ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Γενάρη 2001
Σελ. /40
ΠΑΙΔΕΙΑ

Οι ρυθμίσεις και οι αλλαγές, που ήδη έχουν ξεκινήσει και στο μέλλον αναμένεται να πολλαπλασιαστούν, σχετικά με την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις επιταγές της ΕΕ. Αν και αυτό είναι κάτι που δεν το λέμε για πρώτη φορά, σήμερα αποδεικνύεται από τις διακηρυγμένες κατευθύνσεις της Διακήρυξης της Μπολόνια, που πολλοί εύστοχα έχουν χαρακτηρίσει ως το «Μάαστριχτ της εκπαίδευσης». Η Διακήρυξη αυτή είναι ήδη γνωστό ότι θα απασχολήσει και τη σύνοδο κορυφής των υπουργών Παιδείας της ΕΕ και των άλλων χωρών που συμμετέχουν, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Μάη στην Πράγα. Επίσης στη χώρα μας το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, η εφαρμογή της οδηγίας 89/48, η δήθεν «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ είναι μια γεύση από την εφαρμογή των εντολών του κεφαλαίου, με στόχο την υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών, την ένταση των ταξικών φραγμών στην ανώτατη εκπαίδευση και τελικά τη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα παράγει φθηνό, ευέλικτο, μισοκαταρτισμένο εργατικό δυναμικό, χωρίς εφόδια κι άρα χωρίς δικαιώματα και απαιτήσεις.

Τα παραπάνω εξήγησε πολύ εύστοχα ο πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος, μιλώντας στο σεμινάριο που διοργάνωσε το υπουργείο Παιδείας για να πείσει για τα αγαθά της εναρμόνισης των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης. Ο «Ρ» φιλοξενεί σήμερα εκτενή αποσπάσματα της ομιλίας του Πρύτανη του ΕΜΠ, που είναι αποκαλυπτικά και ενδεικτικά των αντιδράσεων ολόκληρης της πανεπιστημιακής κοινότητας στις αλλαγές που κυοφορούνται.

Παράλληλα, το θέμα αυτό που ανοίγει ένα μέτωπο πάλης, μπορεί να εντείνει τις διεργασίες που συντελούνται στο φοιτητικό κίνημα καθώς και την ανάγκη δυναμώματος του αγώνα, για να τεθεί η ανώτατη εκπαίδευση και η ανάπτυξη της επιστήμης στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών σε αντίθεση με ό,τι προωθεί το «ευρωπαϊκό όραμα» του κεφαλαίου


ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
«Οχι» στην επιβολή των όρων της αγοράς

  Αποσπάσματα από την ομιλία του Πρύτανη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στο διήμερο Σεμινάριο για τη Διακήρυξη της Μπολόνια

Ο πρύτανης του ΕΜΠ, Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος
Ο πρύτανης του ΕΜΠ, Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος
Παρά τις μεθοδευμένες προσπάθειες του υπουργείου Παιδείας να προωθήσει τις διατάξεις της Διακήρυξης της Μπολόνια και να πείσει ότι αυτές κινούνται σε θετική κατεύθυνση, οι αντιδράσεις είναι ισχυρές. Οι πρυτάνεις των ελληνικών πανεπιστημίων από την πρώτη στιγμή είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους σε όσα "μαγειρεύονται" στο καζάνι της ΕΕ.

Ο "Ρ" δημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την εισήγηση του Πρύτανη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Θεμιστοκλή Ξανθόπουλου, στο διήμερο σεμινάριο για τη Διακήρυξη της Μπολόνια, που πραγματοποιήθηκε χτες και προχτές στην Αθήνα, και απηχεί αυτή ακριβώς την αντίθεση του επιστημονικού κόσμου στην κατεύθυνση των αλλαγών.

