ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011
Σελ. /24
Προς ένα ζεστό φθινόπωρο!

Από τα σχολικά χρόνια γνωρίζουμε ότι μετά το δεκαπενταύγουστο αρχίζει η αντίθετη μέτρηση που οδηγεί στην ψύχρα και τη σκοτεινιά του φθινοπώρου. Ωστόσο, ας μη μας πιάνει κατάθλιψη από τώρα, μια που το φετινό φθινόπωρο διαγράφεται θερμό ... Οι ταινίες πάντως που εγκαινιάζουν την «μετά-Παναγίας» περίοδο, δεν ανταποκρίνονται στο ύψος ενός «καθώς πρέπει» φθινοπωρινού vernissage!

Εννέα συνολικά οι ταινίες της εβδομάδας. Πέντε οι πρεμιέρες και όλες οι υπόλοιπες επανεκδόσεις. Από το κίβδηλο και πλαστικοποιημένης αισθητικής κατασκεύασμα του Δανού Περ Φλι «Η γυναίκα που ονειρεύτηκε έναν άνδρα» που είδαμε τον περασμένο χειμώνα, έως την κλασική ρομαντική κωμωδία του Πιέρ Ετέξ «Ο μεγάλος έρωτας» από το 1969 και την ταινία ορόσημο της γαλλικής νουβέλ βαγκ «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ από το 1960. Τέλος, σε επανέκδοση η σπάνια ασπρόμαυρη ταινία του σκηνοθέτη, συγγραφέα και θεωρητικού κινηματογράφου Αδωνι Κύρου, από το 1965, «Το Μπλόκο», για τους 315 εκτελεσμένους, από τους Ναζί και τους Ελληνες συνεργάτες τους, πατριώτες, στη Μάντρα της Κοκκινιάς.

Η «Ατακτη καθηγήτρια» είναι αμερικάνικη κωμωδία παραγωγής 2011, σε σκηνοθεσία Τζέικ Κάσνταν. Η Κάμερον Ντίαζ κρατά το ρόλο της κακομαθημένης και αθυρόστομης καθηγήτριας με μοναδικά στη ζωή της ενδιαφέροντα το μισθό «που πέφτει» κάθε μήνα και τη σέξι εμφάνισή της, την οποία υπολογίζει να εξαργυρώσει με ένα πλούσιο κορόιδο για να μη στερηθεί τα λούσα και τις ανέσεις της.

Αμερικανικής παραγωγής 2011 είναι και το θρίλερ του Ελιοτ Λέστερ «Blitz», με τον Τζέισον Στέιθαμ στο ρόλο του σκληροτράχηλου και ασυμβίβαστου ντετέκτιβ Μπραντ που αναλαμβάνει να συλλάβει ένα serial δολοφόνο αστυνομικών στο νότιο Λονδίνο. Η ταινία είναι κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του συγγραφέα Κεν Μπρούεν, του τέταρτου μυθιστορήματός του με κεντρικό ήρωα τον αστυνόμο Μπραντ.

Γλυκόπικρα τρυφερή και ανθρώπινη η αμερικάνικη δραματική κωμωδία χαρακτήρων που ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, σε θέματα στενών προσωπικών σχέσεων αποκαλύπτονται πρωτάρηδες. Παραγωγής 2010 η ενδιαφέρουσα ταινία του Μάικ Μιλς «Οι πρωτάρηδες». Στους κύριους ρόλους οι έμπειροι και πανάξιοι ηθοποιοί Κρίστοφερ Πλάμερ και Γιούαν ΜακΓκρέγκορ τους οποίους συνοδεύει η γοητευτική Παριζιάνα Μελανί Λοράν.

