ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Οχτώβρη 2003
Σελ. /32
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΝΤΙΝΑΡΚΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Υποκατάσταση αντί για θεραπεία

Κατ' αρχάς οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις σε επιστημολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο. Η επιστήμη, η ηθική, η δεοντολογία, η πολιτική, το δίκαιο και οι νόμοι δεν είναι έννοιες πέρα και έξω από την κοινωνία. Αντίθετα, ως μορφές κοινωνικής συνείδησης, αντανακλούν την υλική βάση της κοινωνίας, επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτήν. Η πολιτική και οι πολιτικές ιδέες ιδιαίτερα, ασκούν σοβαρότατη επίδραση σε όλες τις μορφές κοινωνικής συνείδησης και προσδίδουν σε αυτές ταξικό χαρακτήρα. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για μια ηθική, μια πολιτική ιδεολογία, μια επιστημονική μεθοδολογία. Για παράδειγμα, δε νομίζουμε να αμφισβητεί κανείς ότι υπάρχει η πολιτική ιδεολογία και η ηθική των κυρίαρχων τάξεων και η πολιτική ιδεολογία και η ηθική των εργαζομένων.

Ετσι, μπορεί να θεωρείται ηθικό για τον νυν υπουργό Εξωτερικών, κ. Γ. Παπανδρέου, και τον τέως υφυπουργό Υγείας κ. Θ. Κοτσώνη η χορήγηση ναρκωτικών ουσιών, και συγκεκριμένα ηρωίνης, από τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Αυτό όμως είναι ανήθικο για τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, τους γονείς των εξαρτημένων παιδιών, τους φορείς του μαζικού λαϊκού κινήματος γενικότερα.

Μπορεί να είναι επιστημονικά, ηθικά και δεοντολογικά σωστή για τους εργαζόμενους στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας η αντίθεσή τους στη χορήγηση υποκατάστασης και για άλλους όχι. Το ζήτημα είναι από ποια σκοπιά βλέπει κανείς τα πράγματα και προς όφελος ποιου.

Σε ό,τι αφορά στην επιστήμη και στα επιστημονικά συμπεράσματα, πρέπει να επισημάνουμε πως αυτά καθορίζονται από τη μέθοδο που ο κάθε επιστήμονας εφαρμόζει.

Εάν προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα θεωρητικά συστήματα μελέτης του εξαρτημένου στη βάση μιας διαφορετικής μεθοδολογίας καταλήγουμε πάντα σε δύο αντίθετες μεθόδους: Η πρώτη είναι μια συγκεκριμένη και πολυδιάστατη μεθοδολογική προσέγγιση. Η δεύτερη μεθοδολογική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ως μονοδιάστατη και αφηρημένη.

Στην πρώτη περίπτωση ο εξαρτημένος παρατηρείται μέσα από την ιστορία του χωρίς να τον υποβάλλουμε στην a priori λογοκρισία του λογικού μας ορισμού. Στη δεύτερη περίπτωση ο εξαρτημένος γίνεται μια έννοια αφηρημένη, μεταφυσική και αόριστη, αφού έχει αφαιρεθεί η ουσία του και όλοι ή ορισμένοι από τους υλικούς όρους της ύπαρξής του.

Ετσι, ανοίγει ο δρόμος για απόψεις που θεωρούν την τοξικομανία ως μια χρόνια υποτροπιάζουσα νόσο. Είναι απόψεις που βιολογικοποιούν το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης και που θεωρούν τον τοξικομανή ως ένα σύνολο συστημάτων και όχι ως έναν άνθρωπο που υποφέρει.

Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τη διαρκή αύξηση του κοινωνικού φαινομένου της τοξικομανίας, που έχει πάρει πλέον το χαρακτήρα της πολυτοξικομανίας.

Η χρήση ναρκωτικών ουσιών αυξάνεται σε μια περίοδο διαρκούς όξυνσης της γενικευμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας. Η φτώχεια, η ανεργία, η κρίση στην Παιδεία, στον πολιτισμό είναι η καθημερινή πραγματικότητα για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Σε αυτές τις συνθήκες πριμοδοτείται η πολιτική του «περιορισμού της βλάβης», της «διαχείρισης» και όχι της αντιμετώπισης του προβλήματος, της πολιτικής που διέπεται από την αρχή του «κόστους - αποδοτικότητας».

Δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός πως ενώ η Ελλάδα έχει τα μικρότερα ποσοστά εισόδου στη χρήση ναρκωτικών ουσιών συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) - πλην των διαλυτών και του αλκοόλ - το βάρος της αντιναρκωτικής πολιτικής πέφτει στην υποκατάσταση κι όχι στην πρωτογενή πρόληψη. Θα έπρεπε το βάρος να δοθεί στο μαθητικό και νεανικό πληθυσμό με ειδικά προγράμματα πρόληψης, τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα.

Για ποια όμως «υποκατάστατα» μιλάμε όταν το πρόβλημα σήμερα είναι η πολυτοξικομανία; Πόσα υποκατάστατα θα χορηγούν και για ποιες και πόσες ουσίες;

Για ποιες καινούριες εξελίξεις στο χώρο της φαρμακευτικής μπορούμε να μιλάμε όταν η BAYER εισάγει στην αγορά την ηρωίνη ως υποκατάστατο της μορφίνης το 1898 και η HOECSHT παράγει τη μεθαδόνη το 1943;

Εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι τα προγράμματα υποκατάστασης με μεθαδόνη αρχίζουν να λειτουργούν το 1963, φαίνεται πως η υπόθεση της υποκατάστασης δεν είναι και τόσο πρόσφατη. Η θεραπεία προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο θεραπευτικό πλαίσιο και ένα σύνολο θεραπευτικών παρεμβάσεων στο επίπεδο της προσωπικότητας των εξαρτημένων ατόμων. Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε όρους και έννοιες που αφορούν στη ζωή χιλιάδων νέων ανθρώπων.

Η συντήρηση της εξάρτησης περνάει το μήνυμα ότι ο εξαρτημένος είναι ανίατος και διά βίου θα πρέπει να παίρνει την ηρωίνη ή τα υποκατάστατά της, όπως ο διαβητικός την ινσουλίνη του. Σε όλες βέβαια τις περιπτώσεις ο χρήστης θα αναζητάει συμπλήρωμα της ουσίας παράνομα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το παράνομο εμπόριο της μεθαδόνης ανθεί στις μέρες μας.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η χρήση δεν εξαντλείται στη μια ή στην άλλη ουσία αλλά είναι ένας τρόπος ζωής. Σ' αυτή την περίπτωση εάν ο τοξικομανής θεωρηθεί άρρωστος, και μάλιστα ανίατος, και εάν αντιμετωπιστεί στα πλαίσια της πολιτικής του «περιορισμού της βλάβης», τότε μοιραία θα ενταθούν τα φαινόμενα κοινωνικού ρατσισμού και θα οδηγηθούν οι κοινωνίες στο να ξεφορτώνονται τους τοξικομανείς αντί να τους θεραπεύσουν.

Βέβαια, η ύπαρξη μονάδων υποκατάστασης υψηλών προδιαγραφών για ειδικές κατηγορίες τοξικομανών είναι αναγκαία. Σε καμία όμως περίπτωση δεν καταλαβαίνουμε την τάση για χορήγηση υποκαταστάτων άνευ όρων. Σε τι θα βοηθήσει έναν εξαρτημένο που έχει ήδη κάνει χρήση μιας ή και περισσότερων ουσιών η χορήγηση του Α ή του Β υποκατάστατου;

Είναι επικίνδυνη η πολιτική που εμπλέκει το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) στη χορήγηση υποκαταστάτων τη στιγμή που τα νοσοκομεία υποφέρουν από κάθε είδους ελλείψεις, τη στιγμή που δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός με ενιαία φιλοσοφία και αντίληψη για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών, τη στιγμή που η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) βρίσκεται στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε, τη στιγμή που υπάρχει «ανυπαρξία» πολιτικής Πρόνοιας, τη στιγμή που η σχέση μεταξύ Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας παρουσιάζει εικόνα διάλυσης.

Το ΕΣΥ οφείλει να αναπτύξει τόσες δομές θεραπείας των εξαρτημένων ατόμων όσες έχει ανάγκη η χώρα. Αυτό άλλωστε είναι πάγιο αίτημα των επιστημόνων και συνδικαλιστικών οργάνων του χώρου της Υγείας. Αντί, όμως, η πολιτεία να αναπτύξει μονάδες θεραπείας στα πλαίσια του ΕΣΥ, αναπτύσσει μονάδες υποκατάστασης. Η μονάδα απεξάρτησης του 18 ΑΝΩ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ) λειτουργεί κάτω από συγκεκριμένους όρους και συγκεκριμένες προϋποθέσεις με λειτουργική αυτοτέλεια. Οι εξωνοσοκομειακές δομές του 18 ΑΝΩ εμποδίζουν το συνωστισμό των τοξικομανών στο νοσοκομείο και διευκολύνουν την παροχή θεραπευτικών υπηρεσιών προς αυτούς. Ποιες από τις μονάδες υποκατάστασης που δημιουργεί ο Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) στα δημόσια νοσοκομεία πληρούν τις προϋποθέσεις του 18 ΑΝΩ;

