ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Ιούλη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στο ίδιο έργο θεατές...

Το κλείσιμο ανέλεγκτων χρήσεων και οι μικρές επιχειρήσεις

Πίσω από τα μέτρα για το κλείσιμο ανέλεγκτων χρήσεων διαφαίνεται η πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που προωθεί απαρέγκλιτα η κυβέρνηση της ΝΔ
Πίσω από τα μέτρα για το κλείσιμο ανέλεγκτων χρήσεων διαφαίνεται η πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που προωθεί απαρέγκλιτα η κυβέρνηση της ΝΔ

«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βρέθηκαν την τελευταία 10ετία, κάτω από διωγμό, κυρίως φορολογικό... μια τα αντικειμενικά κριτήρια, μια η συνάφεια, μια η, δήθεν, ρύθμιση φορολογικών εκκρεμοτήτων... να φορολογούνται οι εταιρίες, με βάση τα βιβλία τους ...να μην παραμένουν οι εκκρεμότητες και οι, εκ των υστέρων, αναδρομικοί εκβιασμοί». Το παραπάνω απόσπασμα από ομιλία του Κ. Καραμανλή σε μικροεπιχειρηματίες πριν από τις βουλευτικές εκλογές το αφιερώνουμε σε αυτούς που με περισσή αφέλεια εμπιστεύτηκαν την ψήφο τους στο ένα κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, τη ΝΔ, για να γλιτώσουν από τη φορολογική επέλαση του άλλου, του ΠΑΣΟΚ. Και επειδή το πανηγύρι των εκλογών τελείωσε και η ψήφος «κλειδώθηκε»,ήρθε η ώρα για την κυβέρνηση της ΝΔ να «πιάσει δουλιά», διαψεύδοντας αυτούς που την κατηγορούσαν για αδράνεια. Κατ' αρχήν, ανακαλύφθηκαν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και οι λογιστικές κομπίνες της προηγούμενης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Κατόπιν τέθηκαν με αγωνία ερωτήματα για την πορεία της οικονομίας. Στο τέλος, και αφού πέρασαν και οι ευρωεκλογές, βρέθηκαν και αυτοί που θα κληθούν να «πληρώσουν το μάρμαρο», δηλαδή τα λαϊκά στρώματα. Με πρώτους στη σειρά τους μικρούς ΕΒΕ και τους αυτοαπασχολούμενους που αποτελούν τα τελευταία χρόνια το πιο προσφιλές φορολογικό υποζύγιο των αστικών κυβερνήσεων.

Από το παρελθόν

Και έτσι μας προέκυψε κλείσιμο ανέλεγκτων χρήσεων για τρίτη φορά τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Η φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι απλή και δεν παρουσιάζει καμία πρωτοτυπία. Βασίζεται στους τρεις «ακρογωνιαίους λίθους» της αστικής πολιτικής για τη φορολογία των μικρών επιχειρήσεων.

  • Οι μικρές επιχειρήσεις είναι πάντα κερδοφόρες, σε αντίθεση με τις μεγάλες που μπορεί να παρουσιάζουν και ζημιές.
  • Οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι συστηματικοί φοροφυγάδες, και το γεγονός αυτό είναι τόσο βέβαιο που κάθε τεκμηρίωση και απόδειξη από τις φορολογικές αρχές θεωρείται χάσιμο χρόνου.
  • Οι νέες ρυθμίσεις είναι εθελοντικές, όποιος όμως δεν ενταχθεί σε αυτές κινδυνεύει να βρεθεί στο στόχαστρο των ελεγκτικών μηχανισμών και να πληρώσει πολλαπλάσια. Ε, αυτά έχει ο «εθελοντισμός» που είναι και της μόδας.

Οσο για τον τρόπο υπολογισμού του ποσού που καλείται να πληρώσει κάθε μικρή επιχείρηση, για να εξαγοράσει το φορολογικό «συγχωροχάρτι» είναι πάνω - κάτω γνωστός. Η κυβέρνηση της ΝΔ δε φαίνεται να διαθέτει και μεγάλη φαντασία.