Επίσης αγγλόφωνο, παραγωγής 2011 και το βρετανικό θρίλερ «The veteran» σε σκηνοθεσία Μάθιου Χόουπ. Είναι η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει από το μέτωπο του Αφγανιστάν και αποκαλύπτει μια συνωμοσία μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και εμπόρων ναρκωτικών...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΑΔΩΝΙΣ ΚΥΡΟΥ
Το Μπλόκο

Χτες, ήταν η 67ηεπέτειος από το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Στις 17 Αυγούστου του 1944, το αίμα 315 πατριωτών, που εκτέλεσαν οι ναζί, πότισε τη Μάντρα της γειτονιάς. Χαράματα Παρασκευής άρχισαν όλα. Στις 2.30 το πρωί, ξεκινά και η ταινία του Αδωνι Κύρου. Μέσα στο σκοτάδι... Λακωνική και απέριττη η αφήγησή του, ντοκουμενταρίστικη η ματιά του, όταν προβαίνει σε αναπαράσταση των γεγονότων εκείνου του πρωινού, είκοσι και, χρόνια μετά. Χωρίς ίχνος περιττού συναισθηματισμού, χωρίς φαφλατάδικες φιοριτούρες, με την ιστορική μνήμη - συλλογική και προσωπική - να έχει ήδη υποβληθεί σε διαδικασία απόσταξης και να 'χει απομείνει μόνο το απόσταγμα, η γυμνή ουσία.

Γι' αυτό και οι όποιες ετεροχρονισμένες - σκηνογραφικά - παράμετροι (όπως η δόμηση στην περιοχή, αλλά και τα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων στα γυρίσματα, στοιχεία που ευθέως παραπέμπουν στη δεκαετία που γυρίστηκε το φιλμ), όχι απλά δεν ενοχλούν ή ξενίζουν, αλλά αντίθετα υπερτονίζουν τη διαχρονικότητα του θέματος. Και οι καταστάσεις αυτές καθαυτές, και οι σχέσεις που τις συνθέτουν, έχουν και αυτές υποταχθεί στην κλίμακα των προτεραιοτήτων που έχει προσδιορίσει η ιστορική ανάγκη. Η σχηματική αυτή διάταξη ίσως κάνει την εικόνα να φαντάζει απλοϊκά μονοσήμαντη. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι! Το πλέγμα των συναισθημάτων, των ηθικών διλημμάτων, της αλληλεγγύης και σεβασμού του αγώνα, της αντίστασης στη βία και τις θηριωδίες των εξουσιαστών, η αναγνώριση, βουβή ή βροντερή, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σαν χαρακτηριστικό του εξανθρωπισμένου ανθρώπου παραμένει σταθερά παρόν σαν υποδόρια στρώση και είναι αυτό το πλέγμα που ρυθμίζει τις προσωπικές, αλλά και τις συλλογικές συμπεριφορές.


Μετρημένες οι κινήσεις, μετρημένος ο λόγος, τίθενται ενσυνείδητα στην υπηρεσία της εξουσίας της αισθητικής του ιστορικού χωροχρόνου. Στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και στα πέριξ. Ακόμη και ο θάνατος και ο πόνος κι ο σπαραγμός, κι αυτός βουβός, σαν βγαλμένος από την αρχαία τραγωδία, μαζί με τις μαυροφορούσες σε σχηματισμό χορικού. Και τα πορτρέτα των ηθοποιών, ο τρόπος ερμηνείας τους, το στήσιμό τους δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει το παραμικρό από όποιον «ξένο» συνάδελφό τους της εποχής. Μάλλον οι σημερινές κινηματογραφικές «περσόνες» έχουν να ζηλέψουν από αυτούς.

Μια ένδοξη σελίδα στην πάλη αυτού του λαού, που σήμερα αξιώνει επίμονα να ξανακουστεί η φωνή και το μήνυμά της. Μια ένδοξη σελίδα του ελληνικού κινηματογράφου που αντέχει - σε μεγάλο βαθμό - στο χρόνο...

Παίζουν: Μάνος Κατράκης, Κώστας Καζάκος, Γιάννης Φέρτης, Αλεξάνδρα Λαδικού, Ξένια Καλογεροπούλου, Σταύρος Τορνές, Κώστας Μπάκας, Κούλα Αγαγιώτου, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (1965).