Το σενάριο επιβολής της κυριαρχίας της αγοράς

Συγκεκριμένα, λοιπόν, ο πρύτανης του ΕΜΠ τονίζει ότι «προωθείται με συστηματικό τρόπο το σενάριο της υπαγωγής και της Παιδείας στους νόμους μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Σύμφωνα με τους κυρίαρχους στόχους αυτής της αγοράς, το νέο παγκόσμιο μοντέλο της Παιδείας στον πανεπιστημιακό (και όχι μόνο) χώρο συνοψίζεται ενδεικτικά στα εξής:

  • Η κρατική συμμετοχή στην εκπαιδευτική πολιτική και την οικονομική της στήριξη πρέπει να αποδυναμώνεται συνέχεια, μέχρι τελικής εξαφάνισης, υποκαθιστάμενη από την "αγορά". Εγκαταλείπονται, επομένως, πλήρως και οριστικά, η θεμελιώδης υπαρξιακή αρχή της ανώτατης παιδείας, ως πρώτου τη τάξη Δημόσιου Αγαθού, αλλά και οι συνταγματικές υποχρεώσεις όλων των δημοκρατικών κοινωνιών για την πολιτική και οικονομική στήριξη και ανάπτυξή της.
  • Τα Πανεπιστήμια μετατρέπονται σε "επιχειρήσεις", με την πλήρη έννοια του όρου, οι οποίες για να επιβιώσουν κυνηγούν διεθνώς, ανταγωνιστικά και με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα, "φοιτητές - πελάτες". Κύριοι στόχοι τους είναι η μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους, από την επίτευξη του οποίου και μόνο κρίνονται και οι διοικήσεις τους.
  • Οι "πελάτες - φοιτητές" οφείλουν να χρηματοδοτούν οι ίδιοι τις σπουδές τους είτε δανειζόμενοι τα αναγκαία ποσά από τραπεζικά ή άλλα οικονομικά συγκροτήματα, τα οποία θα επενδύσουν επιλεκτικά στα διαφαινόμενα προσόντα τους, όπως ακριβώς επενδύουν και στις λεγόμενες καινοτόμες επιχειρήσεις.
  • Η Ανώτατη Παιδεία, ως προϊόν της αγοράς, διαχωρίζεται οικονομικά, όπως και τα άλλα προϊόντα, σε δυο κατηγορίες με διαρκώς αυξανόμενη τη μεταξύ τους ποιοτική απόσταση: Στην πρώτη συγκροτούνται τα "κέντρα αριστείας", με αυστηρή επιλογή φοιτητών από τους έχοντες και κατέχοντες της κυρίαρχης οικονομικο-πολιτικής τάξης, η οποία και μόνο θα έχει πρόσβαση στα καλά και ακριβά προπαρασκευαστικά ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια της μέσης εκπαίδευσης. Θα προστίθενται βέβαια, μέσω ανταποδοτικών υποτροφιών και ορισμένοι μη προνομιούχοι, αλλά εμπορεύσιμοι - ταλαντούχοι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης. Στη δεύτερη κατηγορία συσσωρεύεται μια χαμηλής ποιότητας μαζική εκπαίδευση χωρίς πόρους και υποδομές, αποκομμένη αναγκαστικά από το οξυγόνο της βασικής έρευνας και λειτουργικά προσαρμοσμένη στις φθηνότερες και προφανώς αναποτελεσματικότερες μορφές διδασκαλίας.


Θεμελιώνεται έτσι σε βάθος, συνεχώς διευρυνόμενη, η ανισότητα της πρόσβασης στην επιστημονική γνώση και επαγγελματική εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι γόνοι των εχόντων και κατεχόντων, ως απόφοιτοι των κέντρων αριστείας, θα έχουν κατά κύριο λόγο και την ουσιαστική πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες.

