ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Μάρτη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ

Ο Σταύρος Κουτράκης γεννήθηκε στο Πυθαγόρειο της Σάμου το 1951. Οταν τέλειωσε το Γυμνάσιο - Λύκειο, μετοίκησε στην Αθήνα και σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο. Πήρε πτυχίο Ωδικής την οποία και δίδαξε για ένα χρόνο. Ο Σταύρος Κουτράκης είναι πολυτάλαντος, ασχολείται και με άλλες μορφές της Τέχνης. Εχει εργαστεί σε θέατρα ζωγραφίζοντας σκηνικά, (Ακροπόλ, Σμαρούλα, Κηποθέατρο κλπ.). Δικά του έργα ζωγραφικής έχουν παρουσιαστεί σε μια ατομική έκθεση (1980 στον Υδροχόο), ενώ έχει συμμετοχή σε πολλές ομαδικές.

Εχει βραβευτεί για το λογοτεχνικό του δοκίμιο με θέμα: «Εισαγωγή στο Λαϊκό μας πολιτισμό συμμετέχοντας σε διαγωνισμό στις Γιορτές της Ανοιξης στην Ηλιούπολη.

Ζει στη Σάμο από το τέλος του 1980. Εχει πραγματοποιήσει πέντε ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ δίδαξε Ζωγραφική και Μουσική στη ΝΕΛΕ. Οργάνωσε με άλλους τη Μουσική παρέα που λειτούργησε για εφτά χρόνια. Συνεχίζει τη Ζωγραφική σκηνικών για θεατρικές παραστάσεις (θεατρική ομάδα Σάμου, Ιδρυμα Ν. Δημητρίου και σχολικές παραστάσεις). Εχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές: «Μέγα θέρος - Επος τάχα» το 1998 και «Πανδώρα» το 2000.


Το ταμπλό

Γρηγοριάδης Κώστας

Ακίνητος ο ζωγράφος πάνω στο σκαμπό του. Ακίνητη και η όμορφη κοπελιά στο ταμπλό της. Δεν είναι η στατικότητα της όλης κατάστασης που δίνει ζωντάνια στη ζωγραφιά. Για μήνες, κάθε βράδυ απόθετε στο τελάρο όλη την ικμάδα του. Αλλοι το λένε περίσσευμα ψυχής ή διάφορα βαρυσήμαντα, μα όχι κι ο ίδιος. Το ήθελε πολύ. Αυτό ήταν όλο. Ωρίμαζε για χρόνια στο μυαλό του κι όταν έφτασε η ώρα, όλα κύλησαν πολύ εύκολα.

Παράλληλα με τις άλλες του δουλιές, έστησε το μεγάλο τελάρο σε μια γωνιά και το σκέπασε μ' ένα σεντόνι. Γραμμές χρειάστηκε ελάχιστες. Ηταν σαν να τις έβλεπε, όταν άπλωνε τα διακριτικά χρώματα κι αυτά με τη μέγιστη οικονομία. Ετσι κι αλλιώς η τεχνική του είναι εξαιρετικά αφαιρετική, πολλές φορές χωρίς θέμα, κι αυτό αρέσει πολύ στους κύκλους του. Οι άσχετοι δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Αυτή η δουλιά όμως τον έφερε, άθελά του, πολύ κοντά στον πραγματισμό. Τόσο, που κάποιες φορές να δυσανασχετεί.

Το κοιτούσε για ώρες κάθε βράδυ, πριν απλώσει χέρι πάνω του. Μερικές φορές δεν ξεκινούσε καν. Οταν το αποφάσιζε κάποια στιγμή, αργά τη νύχτα, οι κινήσεις του ήταν μετρημένες κι αποτελεσματικές. Δε χρειάστηκε στην πορεία να κάνει διορθώσεις σοβαρές. Αυτό έδινε ολοφάνερη καθαρότητα στο σύνολο.

Κοντά ξημερώματα που ξάπλωνε, σχεδίαζε στη μνήμη του τις επόμενες κινήσεις, κοιτώντας την ξύλινη οροφή. Αυτή πια έχει γίνει στο μυαλό του μια μεγέθυνση του πίνακα. Εφερνε εξάλλου και κάποιες αναλογίες μ' αυτόν. Υστερα κοιμότανε βαθιά, μέχρις αργά.