ΖΑΝ ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
Με κομμένη την ανάσα

Η παρθενική ταινία του Γκοντάρ, που κατά κύριο λόγο συνιστά την πλατφόρμα για τις πάσης φύσης μυθολογίες, που διατείνονται ότι ο σκηνοθέτης δημιουργεί βαθυστόχαστο και διφορούμενης θεματικής έργο. Στην πραγματικότητα, οι ταινίες του Γκοντάρ εύκολα «σηκώνουν τα χέρια ψηλά» σε αναγνώσεις υψηλού επιπέδου. Το ουσιαστικό, όμως, πρόβλημα είναι ότι παραμένουν παραπλανητικές σε επίπεδο απλής υποδήλωσης. Δεν είναι δύσκολο να δώσει κανείς απάντηση στο τι πραγματεύεται σαν «σενάριο» μια ταινία του Γκοντάρ - ιδιαίτερα για κάποιον εξοικειωμένο με τα διάφορα κλισέ του σκηνοθέτη, τα οποία άπτονται είτε της κοινωνικής κριτικής, της ύπαρξης και χρήσης του ρομαντικού και του μπρεχτικού στοιχείου, είτε της αφηγηματικής αυθαιρεσίας. Είναι, όμως, σχεδόν αδύνατο να μπορέσει κάποιος να απαντήσει στο τι κυριολεκτικά συμβαίνει σε επίπεδο «μύθου» της κάθε ταινίας. Κι αυτό γιατί ακριβώς οι ταινίες του Γκοντάρ αντιστέκονται σθεναρά στην αφηγηματική κατανόηση, κάτι που δε συνιστά απλά πρόβλημα ερμηνείας!

Την εποχή που διαμορφώνεται το γαλλικό «νέο κύμα», ο Ζαν - Λικ Γκοντάρ είναι μέλος της σύνταξης των «Κινηματογραφικών Τετραδίων» και υποστηρικτής της «πολιτικής των δημιουργών», δηλαδή των κινηματογραφιστών που χαράζουν τη στάμπα του δικού τους στιλ στο έργο τέχνης μέσα από άκρως προσωπικές επιλογές, δεδομένου ότι ο κινηματογράφος συνιστά μια γλώσσα και ο δημιουργός κάνει χρήση μιας προσωπικής γραφής, χωρίς να επηρεάζεται από την τεχνική. Το 1959 ο Γκοντάρ, πιστός στη γλωσσολογική υπέρβαση, γυρίζει το «Με κομμένη την ανάσα», όπου κάνει χρήση των κωδίκων του χολιγουντιανού φιλμ νουάρ. Είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία σε σενάριο δικό του, στηριγμένο σε μια ιδέα του Φρανσουά Τριφό. Η ιστορία, που παράλληλα λειτουργεί και σαν συλλογισμός γλωσσολογικός, είναι απλή και διέπεται από την τάση κατακερματισμού της «συνέχειας» και διασκορπισμού της αφήγησης σε χιλιάδες σημεία. Ο Μισέλ, μικρο-γκάνγκστερ, κλέβει ένα αυτοκίνητο στη Μασσαλία και πυροβολεί και σκοτώνει τον αστυνομικό που τον καταδιώκει στον αυτοκινητόδρομο. Καταζητούμενος και άφραγκος κατευθύνεται, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει κάποια λεφτά για να διαφύγει στην Ιταλία, προς την φίλη του Πατρίσια, Αμερικανίδα σπουδάστρια, υποψήφια δημοσιογράφο, μια τυχαία γνωριμία, που πουλάει στους δρόμους του Παρισιού την «New York Herald Tribune». Η κοπέλα και ο Μισέλ περνούν μαζί μια νύχτα παράλογης σχέσης και το πρωί εκείνη τον καταδίδει στην αστυνομία, που αργότερα τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.