Οι ολίγοι εναπομείναντες ρομαντικοί του 20ού αιώνα θα παρατηρήσουν εδώ ότι η πραγμάτωση του παραπάνω σεναρίου καταλύει όλα τα βάθρα μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αφού όχι μόνο καταργείται οριστικά και αμετάκλητα η ισότητα των ευκαιριών πρόσβασης στις διάφορες βαθμίδες της παιδείας, με κορύφωμα τον ωμά αγοραίο και αυστηρά ταξικό διαχωρισμό τους, αλλά και κατασκευάζεται διά της "υπο-παιδείας" μια απαίδευτη και βαθύτατα ανασφαλής πλειοψηφία φτηνού εργατικού δυναμικού χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες αλλαγής επαγγελματικού επιπέδου ή αντιστάσεων στη συνεχή υποβάθμιση των δημοκρατικών της δικαιωμάτων».

Τι προωθείται - στόχοι της Διακήρυξης

Είναι προφανές, σύμφωνα με τον Θ. Ξανθόπουλο, ότι «κύριο σημείο τομής της πρότασης των μεγάλων της Ευρώπης (συντακτών της αρχικής διακήρυξης της Σορβόνης) και των πολλών μικρότερων που τους ακολούθησαν με τη διακήρυξη της Μπολόνια, είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας, η οποία επιβάλλει τη γρήγορη και μαζική χορήγηση πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων, με παράλληλη δραστική μείωση του κόστους των ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών σπουδών μέσω της υιοθέτησης των δύο κύκλων του Αγγλοσαξονικού συστήματος σπουδών, οι οποίοι διαχωρίζονται λειτουργικά και δομικά με την απόκτηση ενός πρώτου επαγγελματικού πτυχίου και ονομάζονται, αντίστοιχα, "προπτυχιακός" και "μεταπτυχιακός"».


Ετσι, εξηγεί ότι επιδιώκεται «επίτευξη τριών μείζονος πολιτικής και οικονομικής σημασίας στόχων:

  • Μεταλλάσσονται σε Πανεπιστήμια όλες οι Ανώτερες Επαγγελματικές Σχολές, κατά το πρότυπο των Polytechnics, χωρίς ουσιαστική αναβάθμιση και το κυριότερο χωρίς κανένα κόστος, με παράλληλη ικανοποίηση της απαίτησης του Ευρωπαίου πολίτη για πανεπιστημιακούς, έστω και κατ' όνομα, τίτλους.
  • Υποβαθμίζονται σε Ανώτερες Επαγγελματικές Σχολές οι κορμοί των σημερινών ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, με σημαντική οικονομική ανακούφιση των αντίστοιχων κρατικών προϋπολογισμών, λόγω της συνακόλουθης συρρίκνωσης των δαπανών τους για υποδομές και λειτουργικές δαπάνες, χωρίς όμως να χάσουν το εμπορικό αντίκρισμα της φίρμας τους στον πελάτη - φοιτητή, δηλαδή στον πανεπιστημιακό τους τίτλο. Εξαιρούνται από την υποβάθμιση αυτή, ορισμένα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ειδικών απαιτήσεων (Σχολές Μηχανικών, Ιατρικής κλπ.), τα οποία έχουν ήδη δικαίως εξασφαλίσει και νομοθετικά την αντιστοίχιση του ενιαίου κύκλου των σπουδών τους με το επίπεδο του Master (π.χ. Αρθρο 2, παρ. 2 του με αριθμ. 99-747/30.08.1999 φύλλου της Εφημερίδας της Κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας για την απονομή του βαθμού και των δικαιωμάτων του Master στους διπλωματούχους μηχανικούς των μεγάλων σχολών).
  • Μειώνεται θεαματικά η πρόσβαση, άρα και το κόστος, στην πολυδάπανη πραγματική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία στην "ουσία" περιορίζεται στον μεταπτυχιακό κύκλο. Ανετα θα μπορεί πλέον να καλύπτεται η χρηματοδότησή της είτε από κρατικούς προϋπολογισμούς, είτε σε μια τελική φάση, μέσω της εύλογης κατάργησης για τη βαθμίδα αυτή της δωρεάν παιδείας (το κράτος θα θεωρήσει ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του με τη χορήγηση δωρεάν παιδείας για το κύριο πρώτο πτυχίο), σύμφωνα και με το γενικότερο στόχο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και στην παιδεία.

