ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Νοέμβρη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η τακτική «αυτοσυγκράτησης» του Σαρόν

Για άλλη μια φορά πολιορκία στο Ναό της Γέννησης

Associated Press

Για άλλη μια φορά πολιορκία στο Ναό της Γέννησης
«Να συντριβεί ο οποιοσδήποτε προσπαθήσει, σχεδιάσει, βοηθήσει να πλήξει, με τον οποιονδήποτε τρόπο, το Ισραήλ» φέρεται να διέταξε ο Αριέλ Σαρόν τον ισραηλινό στρατό. Ενα εικοσιτετράωρο μετά την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση σε λεωφορείο στη Δυτική Ιερουσαλήμ, τα ισραηλινά στρατεύματα, εισβάλλοντας εκ νέου στην πολύπαθη Τζενίν και στη Βηθλεέμ, έθεσαν ουσιαστικά και πάλι υπό κατοχή το σύνολο της Δυτικής Οχθης, με εξαίρεση την Ιεριχώ. Αλλωστε, ουδέποτε αποχώρησαν πραγματικά από τα αυτόνομα εδάφη της Δυτικής Οχθης.

Θεωρητικώς, η ισραηλινή ηγεσία, και κατ' επέκταση και ο ισραηλινός στρατός, δρα «υπό καθεστώς αυτοσυγκράτησης», με δεδομένες τις πιέσεις της Ουάσιγκτον για «τήρηση χαμηλών τόνων» ενόψει των προετοιμασιών της για στρατιωτικό πλήγμα σε βάρος του Ιράκ. Ο Αριέλ Σαρόν μοιάζει αποφασισμένος να τηρήσει μια «σχετική ισορροπία» ανάμεσα στα κελεύσματα των υψηλών συμμάχων του και τις πιέσεις που δέχεται από τους ακροδεξιούς συγκυβερνώντες του να προχωρήσει σε ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις κατά των Παλαιστινίων.

Ο στόχος του δεν είναι τόσο δύσκολος όσο ακούγεται. Η πλειοψηφία της Δυτικής Οχθης, από τον περασμένο Απρίλη μέχρι σήμερα, δεν έπαψε ποτέ να είναι υπό στρατιωτική κατοχή. Παράλληλα, συνεχίζεται η ανέγερση του διαχωριστικού τείχους ανάμεσα στη Δ. Οχθη και το Ισραήλ, το οποίο επίσης κατασκευάζεται επί παλαιστινιακού εδάφους, ενώ έχουν πληθύνει οι εισβολές και οι επιδρομές στη Λωρίδα της Γάζας. Ουσιαστικά, τα περαιτέρω βήματα, στα οποία μπορεί να προχωρήσει ο ισραηλινός στρατός, δεν απέχουν πολύ από μια συνολική ανακατάληψη όλων των παλαιστινιακών εδαφών.

Μια τέτοια κίνηση ο Σαρόν δε μοιάζει διατεθειμένος να κάνει, αφού ακολουθεί τη γραμμή Μπους περί «δημιουργίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους», όταν «παταχτεί πλήρως η παλαιστινιακή τρομοκρατία». Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, πιστός στην Ουάσιγκτον, αντιτάσσεται επιτυχώς, προς στιγμήν, στην ακραία ρητορεία του υπηρεσιακού ΥΠΕΞ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, περί εκδίωξης του Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος διεκδικεί την ηγεσία του Λικούντ, εξαπολύοντας μια ακόμη ακροδεξιότερων επίθεση κατά του Σαρόν.

Εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, οι επιλογές Σαρόν μοιάζουν να κερδίζουν την εμπιστοσύνη της ισραηλινής κοινής γνώμης, η οποία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, του έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από ό,τι στον Νετανιάχου. Το κόμμα του, το Λικούντ, εμφανίζεται ενισχυμένο ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης, παρά το γεγονός ότι ο Σαρόν απέτυχε παταγωδώς στην προηγούμενη προεκλογική του δέσμευση να «τελειώνει με την Ιντιφάντα και τη βία μέσα σε 100 ημέρες από την εκλογή του».