Η μάχη ενάντια στα ναρκωτικά προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ευρύτατου κινήματος. Η μετατροπή του ΟΚΑΝΑ σε γραφειοκρατικό μηχανισμό που τελεί υπό κυβερνητικό έλεγχο και ελέγχει και συντονίζει όλες τις υπηρεσίες αντιμετώπισης των ναρκωτικών στην Ελλάδα βάζει στο περιθώριο την υπόθεση της αντιπροσώπευσης σε αυτό το όργανο των θεραπευτικών μονάδων, των κοινωνικών φορέων, του μαζικού και νεολαιίστικου κινήματος.

Αυτός ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν καταργεί απλά την αυτονομία των φορέων που εμπλέκονται στην πάλη ενάντια στα ναρκωτικά αλλά ανατρέπει τις προσπάθειες για μια ορθολογική ανακατανομή τόσο των πόρων όσο και των προτεραιοτήτων στο επίπεδο της πρόληψης, της θεραπείας, της κοινωνικής επανένταξης, της «υποκατάστασης», της εκπαίδευσης και της έρευνας.

Οντας ο ΟΚΑΝΑ ξεκομμένος από το κίνημα ενάντια στα ναρκωτικά έχει ίσως λαθεμένη αντίληψη για τις δραστηριότητες αυτού του κινήματος. Σε διαφορετική περίπτωση, θα γνώριζε ότι στην επέκταση των μονάδων υποκατάστασης στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας αντιτίθεται όχι μια μερίδα επαγγελματιών Υγείας αλλά το σύνολο των επιστημονικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων τόσο στο χώρο της Υγείας όσο και γενικότερα.

Να θυμίσουμε ότι οι φορείς που ασχολούνται με το θέμα των ναρκωτικών στην Ελλάδα, οι σύλλογοι γονέων και φίλων των ατόμων που βρίσκονται σε θεραπευτικές κοινότητες κι ένα πλατύ φάσμα μαζικών φορέων, 34 στο σύνολό τους, συνεργάστηκαν επί μήνες μετά την ανακοίνωση της απόφασης του υπουργού Υγείας για τη χορήγηση της βουπρενορφίνης από τα δημόσια νοσοκομεία και δημοσιοποίησαν την αντίθεσή τους με κοινή ανακοίνωσή τους στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.


Ηλίας ΜΙΧΑΛΑΡΕΑΣ
Αντιπρόεδρος της Επιστημονικής Ενωσης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής

Η επέκταση των προγραμμάτων υποκατάστασης ναρκωτικών ουσιών απ' τον Οργανισμό κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και η εγκατάσταση μονάδων υποκατάστασης στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας προκάλεσαν ευθύς εξαρχής αντιδράσεις φορέων και έφεραν τον επιστημονικό αντίλογο.

Με αφορμή την πρωτοβουλία του υπουργού Μακεδονίας - Θράκης Χ. Καστανίδη για ίδρυση μονάδων ΟΚΑΝΑ, βολιδοσκοπήθηκαν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης αν δέχονται τη λειτουργία των κέντρων αυτών μέσα στους χώρους δουλιάς των νοσοκομείων. Η Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ) με ανακοίνωσή της (Βλέπε «Ρ» της 2.10.2003) θεωρεί μεν σωστή ενέργεια την ίδρυση μονάδων του ΟΚΑΝΑ αλλά υπογραμμίζει ότι η επιλογή των νοσοκομείων «δείχνει άγνοια και προχειρότητα».

Η πρόεδρος του ΟΚΑΝΑ Αννα Κοκκέβη, με επιστολή της στο «Ρ» (δημοσιεύτηκε στις 10/10/2003) επιχείρησε να αντικρούσει τις ενστάσεις της ΕΝΙΘ, και μεταξύ των άλλων υποστηρίζει: «Θα ήταν επομένως επιστημονικά, ηθικά και δεοντολογικά ασύμβατο με το ρόλο των νοσοκομείων και των γιατρών η μη σθεναρή υποστήριξη από μέρους τους της ενσωμάτωσης στις υπηρεσίες υγείας παρόμοιων υπηρεσιών για τα εξαρτημένα άτομα».

Σήμερα για τα θέματα της υποκατάστασης γράφει ο Ηλίας Μιχαλαρέας, Αντιπρόεδρος της Επιστημονικής Ενωσης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