Η αγορά είναι έτσι πολλαπλά ικανοποιημένη: Σύμφωνα και με τη Λευκή Βίβλο για τη διδασκαλία και τη μάθηση (... προς την κοινωνία της γνώσης), μέσω της οποίας προβάλλονται υπέρμετρα οι οικονομικές πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας και διευκρινίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δε δύναται να καλύψει νέες χρηματοδοτήσεις για την παιδεία, η διακήρυξη της Μπολόνια επιχειρεί να δημιουργήσει ένα μαζικό, μέσου επιπέδου εργατικό δυναμικό, μικρού εκπαιδευτικού κόστους και περιορισμένης, αλλά χρήσιμης για τις άμεσες ανάγκες της αγοράς εργασίας, εμβέλειας, μειώνοντας δραστικά τις δαπάνες για την Ανώτατη Παιδεία και καλύπτοντας παράλληλα την αυξημένη ζήτηση του πελάτη - Ευρωπαίου πολίτη για πανεπιστημιακούς τίτλους, έστω και μεταλλαγμένους».

Στα συμπεράσματα της εισήγησής του ο πρύτανης του ΕΜΠ σημειώνει ότι διάφοροι φορείς της ΕΕ «επιδιώκουν μέσω μιας γενικότερης κινητοποίησης γύρω από τη διακήρυξη της Μπολόνια και την προετοιμασία της συνάντησης της Πράγας, την ταυτόχρονη επίτευξη τριών μείζονος πολιτικής και οικονομικής σημασίας στόχων, οι οποίοι ικανοποιούν πολλαπλά τις βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις της αγοράς, σύμφωνα και με τις επιταγές της Λευκής Βίβλου: Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφάσισε να μην καλύψει νέες χρηματοδοτήσεις για την παιδεία, η διακήρυξη της Μπολόνια επιχειρεί να προωθήσει τη δημιουργία ενός μαζικού εργατικού δυναμικού μέσου επιπέδου, μικρού εκπαιδευτικού κόστους και περιορισμένης, αλλά χρήσιμης για τις άμεσες ανάγκες της αγοράς εργασίας, εμβέλειας, μειώνοντας δραστικά τις δαπάνες για την Ανώτατη Παιδεία και καλύπτοντας παράλληλα την αυξημένη ζήτηση του πελάτη - Ευρωπαίου πολίτη για πανεπιστημιακούς τίτλους, έστω και μεταλλαγμένους».

Τα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας

Η πρόταση των πρυτάνεων σύμφωνα με τον Θ. Ξανθόπουλο συνοψίζεται στο ότι: «το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης του Ευρωπαίου πολίτη στα πανεπιστήμια (και τις κατ' ουσία ισότιμες μ' αυτά σχολές) του ευρωπαϊκού χώρου, σε συνδυασμό με την απόρριψη της σχεδιαζόμενης συρρίκνωσης των δαπανών για την ανώτατη εκπαίδευση στην Ευρώπη, (όχι μόνο για λόγους ιστορικούς ή αρχής, αλλά και διότι μεσομακροπρόθεσμα αποδείχτηκε ότι η επένδυση αυτή είναι και για τις ανάγκες της αγοράς ωφελιμότερη από τις όποιες προσωρινές εξυπηρετήσεις οικονομικών συμφερόντων) οδηγούν μονοσήμαντα στην απόρριψη του "σημείου τομής" της Διακήρυξης της Μπολόνια δηλαδή την αναγκαστική και καθολική διάσπαση των πανεπιστημιακών σπουδών σε δυο κύκλους».