Τα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με έναν συντελεστή «λογιστικών διαφορών» 2% (πρόκειται για νέα εφεύρεση) και το αποτέλεσμα προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα. Το άθροισμα που προκύπτει πολλαπλασιάζεται με τον ΜΣΚΚ (Μοναδικό Συντελεστή Καθαρού Κέρδους) και υπολογίζονται εξωλογιστικά τα καθαρά κέρδη. Αν τα εξωλογιστικά είναι μεγαλύτερα από τα δηλωθέντα, η διαφορά τους φορολογείται με15%. Και μάλιστα σε αυτήν τη διαφορά υπολογίζεται και ΦΠΑ προσαυξημένος κατά 20% (π.χ. το 18% γίνεται 21,6%) ο οποίος πρέπει να καταβληθεί. Αν με βάση τους παραπάνω υπολογισμούς δεν προκύψει φόρος ή ο φόρος είναι χαμηλός μη νομίζετε ότι τη γλιτώσατε φθηνά. Στην περίπτωση αυτή πληρώνετε 500 ευρώ για τη β΄ κατηγορία ή 250 για την α΄ κατηγορία βιβλίων για κάθε έτος. Δηλαδή 2.000 ή 1.000 ευρώ για την τετραετία 1999-2002.

Αναπάντητα ερωτήματα

Μπορεί τα τελευταία χρόνια οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι να έχουν συνηθίσει σε ένα είδος φορολογικού «θεάτρου του παραλόγου». Ομως, χρειάζεται να στήσουμε τη λογική στα πόδια της αν θέλουμε να διακρίνουμε πίσω από τα μέτρα αυτά, την πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων που προωθεί απαρέγκλιτα η κυβέρνηση της ΝΔ. Σε αυτήν την περίπτωση προκύπτουν αβίαστα μια σειρά ερωτήματα.

  • Τι θα πει «ανέλεγκτη χρήση» και γιατί τα φορολογικά βιβλία μένουν ανοιχτά τόσα χρόνια. Και γιατί ευθύνονται οι μικροεπιχειρηματίες για την αδυναμία αυτή των ελεγκτικών μηχανισμών και μάλιστα πρέπει να πληρώσουν κι από πάνω;
  • Πώς προέκυψαν οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους; - για να μην μιλήσουμε για αυτόν τον ανεκδιήγητο συντελεστή «λογιστικών διαφορών». Με ποια επιστημονική μέθοδο, με ποια στατιστική ανάλυση; Μήπως δεν είναι τίποτα άλλο από τη διατυπωμένη σε αριθμούς αυθαιρεσία του αστικού κράτους;
  • Από πού προκύπτει ότι όσοι δραστηριοποιούνται σε ένα συγκεκριμένο τομέα της αγοράς εισπράττουν το ίδιο ποσοστό κέρδους; Δεν είναι προφανές ότι όσοι πετυχαίνουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από τους ΜΣΚΚ είναι ωφελημένοι ενώ όσοι είναι κάτω από αυτούς στραγγαλίζονται γιατί όλοι πληρώνουν τον ίδιο φόρο; Και πώς γίνεται να είναι όλες οι μικροεπιχειρήσεις κερδοφόρες όλες τις χρονιές;
  • Τι νόημα έχει η τήρηση των φορολογικών βιβλίων, αφού αυτά θεωρούνται ειλικρινή μόνο αν συμφωνούν με τους αυθαίρετους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών;
  • Γιατί επιβάλλεται φόρος για κέρδη που δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι πραγματοποιήθηκαν; Πολύ περισσότερο, πώς καταλογίζεται ΦΠΑ που δεν έχει εισπραχθεί, γιατί αν είχε συμβεί αυτό θα είχε αναγραφεί σε κάποιο παραστατικό.
  • Και τέλος πάντων, για ποιο λόγο θα πληρώσουν 2.000 ή 1.000 ευρώ αυτοί που είναι νομοταγείς φορολογούμενοι ακόμα και με το «κρεβάτι του Προκρούστη» του υπουργείου Οικονομικών;

Πέρα από τα ερωτήματα αυτά - για τα οποία φυσικά δεν περιμένουμε απάντηση από την κυβέρνηση - δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε και την παρακάτω κουτοπονηριά του υπουργείου Οικονομικών.

Για πρώτη φορά μπαίνουν σε παρόμοια ρύθμιση επιχειρήσεις γ΄ κατηγορίας (κύρια ΑΕ και ΕΠΕ) μέχρι το όριο τζίρου των 8,8 εκ. ευρώ (3 δισ. δρχ). Πέρα από το γεγονός ότι, όταν μια πολιτική μέσων όρων εφαρμόζεται ενιαία για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, ευνοεί απροκάλυπτα τις μεγάλες και αδικεί τις μικρές υπάρχει μια «λεπτομέρεια» στο νομοσχέδιο που κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.

