ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 23 Μάη 2018
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ - ΜΙΣΘΟΙ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Σε διαρκή μέγγενη για την ανταγωνιστικότητα του μεγάλου κεφάλαιου

Σε ό,τι αφορά τα Εργασιακά, πίσω από διάφορες αόριστες και ανέξοδες αναφορές που εντάσσονται στην κυβερνητική προσπάθεια καλλιέργειας κάλπικων προσδοκιών στους εργαζόμενους για τα ζητήματα των μισθών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η «Στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον» που συμφώνησαν κυβέρνηση και κουαρτέτο επιβεβαιώνει ότι η «πυξίδα» τους και για την «επόμενη μέρα», για τη φάση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, είναι ο αντεργατικός στόχος της στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου εξαπολύθηκε η ανελέητη επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματα των εργαζομένων στα χρόνια της κρίσης, όπως παραδέχεται η ίδια η κυβέρνηση στο κείμενό της: «Κατά τη διάρκεια των ετών ύφεσης, το κύριο μέσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης ήταν η εσωτερική υποτίμηση, με βάση τη συγκράτηση του κόστους εργασίας. Ως αποτέλεσμα, οι πραγματικοί ετήσιοι μισθοί μειώθηκαν κατά 18% και η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 28%».

Με κριτήριο την εξυπηρέτηση του ίδιου αντεργατικού στόχου, της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, με υλοποίηση της μνημονιακής νομοθεσίας που συσσώρευσαν οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, θα γίνονται και οι όποιες παρεμβάσεις στα Εργασιακά στη φάση της ανάκαμψης.

Κατώτατος μισθός: Με μνημονιακό νόμο και κριτήριο τα κέρδη των μονοπωλίων

Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό η κυβέρνηση αναφέρει: «Το νέο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα καθοριστεί μέσω συνολικής εκτίμησης των επιπτώσεων, σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο», με «κεντρικό ρόλο στους κοινωνικούς εταίρους και αποφασιστικό ρόλο στο κράτος». Και παρακάτω: «Το επίπεδο του κατώτατου μισθού μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο πολιτικής για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης. (...) Λόγω των συνθηκών της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας, οι οποίες βελτιώνονται, η προσεκτική εξέταση της αύξησης του επιπέδου του κατώτατου μισθού φαίνεται επίκαιρη. Το νέο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα καθοριστεί μέσω του πρόσφατα βελτιωμένου συστήματος, το οποίο απαιτεί μια εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων (...). Αυτή η εκτίμηση επιπτώσεων θα διεξαχθεί από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες (...) Οι αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και το ποσοστό συνολικής ανεργίας, το ποσοστό ανεργίας των νέων και τα ισχύοντα μισθολογικά επίπεδα».

Με δυο λόγια:

-- Ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται με βάση το νόμο Βρούτση (ν. 4172/2013), με απόφαση του αστικού κράτους και με καθοριστικό κριτήριο την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, τη διασφάλιση δηλαδή της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας στο μεγάλο κεφάλαιο, προϋπόθεση για την οποία είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

-- Η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται για αύξηση του κατώτατου μισθού (αναφέρει γενικώς ότι... «φαίνεται επίκαιρη» η «προσεκτική εξέταση» του θέματος...), πόσο μάλλον για επαναφορά του στα 751 ευρώ.

-- Πουθενά δεν αναφέρει ότι θα καταργήσει το αίσχος του «υποκατώτατου» μισθού για τους νέους εργαζομένους. Υπενθυμίζουμε ότι μόλις πριν από λίγες μέρες, στην έκθεσή του που παρέδωσε με πανηγύρια στην κυβέρνηση, ο ΟΟΣΑ προτείνει επέκταση της εφαρμογής του «υποκατώτατου» μισθού, όχι μόνο για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών αλλά συνολικά για εργαζόμενους οποιαδήποτε ηλικίας, που λόγω της εργασιακής περιπλάνησης αναζητούν δουλειά και σε κλάδους στους οποίους δεν έχουν καμιά προηγούμενη εμπειρία.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί καθαρό εμπαιγμό να μιλά η κυβέρνηση για κάποιες αόριστες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, όταν έχει ήδη ψηφίσει τα επόμενα μέτρα που θα χτυπήσουν κι άλλο τα ήδη πετσοκομμένα εργατικά - λαϊκά εισοδήματα, με τη νέα μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020, την κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά κ.ο.κ.