Παράλληλα, κάνουν σαφές ότι «το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων με τη σύμφωνη γνώμη των συναρμόδιων υπουργείων οφείλει να διπλασιάσει με σαφές και σύντομο χρονοδιάγραμμα τις χρηματοδοτήσεις των ΑΕΙ». Ενώ επίσης, θίγοντας το θέμα της λεγόμενης «ανωτατοποίησης των ΤΕΙ», ο πρύτανης του ΕΜΠ σημειώνει ότι επιβάλλονται οι προσπάθειες «των σχετικών με τα πανεπιστήμια φορέων, στην ουσιαστική πανεπιστημιοποίηση των σπουδών τόσο στα οιονεί πανεπιστήμια όσο και σε ορισμένες Ανώτερες Δημόσιες Επαγγελματικές σχολές που το δικαιούνται από τις εξελίξεις των επιστημών και της τεχνολογίας και έχουν αποδείξει ότι μπορούν να γίνουν πραγματικά πανεπιστήμια (όπως π.χ. συμβαίνει σε ορισμένα από τα Ελληνικά ΤΕΙ)».


ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΜΠΟΛΟΝΙΑ
Προωθείται το «εκπαιδευτικό Μάαστριχτ»

ΗΔιακήρυξη της Μπολόνια, ένα κείμενο που υπογράφτηκε από τους υπουργούς Παιδείας των χωρών της ΕΕ κι επιπλέον των Ελβετίας, Μάλτας, Νορβηγίας, Ισλανδίας, Λιθουανίας, Λετονίας, Εσθονίας, Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Πολωνίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Σλοβενίας, τον Ιούνη του 1999, έχει τη δική του ιστορία. Αυτής της διακήρυξης είχε προηγηθεί πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έβαζε το ζήτημα της ενιαιοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης στη βάση των αλλαγών στην οικονομία και των αναγκών του πολυεθνικού κεφαλαίου. Την πρόταση αυτή ήρθε να στηρίξει, να υιοθετήσει και προωθήσει παραπέρα, η συνάντηση της Σορβόνης, τον Μάη του 1998, από τον «ισχυρό πυρήνα της Ευρώπης» και τους υπουργούς Παιδείας της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Δηλαδή πίσω από τις αποφάσεις της Μπολόνια, τις οποίες αποδέχεται η ελληνική κυβέρνηση, βρίσκονται το διευθυντήριο των ιμπεριαλιστικών χωρών και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί.

Στόχος αυτής της ενότητας ενεργειών που συμπυκνώνονται στη Διακήρυξη, είναι σύμφωνα με τα ίδια τα κείμενά της η «δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης, που θα αποτελέσει το κλειδί για την προώθηση της κινητικότητας και απασχολησιμότητας των Ευρωπαίων πολιτών». Επεξηγηματικά αναφέρουν ότι στόχος τους είναι η «καλύτερη συμβατότητα και συγκρισιμότητα» των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Τι εξυπηρετεί όμως αυτή η προσπάθεια;

Ανώτατη εκπαίδευση στα μέτρα της... καπιταλιστικής αγοράς

Οι λέξεις - κλειδιά «κινητικότητα» και «απασχολησιμότητα», είναι η ουσία που αποκαλύπτει τους πραγματικούς στόχους των εμπνευστών του κειμένου της Μπολόνια: οι αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να εναρμονιστούν με τις γενικότερες αναδιαρθρώσεις που προωθεί η ΕΕ, με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου ώστε να παράγεται μαζικά ένα ευέλικτο, μισοειδικευμένο εργατικό δυναμικό και μια ελίτ επιστημόνων στην υπηρεσία της καπιταλιστικής παραγωγής και της σημερινής φάσης ανάπτυξής της. Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η εναρμόνιση; Πολιτικές στην παιδεία που θα συμβαδίζουν με: την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, την άμεση υπαγωγή της ερευνητικής δραστηριότητας στις προτεραιότητες του μεγάλου κεφαλαίου.

