τα συστήματα ήταν «κρατικά, με συνέπεια την κατάρρευση και των υπηρεσιών πρόληψης νοσημάτων».



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