«Συλλογικές διαπραγματεύσεις»... για τον «υγιή ανταγωνισμό»

Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση αναφέρει ότι «με τη λήξη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα αποκατασταθούν δύο θεμελιώδεις αρχές: Η αρχή της επεκτασιμότητας και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης», σπεύδοντας να προσθέσει ότι η αναζωογόνηση αυτών των αρχών «θα ενισχύσει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού διαλόγου» και «θα προωθήσει τον υγιή ανταγωνισμό σε όλους τους οικονομικούς τομείς».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κυβέρνηση έχει φροντίσει ήδη να προωθήσει την επιβολή νέων μέτρων για τη μονιμοποίηση των αντεργατικών χτυπημάτων στις ΣΣΕ, όπως κάνει και στο πλαίσιο της 4ης «αξιολόγησης», με την προσθήκη της προϋπόθεσης της λεγόμενης «αντιπροσωπευτικότητας» για την επέκταση κλαδικών συμβάσεων και με καθιέρωση «μηχανισμού μέτρησης», που θα ελέγχει αν οι εργοδότες που υπογράφουν κλαδική ΣΣΕ απασχολούν το 51% των εργαζομένων στο σύνολο του κλάδου. Στην προηγούμενη «αξιολόγηση», άλλωστε, η κυβέρνηση επέβαλε πρόσθετα εμπόδια στην κήρυξη απεργιών από κλαδικά συνδικάτα, επιτιθέμενη στο βασικό όπλο των σωματείων στην πάλη τους για την υπογραφή ΣΣΕ... Στο τραπέζι άλλωστε, με αλλεπάλληλες εκθέσεις από όλους τους «εταίρους» της κυβέρνησης (ΟΟΣΑ, ΕΚΤ, Κομισιόν), βρίσκονται τα σενάρια για θεσμοθέτηση μόνιμων εξαιρέσεων επιχειρήσεων από τις κλαδικές ΣΣΕ, με κριτήριο τις «ιδιαίτερες ανάγκες» τους και τη διασφάλιση της «ευελιξίας» τους...

Το κυβερνητικό κείμενο κάνει ακόμα αναλυτική αναφορά στην «καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας», υπογραμμίζοντας εξαρχής ότι «η αδήλωτη εργασία συνδέεται με θέσεις εργασίας χαμηλότερης ποιότητας και με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, καθιστώντας την, τελικά, επιζήμια και για την ανάπτυξη». Και πάλι δηλαδή το κριτήριο δεν είναι οι ανάγκες των εργαζομένων - γι' αυτό και η κυβέρνηση απορρίπτει συστηματικά καίριες προτάσεις νόμου και τροπολογίες που καταθέτει το ΚΚΕ για την προστασία των εργαζομένων - αλλά η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Τέλος, η κυβέρνηση μιλά για ενίσχυση των περιβόητων «ενεργών πολιτικών απασχόλησης», επιχειρώντας να παρουσιάσει ως βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της ανεργίας τις πολιτικές που προσφέρουν ακόμα πιο φθηνά εργατικά χέρια στην εργοδοσία, ανακυκλώνουν την ανεργία, συμβάλλουν στην επέκταση της «ευελιξίας».

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
Προκλητική «διαφήμιση» του νόμου - λαιμητόμου!

Εκεί που η κυβέρνηση ξεπερνά κάθε όριο πρόκλησης, είναι στα σημεία που αναφέρεται στο Ασφαλιστικό: Καμαρώνοντας για το νόμο Κατρούγκαλου και το νέο τσεκούρωμα που επέβαλε σε συνταξιούχους και ασφαλισμένους, η κυβέρνηση τον χαρακτηρίζει... «τεράστια διοικητική μεταρρύθμιση», καθώς και «μια από τις επιτυχημένες πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα»!

Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τα παραμύθια που ακόμα και σήμερα λανσάρουν κυβερνητικά στελέχη, για ενδεχόμενη «επαναδιαπραγμάτευση» των νέων περικοπών στις συντάξεις από το 2019 (οι οποίες φτάνουν και σε απώλεια πάνω από 2 συντάξεων το χρόνο), το κυβερνητικό κείμενο υπογραμμίζει ότι «η πλήρης εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι ζωτικής σημασίας».

Ακόμα περισσότερο, προετοιμάζοντας το έδαφος και για τα επόμενα χτυπήματα στο Ασφαλιστικό, η κυβέρνηση αναφέρει ότι η «ασφαλιστική μεταρρύθμισή» της έθεσε «έναν οδικό χάρτη για τις αυριανές πολιτικές, σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων».