Αυτό συνάγεται άμεσα από την «υιοθέτηση ενός συστήματος σπουδών που θα στηρίζεται βασικά σε δυο κύκλους σπουδών, ένα προπτυχιακό και ένα μεταπτυχιακό», που το επίπεδο του προπτυχιακού θα είναι υποβιβασμένο στα τρία χρόνια, και το μεταπτυχιακό θα σπάει σε δυο χρόνια μάστερ και τρία χρόνια διδακτορικό, το λεγόμενο σχήμα 3-2-3. Αυτή η κατεύθυνση υποβάθμισης σημαίνει ότι ο «τίτλος» του «πρώτου κύκλου σπουδών», που θα έχει άμεση αναφορά στην αγορά εργασίας, δε θα έχει καμιά απολύτως σχέση με τα πανεπιστημιακά πτυχία που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια θα βγάζουν μαζικά αποφοίτους χωρίς ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις (τρία χρόνια δε φτάνουν σε καμιά περίπτωση για κάτι τέτοιο), που θα έχουν απλά μια αρχική κατάρτιση. Χωρίς ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις δε θα έχουν φυσικά και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα που αρκετοί επιστημονικοί κλάδοι έχουν κατοχυρώσει μέχρι σήμερα. Δηλαδή, θα αποτελούν μια στρατιά ανέργων ή αλλιώς «απασχολήσιμων», «ευέλικτων» και χωρίς δικαιώματα νέων που το κεφάλαιο θα έχει στη διάθεσή του για να αξιοποιεί σύμφωνα με τις ανάγκες του. Στην ίδια λογική σχεδιάζεται και από την κυβέρνηση η λεγόμενη «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα σύστημα μεταπτυχιακών για λίγους, που θα συνιστούν ουσιαστικά μια τέταρτη βαθμίδα εκπαίδευσης, όπου εκεί θα παρέχεται πια η επιστημονική γνώση και η απαραίτητη ειδίκευση. Στη χώρα μας ήδη είναι έτοιμο να θεσμοθετηθεί αυτό το σύστημα μεταπτυχιακών με το νομοσχέδιο που θα καταθέσει άμεσα στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας.

Στη λογική αυτών των στόχων διαμορφώνεται η αντίδραση των πρυτάνεων στα πανεπιστήμια της χώρας μας που καταγγέλλουν ότι τρίχρονες προπτυχιακές σπουδές σημαίνει «μετατροπή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε σύστημα επαγγελματικών σπουδών».

Προς αναζήτηση δεξιοτήτων... για την αγορά εργασίας

Ενα ακόμα σημείο της Διακήρυξης, με αρνητικές συνέπειες, που δείχνει την κοινή λογική της προσαρμογής της ανώτατης εκπαίδευσης στις αναδιαρθρώσεις που εξελίσσονται στην οικονομία, είναι η «καθιέρωση ενός συστήματος διδακτικών μονάδων» σύμφωνα με τα πρότυπα του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Συστήματος Μεταφοράς Πιστωτικών - διδακτικών Μονάδων». Οπως επί λέξει σημειώνεται «οι διδακτικές μονάδες μπορούν να συγκεντρώνονται και σε συστήματα εκτός εκπαίδευσης του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων διά βίου εκπαίδευσης, αρκεί να αναγνωρίζονται αυτά τα εμπλεκόμενα πανεπιστήμια υποδοχής». Εισάγεται έτσι η κατηγοριοποίηση των σχολών και των επιστημονικών αντικειμένων. Καθιερώνεται ένα κυνήγι υποτίθεται «προσόντων» αφού οι φοιτητές θα συλλέγουν διδακτικές μονάδες για να μπορούν να βγουν στην αγορά εργασίας.