Την πρώτη αυτή ταινία του Γκοντάρ συνοδεύουν παιάνες για τον σκηνοθέτη, που κατάφερε συντριπτικό χτύπημα στις παραδοσιακές μορφές αφήγησης και κατάστρεψε ολόκληρο το κινηματογραφικό συντακτικό. Με τη διαγραφή όλων των συνδετικών στοιχείων που θεωρούνταν απαραίτητα ώστε να γίνεται κατανοητή η πορεία της αφήγησης, ο Γκοντάρ εγκαθιστά - όσο κανένας άλλος κινηματογραφιστής - μια παντελώς ιδιότροπη ή μάλλον αυθαίρετη χρήση της αφηγηματικής τεχνικής. Για παράδειγμα, τα jump cuts που εγκαινιάζονται στο «Με κομμένη την ανάσα» παραμένουν ανεξήγητα, τόσο σαν επιλογή χρονική όσο και σε σχέση με τα συμφραζόμενα, σύμφωνα με όποια συνεπή αρχή αφηγηματικής συνάφειας, ενώ η προσέγγιση δεν ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα έρευνας με λογική ακολουθία: Δεν υπάρχει δήλωση της υπόθεσης, δεν υπάρχουν σύνδεσμοι που να οδηγούν σε τεκμήρια, δεν υπάρχουν συμπεράσματα. Ο Γκοντάρ δεν αναλύει τίποτα. Χρησιμοποιεί έννοιες, όπως «ανάλυση» και «επιστήμη» ποιητικά, σαν μετρητές σε ένα τυπικό παιχνίδι. Τα φιλμ του υπαινίσσονται πολλά, χωρίς, όμως, να αποδεικνύουν τίποτα.

Παίζουν: Τζιν Σίμπεργκ, Ζαν - Πολ Μπελμοντό, Ντανιέλ Μπουλανζέ, Κλοντ Μανσάρ, Ροζέ Ανέν, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1960).


ΖΕΡΟΜ ΣΑΛ
Διεθνής συνωμοσία

Κακή ταινία, απ' αυτές που δεν πάει κανείς να δει στο σινεμά. Γαλλόφωνο block buster, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αντίστοιχες αμερικάνικες παραγωγές που προσβλέπουν σε ένα είδος κακόγουστης διασκέδασης που αρχίζει και τελειώνει στα πλαίσια ενός φτηνού - στην ουσία του - υπερθεάματος, με συνταγές που έχουν για υλικά τους φρενήρεις ρυθμούς μιας μπαγιάτικης - λόγω ελλείμματος αυθεντικότητας - και προβλέψιμης περιπέτειας και μιας δράσης για τη δράση.

Η εν λόγω ταινία είναι το δεύτερο μέρος, η συνέχεια, του φιλμ του 2008 «Largo Winch», σε σκηνοθεσία πάλι του Ζερόμ Σαλ. Βασίζεται, δε, στη σειρά των ομότιτλων κόμικς των Βέλγων Philippe Francq και Jean Van Hamme, τα οποία πρωτοκυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο και αυτήν τη φορά, ο ίδιος ερμηνευτής, ο αναδυόμενος ζεν πρεμιέ Τομέ Σισλέ.

Ο κύριος χαρακτήρας της σειράς ο Largo Winch - το πραγματικό όνομά του είναι Largo Winczlav, με κατάληξη δηλωτική καταγωγής - είναι ένας νεαρός play boy, ένας ορφανός δισεκατομμυριούχος με μεγάλη καρδιά, που μετά το θάνατο του θετού του πατέρα, Βόσνιου μεγιστάνα Nerio Winch, αποφασίζει να μεταμορφωθεί σε καλό Σαμαρείτη. Ο Largo ανακοινώνει την απόφασή του να πουλήσει τον πολυεθνικό του Ομιλο W που μόλις του κληροδοτήθηκε και την αδιαμφισβήτητη επιθυμία του να ιδρύσει μια φιλόδοξη ανθρωπιστική, φιλανθρωπική, οργάνωση. Βέβαια, τον έχουν προειδοποιήσει για τις δυσκολίες που θα συναντήσει το «παράλογο» αυτό εγχείρημα. Πράγματι, τη μέρα της υπογραφής των συμβολαίων για την πώληση του ομίλου σε έναν άξεστο Ρώσο νεοκαπιταλιστή, η εισαγγελέας του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου απευθύνει στον Λάργκο τη βαριά κατηγορία - μετά από μυστηριώδη καταγγελία - του υπεύθυνου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε ένα χαμένο χωριό στη ζούγκλα της Βιρμανίας. Το χωριό αυτό ήταν χτισμένο πάνω από υπέδαφος που έκρυβε πολύτιμα κοιτάσματα, τα οποία ο Ομιλος W ήθελε να οικειοποιηθεί. Ο Λάργκο για να αποδείξει την αθωότητά του επιστρέφει στον τόπο που άρχισαν όλα, στα παρθένα δάση της Βιρμανίας που έζησε για κάποια χρόνια και επανεξετάζει την πορεία και τα ίχνη των παλιών του διαδρομών.