Σε μια επιχείρηση α΄ ή β΄ κατηγορίας (στο σύνολό τους σχεδόν μικρές επιχειρήσεις) εφαρμόζεται ολόκληρος ο ΜΣΚΚ και για τις τυχόν διαφορές πληρώνει φόρο 15%. Αυτό όμως δε θα ίσχυε αν τα υπολογιζόμενα κέρδη φορολογούνταν πριν τη ρύθμιση, γιατί πάνω από τις μισές επιχειρήσεις δήλωσαν τζίρο μέχρι 9.500 ευρώ και κέρδη κατά μέσο όρο 2-3.000 ευρώ και δε θα πλήρωναν φόρο, γιατί θα ήταν μέσα στα όρια του αφορολόγητου.

Αντίθετα σε μια επιχείρηση γ΄ κατηγορίας (κατά τεκμήριο μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις) ο ΜΣΚΚ μειώνεται κατά 30% και τα υπολογιζόμενα κέρδη φορολογούνται με 20%, που μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 15%, αλλά σχεδόν το μισό από το ποσοστό φορολόγησης που θα σχύει πριν τη ρύθμιση.

Η οφειλόμενη απάντηση

Νομίζουμε ότι αρκετά ταλαιπωρήθηκε ο αναγνώστης με ρητορικά ερωτήματα και ποσοστά, γιατί η ουσία της φορολογικής πολιτικής δε βρίσκεται σε αυτά. Η αλήθεια είναι πολύ πιο απλή. Η κυβέρνηση της ΝΔ χρειάζεται αυτήν τη στιγμή 2,5 δισ. ευρώ, για να μπορέσει να εφαρμόσει τη φιλομονοπωλιακή της πολιτική. Ετσι περίπου το έγραψαν ορισμένες οικονομικές εφημερίδες και δεν έχουμε κανένα λόγο να το αμφισβητήσουμε. Μια από τις πιο γρήγορες και αποτελεσματικές μεθόδους είναι το κλείσιμο των ανέλεγκτων χρήσεων. Εχει δοκιμαστεί στο παρελθόν με επιτυχία, τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη ΝΔ. Αφού, λοιπόν, το ποσόν είναι δεδομένο το μόνο που λείπει είναι ο κατάλληλος μαθηματικός τύπος που θα το μοιράσει στους μικρούς ΕΒΕ και τους αυτοαπασχολούμενους προς είσπραξη.

Ε, αυτό το προσφέρει το προς ψήφιση νομοσχέδιο. Ενα μήνα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου θα έχουν εισρεύσει στα κρατικά ταμεία το 10% των αναμενόμενων εσόδων και τους επόμενους μήνες η ροή θα συνεχιστεί ανεμπόδιστα. Με μια προϋπόθεση. Οτι οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι θα νιώσουν τύψεις για τις μικροκομπίνες που κάνουν για να επιβιώσουν ή θα τρομοκρατηθούν από τη «δαμόκλειο σπάθη» των τακτικών ελέγχων. Πώς αλλιώς όμως θα υλοποιηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ για μείωση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και των μονοπωλίων για τις οποίες είμαστε βέβαιοι ότι η κυβέρνηση θα είναι απόλυτα συνεπής;.

Εδώ όμως πρέπει να αναφέρουμε ένα στοιχείο που κανένας αρμόδιος δεν τολμάει να ψελλίσει. Οι δυνατότητες του ελεγκτικού μηχανισμού εξαντλούνται σε 20-30 χιλιάδες υποθέσεις το χρόνο. Για να μπορέσει να ελέγξει 800 χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις θα χρειαστεί αρκετές δεκαετίες και το χρήμα δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Η απειθαρχία, λοιπόν, των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων θα βάλει φρένο, έστω και προσωρινά, στην αρπακτική πολιτική της κυβέρνησης. Αρκεί το συνδικαλιστικό κίνημα να αποκτήσει την ικανότητα να σκορπίσει αυταπάτες και φοβίες και να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τους λίγους που θα δοκιμάσουν τη σκληρότητα των ελεγκτικών μηχανισμών. Είναι μια πολλαπλά χρήσιμη ιδέα. Ας τη σκεφτούμε.


Του
Βασίλη ΜΑΜΑΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