Χαρακτηριστικό επίσης της ίδιας λογικής, είναι η υιοθέτηση από τη Διακήρυξη της Μπολόνια του λεγόμενου θεσμού του «Συμπληρώματος Διπλώματος» που όπως επεξηγείται από το ίδιο το κείμενο, έχει «στόχο την προώθηση της απασχολησιμότητας των Ευρωπαίων πολιτών και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης». Ο θεσμός αυτός μπορεί να ερμηνευτεί ως μια απόδειξη ότι το πτυχίο από μόνο του δε θα αρκεί και ο φοιτητής θα περιφέρεται σαν γυρολόγος για να συλλέξει και άλλες πιστοποιήσεις, καταρτίσεις, είτε μέσω διδακτικών μονάδων είτε με άλλους τρόπους, με την ελπίδα να βρει δουλιά.

Αν δε, συνυπολογίσουμε ότι τέτοιου είδους διδακτικές μονάδες θα παρέχουν και ιδρύματα εκτός της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι φανερό ότι οι νέοι θα οδηγούνται σ' ένα καθεστώς άκρατου ανταγωνισμού, σ' έναν αγώνα δρόμου από τα πανεπιστήμια στα ΙΕΚ, στα φροντιστήρια, στα «κολέγια» και τα κάθε είδους «μαγαζιά» που εμπορεύονται τη γνώση. Ετσι με το σύστημα της μεταφοράς πιστωτικών μονάδων ακόμη και μέσα από άτυπες μορφές εκπαίδευσης, θα αναγνωριστούν και οι σπουδές που πραγματοποιούνται στη χώρα μας μέσα στα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών - «κολέγια» σαν ένα μέρος των σπουδών σε ένα ξένο πανεπιστήμιο. Ετσι τα ξένα πανεπιστήμια θα εισβάλλουν σαν επιχειρηματίες στη χώρα μας, επιβάλλοντας τις αξίες, τα πρότυπα και τις πρακτικές της καπιταλιστικής αγοράς, σε βάρος της επιστήμης και σε αντίθεση με τις ανάγκες της χώρας. Βρισκόμαστε δηλαδή στα πρόθυρα μιας επιχείρησης ιμπεριαλιστικής πολιτιστικής διείσδυσης στην πηγή παραγωγής της γνώσης, στην ανώτατη εκπαίδευση. Βασικός στόχος της πολιτικής της επιχειρηματικής δράσης των πανεπιστημίων και των «ελευθεριών κίνησης» που τους παρέχονται, είναι η υπερίσχυση στα πλαίσια του ανταγωνισμού, των μεγάλων ξένων πανεπιστημίων για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της γνώσης και την κοινωνική χειραγώγηση.

Ολα αυτά συνδέονται και με τις αναφορές στη «διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση», που διαπερνάει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και συνεχίζεται και μετά την ανώτατη. Ο στόχος και εδώ ένας, να παράγεται τέτοιο εργατικό δυναμικό που θα έχει ανάγκη η αγορά.

Τον ίδιο βασικό προσανατολισμό έρχεται να συμπληρώσει η διαδικασία αξιολόγησης των πανεπιστημίων, των σχολών και των προγραμμάτων, με κριτήρια της «αγοράς» και αντίστοιχο καθορισμό της χρηματοδότησής τους. Οι σχολές που έχουν οικονομική σημασία για την ΕΕ και το κεφάλαιο, οι σχολές που θα λειτουργούν «ανταγωνιστικά» και θα εξασφαλίζουν πόρους από «πελάτες» (επιχειρήσεις, σπουδαστές, πτυχιούχους κλπ.) θα χρηματοδοτούνται και θα πριμοδοτούνται πρόσθετα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ άλλες θα περιθωριοποιούνται και θα κλείνουν. Και αυτό έρχεται σε άμεση σύνδεση με την επιχείρηση ιδιωτικοποίησης της έρευνας και την εισαγωγή επιχειρήσεων στις σχολές και στα προγράμματά τους.


Γιάννα ΣΤΡΕΒΙΝΑ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