Ταινία χοντροκομμένη, τετράγωνη, διακοσμητική, παγωμένη, χωρίς ψυχή και γοητεία, με αδυναμίες που γίνονται αντιληπτές ήδη από την αρχή της, όταν ψάχνει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο πλήθος των βασικών πληροφοριών με τις οποίες οφείλει να εφοδιάσει τον θεατή ώστε να μπορέσει να προσανατολιστεί στη διαδικασία κατανόησης και εξαγωγής νοήματος και την ταυτόχρονη καταιγιστική δράση στην καταδίωξη με τα αυτοκίνητα. Η ταινία που κάνει χρήση όλων των κλισέ των ταινιών του είδους δε διαθέτει ίχνος όχι μόνο αυθεντικότητας, αλλά και αξιοπιστίας. Επίσης, η ίντριγκα της εκδίκησης είναι ισχνή και χωλαίνει και από τα δύο πόδια. Ενα προβλέψιμο θρίλερ, ένας θρίαμβος της μεταμοντέρνας θεώρησης του κόσμου, ένα κατακερματισμένο από τα χρονικά πηγαινέλα υπό μορφή flash back φιλμ: «Τρία χρόνια νωρίτερα» από δω, «τρία χρόνια αργότερα» από κει και δώστου πάλι «τρία χρόνια νωρίτερα» και «τρία αργότερα»...

Η σκηνοθεσία βαδίζει στη γραμμή «διαφήμισης» που έχει χαράξει, χωρίς νεκρούς χρόνους και με την κάμερα σε αέναη κίνηση προς πάσα κατεύθυνση και με ταχύτητα φωτός. Τόσο που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις και να ελέγξεις τη λεπτομέρεια, τόσο που να βγαίνεις από την αίθουσα με πονοκέφαλο. Καταρράκτες, νερά, εξωτικά τοπία, θεαματικά ξενοδοχεία και, το κλου, μονομαχία σε ελεύθερη πτώση από αεροπλάνο μεταξύ του καλού Βόσνιου Λάργκο και του δαιμονοποιημένου για μια εικοσαετία, κακού Σέρβου πληρωμένου δολοφόνου.

Ειδική μνεία χρήζει η μπαγιάτικη Σάρον Στόουν σε ρόλο γλάστρας «αδιάφθορης» Αμερικάνας εισαγγελέα του διεθνούς - και όχι του ειδικού - ποινικού δικαστηρίου. Σε ρόλο Κάρλα Ντελ Πόντε μεν, αλλά με καθοριστικό της χαρακτηριστικό, την κίνηση - το σταυροπόδι στο «Βασικό Ενστικτο» που την επέβαλε διεθνώς ως σταρ. Μια κίνηση που η ίδια επαναλαμβάνει μυριάδες φορές στο φιλμ, προβοκάροντας τον θεατή και κλείνοντάς του γαργαλιστικά το μάτι. Καρικατούρα του εαυτού της.

Για να μην αναφερθούμε στον - άλλοτε - σπουδαίο Λοράν Τερζιέφ. Τι την ήθελε αυτήν την τελευταία εμφάνιση σ' αυτό το πράμα λίγες μέρες πριν πεθάνει; Ιδιος νεκροκεφαλή, με το κοκαλιάρικο σώμα του στο ρόλο ενός γέρου διαβητικού, ενός Ελβετού πρώην προέδρου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που παίρνει την τελευταία του εκδίκηση, παλεύοντας να μαχαιρώσει μάλιστα την Σάρον Στόουν ...

Παίζουν: Τομέ Σισλέ, Σάρον Στόουν, Λοράν Τερζιέφ, Ούλριχ Τουκούρ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