Μετά από δύο χρόνια συγκυβέρνησης Λικούντ - Εργατικού Κόμματος, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ισραηλινός στρατός προχώρησε σε αιματηρή κατάπνιξη της δεύτερης Ιντιφάντα, η ισραηλινή κοινή γνώμη, κατά κοινή ομολογία, έχει κάνει στροφή προς την ακροδεξιά. Το Εργατικό Κόμμα, μετά και από την ανάδειξη του νέου ηγέτη του Αμράμ Μίτζνα, που δηλώνει υπέρμαχος των ειρηνευτικών συνομιλιών και της μονομερούς ισραηλινής στρατιωτικής αποχώρησης από την πλειοψηφία των παλαιστινιακών εδαφών, μοιάζει ανίκανο να καταφέρει να «αναδομήσει» έναν αξιόπιστο αντιπολιτευτικό λόγο, τέτοιο που θα μπορούσε να απειλήσει εκλογικά το Λικούντ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, παρά την αισιοδοξία που εξέφρασε η Π. Αρχή μετά την ανάδειξη του Μίτζνα στην ηγεσία των Εργατικών, η κατάσταση μοιάζει αδύνατον να αλλάξει ουσιαστικά στα παλαιστινιακά εδάφη. Ο Σαρόν, ως υποψήφιος, δεν πρόκειται να αφήσει περιθώρια στους ακροδεξιούς συγκυβερνώντες του και στον Νετανιάχου να αμφισβητούν την «αποφασιστικότητά του στην πάταξη της τρομοκρατίας». Εχει, άλλωστε, δημιουργήσει τέτοια δεδομένα μέσα από τις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Δ. Οχθη, τους τελευταίους μήνες (μόνιμος αποκλεισμός, ανακατοχή, μπλόκα, απαγορεύσεις κυκλοφορίας), που η Ουάσιγκτον δεν έχει κανένα λόγο να θεωρήσει ότι η ισραηλινή ηγεσία «δεν αυτοσυγκρατείται». Αυτό που μένει να φανεί είναι κατά πόσο θα επιβεβαιωθεί ο φόβος που κυριαρχεί στην παλαιστινιακή πλευρά ότι μια επανεκλογή Σαρόν, σε συνδυασμό με την έναρξη στρατιωτικής επίθεσης κατά του Ιράκ, θα οδηγήσει σε ανηλεείς ισραηλινές επιχειρήσεις εναντίον τους, των οποίων το όριο δε θα είναι σαφές.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΑΥΣΤΡΙΑ
Βουλευτικές εκλογές

Τρία χρόνια μετά τις ιστορικές εκλογές του 1999, που επέτρεψαν στο ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων του Γιεργκ Χάιντερ να γίνει η δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας (με 27% των ψήφων) και συνεταίρος του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος στην κυβέρνηση, οι Αυστριακοί πολίτες καλούνται σήμερα να προσέλθουν στις κάλπες για να εκλέξουν τη νέα σύνθεση της Ομοσπονδιακής Βουλής και κατά πώς φαίνεται το κλίμα στη χώρα δείχνει να έχει αλλάξει.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι μετατοπίσεις των ψηφοφόρων θα είναι οι πιο μαζικές στην ιστορία της Αυστρίας και ως τελικό αποτέλεσμα θα έχουν την επιστροφή στην «προ-Χάιντερ εποχή». Αν τελικά επαληθευτούν, το Λαϊκό Κόμμα θα αυξήσει το ποσοστό του από 27% στις προηγούμενες εκλογές σε περίπου 36%, ενώ το άλλο παραδοσιακό κόμμα της χώρας οι Σοσιαλδημοκράτες θα σκαρφαλώσουν από το 33,2% του 1999 σε ποσοστό κοντά στο 35-36%. Το θεαματικότερο στοιχείο όμως αναμένεται να είναι η θεαματική πτώση του Κόμματος των Ελευθέρων σε ποσοστό κοντά στο 10%, ενώ οι Πράσινοι από το 7,4% πριν 3 χρόνια αναμένεται να ανέβουν στο 12%. Η μάχη αναμένεται «στήθος με στήθος» και όλοι οι κυβερνητικοί συνδυασμοί μεταξύ των αστικών κομμάτων είναι πιθανοί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα όλα θα κριθούν από το αν το συνολικό ποσοστό των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων θα ξεπεράσει αυτό του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Ελευθέρων.

Τελικά, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια συμμετοχής στην κυβέρνηση το «θαύμα» της ακροδεξιάς δείχνει να ξεφουσκώνει. Το κόμμα του Χάιντερ, που κατά κάποιο τρόπο έδωσε ώθηση και στα υπόλοιπα εθνικιστικά και ρατσιστικά κινήματα που απασχόλησαν (και απασχολούν) την Ευρώπη, κατά πάσα πιθανότητα θα πληρώσει το τίμημα για την εξαπάτηση του αυστριακού λαού. Το Κόμμα των Ελευθέρων απέδειξε με την κυβερνητική του πρακτική ότι ποτέ δε θα αντιπροσώπευε τον απλό Αυστριακό ή τα συμφέροντα του Αυστριακού εργάτη που πλήττεται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η αντιδραστικότερη κυβέρνηση της μεταπολεμικής περιόδου της Αυστρίας δεν απέκλινε στο ελάχιστο των νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών προσταγών του μεγάλου εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ενώ παράλληλα οι εσωτερικές έριδες του Κόμματος των Ελευθέρων ανάμεσα στους υπουργούς του και τη «βάση» (δηλαδή το Χάιντερ) έφεραν τη φθορά της εικόνας του ενωμένου και δήθεν «αντισυστεμικού κόμματος».

Τελικά, η παρακαταθήκη του «ξεπετάγματος» του Κόμματος των Ελευθέρων φαίνεται ότι είναι η υιοθέτηση της αντιμεταναστευτικής πρακτικής και ρητορείας από το «μετριοπαθές» Λαϊκό Κόμμα...


Γιώργος ΠΑΠΑΝΑΓΝΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