Με το ίδιο καμάρι η κυβέρνηση τονίζει ότι με τον νόμο 4387/2016 και τη συμπληρωματική νομοθεσία που έφερε, οι «εξοικονομήσεις πόρων» (το ύψος του μόνιμου τσεκουριού δηλαδή) αναμένεται να φτάσουν το 2,8% του ΑΕΠ έως το 2020, ενώ οι δαπάνες για τις συντάξεις αναμένεται να μειωθούν από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 σε 13,4% έως το 2020.

ΥΓΕΙΑ - ΠΡΟΝΟΙΑ
Μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και απαλλαγή από το «κόστος»

Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να απαλλάξει ακόμα περισσότερο το κεφάλαιο και το κράτος του από το «κόστος» της δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας, επιφέροντας νέα χτυπήματα στις παροχές προς το λαό και βαθαίνοντας την πολιτική της εμπορευματοποίησης, αποτυπώνεται στο «αναπτυξιακό σχέδιο».

Σε αυτό το πλαίσιο, «διαφημίζει» της περιβόητες ΤΟΜΥ ως «επέκταση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας», αποσιωπώντας ότι πρόκειται για ένα συνονθύλευμα κατακερματισμένων μονάδων, με υποτυπώδη εξοπλισμό και ελάχιστο προσωπικό, με ημερομηνία λήξης, που ακόμη και με αυτούς τους όρους, στην πλήρη ανάπτυξή του θα απευθύνεται μόλις στο 30% του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, επιβάλλεται στους οικογενειακούς γιατρούς να λειτουργούν ως «κόφτες» που πρακτικά θα διασφαλίζουν - και μάλιστα έναντι ποινής - ότι το «κόστος» των ασφαλισμένων στα Ταμεία δεν θα υπερβαίνει το όριο των πετσοκομμένων προϋπολογισμών.

Στο όνομα του «εξορθολογισμού των δαπανών για την Υγεία και το Φάρμακο», η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι προωθεί «μια κρίσιμη μάζα κατευθυντήριων γραμμών για τις συνταγές και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα», γενικεύοντας τα γνωστά εργαλεία επιβολής και ελέγχου των βάρβαρων περικοπών.

Πίσω από τις αναφορές για «ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των νοσοκομείων», «αναθεώρηση της διοικητικής δομής», «συνέχιση της διαδικασίας αναθεώρησης δαπανών» βρίσκεται η εφαρμογή μέτρων για την επιτάχυνση της πλήρους προσαρμογής των νοσοκομείων στην εμπορευματοποίηση και στην επιχειρηματική δράση.

Σε ό,τι αφορά τα επιδόματα και τις συντάξεις των αναπήρων, το κυβερνητικό κείμενο υπογραμμίζει ότι το «πιλοτικό πρόγραμμα» που ξεκίνησε το Μάρτη στην Αττική «με σκοπό την αξιολόγηση των λειτουργικών συνθηκών των αναπήρων», θα επεκταθεί σταδιακά από τον Ιούλη σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για το αντιδραστικό κριτήριο της «λειτουργικότητας» των αναπήρων, που απορρέει από τις κατευθύνσεις της ΕΕ και θέτει οικονομικά κριτήρια (π.χ. αν ο ανάπηρος ή η οικογένειά του έχουν κάποιο εισόδημα, κάποιο χωράφι κ.ο.κ.), βάζοντας ουσιαστικά νέους «κόφτες» στη χορήγηση αναπηρικών επιδομάτων και συντάξεων.

Η κυβέρνηση αναφέρει επίσης ότι «η αποϊδρυματοποίηση των παιδιών και των ατόμων με αναπηρίες θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο των προσπαθειών της». Αφού πήρε τη σκυτάλη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, διευρύνοντας την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση των δομών που απευθύνονται σε ΑμεΑ και δημιουργώντας ασυλικές συνθήκες διαβίωσης, τώρα υποκριτικά μιλάει για αποϊδρυματοποίησή τους, σηματοδοτώντας το κλείσιμο και άλλων δομών (όπως έγινε στην περίπτωση του ιδρύματος χρόνιων παθήσεων Σκαραμαγκά), με σκοπό την παραπέρα μείωση των κρατικών κονδυλίων και την αντίστοιχη δημιουργία χώρου για ΜΚΟ και άλλους ιδιώτες.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