Ακίνητος λοιπόν στο σκαμπό κι αναποφάσιστος. Ωστόσο, ήταν ήδη αργά. Τα λίγα που είχαν μείνει να κάνει, απόψε φάνταζαν βουνό. Οταν του τύχαινε κάτι τέτοιο, στεκότανε μακρύτερα και το 'παιρνε απ' την αρχή. Αυτό έκανε και τώρα. Διάβασε την αέρινη φιγούρα που εισέβαλε σαν καμπάνα στο πάνω μισό, έχοντας κατακτήσει οριστικά τη βάση. Διάνοιγε τριανταφυλλιές ολάνθιστες, και μήλα, πιο ψηλά, στο δέντρο πάνω, σκουρόχρωμα, απίστευτης βαρύτητας και αταξίας. Οι καρποί των χεριών της, σε οριζόντια, χαλαρή πλέξη, ανέμελα κι αποφασισμένα μαζί, κρατούσαν όλη τη σύνθεση στον αέρα. Στα χείλη της, δάνειο κόκκινο απ' τα μήλα, και ροδαλό απ' τα τριαντάφυλλα, σε όλο το δέρμα της, ανεξαρτήτως. Τα μαλλιά της ξεχείλιζαν από μαντίλι ισόχρωμο και κρατούσαν ευεργετικό διάκενο πάνω στους ώμους της. Το πιγούνι της ελαφρά γραμμένο, ισόμετρα σχεδόν. Γαλήνη κι αντάρα, ήλιος και βροχή να πεις. Εύθραυστη τάξη σε συμπαθέστατο χάος! «Οι εποχές» το 'χε ονοματίσει ή «Κόσμος». Μάλλον αντίθετα, από τους τίτλους είχε ξεκινήσει.

Δούλεψε πολύ λίγο με μοντέλο και μόνο στην αρχή, μα τώρα μάλλον θα τη χρειαζόταν πάλι. Τέλειωνε την περιοχή των ματιών. Εκεί προσηλώθηκε και μάζεψε το μυαλό του. Ηθελε όλη η φρεσκάδα του Μάη να καλύπτει την ωριμότητα της μύτης και ν' απωθεί τη σύνεση των φρυδιών, ας το πούμε κι έτσι. Μα χάθηκε ανάμεσά τους. Κάτι ήλθε απρόσκλητο και τα χάλασε όλα.

Τεντώθηκε και δοκίμασε απ' την αρχή. Τα ίδια και πάλι. Γραμμές σκληρές μάλλον και χρώματα βαριά, σε σχέση. Μετά από πολλές προσπάθειες, κουράστηκε. Σκέπασε βιαστικά το τελάρο κι έσβησε τα φώτα.

Στο κρεβάτι του έπεσε αποφασισμένος να κοιμηθεί, μα η γνώριμη διαδικασία άρχισε από μόνη της. Εκλεισε σφιχτά τα μάτια για να ξεφύγει απ' το ελάχιστο φως. Κι έτσι ακόμα, το πλαίσιο της οροφής άρχισε να γράφεται αντίκρυ του, όλο κι εντονότερα. Ξεδιπλώθηκε και η φιγούρα του ταμπλό, ελαστική, μέχρι να βρει τα σημάδια της και να καθίσει. Στο μέρος των ματιών είναι ακόμα ένα κενό που βαθαίνει όσο περνάει η ώρα, σε μια δυναμική απαίτηση. Το ξύλο εκεί ακριβώς έχει δυο ρόζους σύμμετρους με καθοδικούς άξονες, σκέτη λύπηση. Προσπάθησε να τους αποφύγει και τότε δυο σπιθίτσες, από μέσα του κίνησαν κι έγιναν μάτια στο τέλος, που θρονιάστηκαν πάνω ή μέσα στους ρόζους. Θέλησε να τα προσεγγίσει. Κάπου θα τα είχε δει αυτά τα μάτια, αλλά πού; Δεν ήταν του μοντέλου, όχι τόσο αδιάφορα, και κανενός γνωστού του, όχι τόσο οικεία. Ετσι που ήταν, θλιμμένα και θυμωμένα μαζί, θα το θυμηθεί. Δεν τα βλέπει συχνά τέτοια μάτια. Αρχισε να ξετυλίγει τη μέρα που πέρασε κατά πίσω και να, κάτι σκάλωσε στο μυαλό του. Είπε να ξεκινήσει απ' το σημείο αυτό, μα στάθηκε αδύνατο. Αθελά του, πήγε πολύ πιο πίσω.

Το πρωί είχε ξυπνήσει αργά. Κατέβηκε με ταξί μέχρι το κέντρο και πήρε τον καφέ του στο στέκι που συχνάζει το σινάφι του. Είπε πολλά κι άκουσε περισσότερα, τα γνωστά λίγο-πολύ. Χαιρέτησε κι έκανε μια μεγάλη βόλτα. Είδε και μερικές εκθέσεις, πάει το πρωινό του όλο. «Μετράει πολύ η γνώμη σας», του είπε η κυρία στην τελευταία αίθουσα, χαρούμενη για τα καλά λόγια που άκουσε.

Ητανε νέος ακόμα, η φήμη του όμως, από μερικές καλές εκθέσεις, διάχυτη στην πιάτσα, τον έκανε υπολογίσιμο, περισσότερο απ' ό,τι νόμιζε. Ζούσε μόνος. Είχε οργανώσει τη ζωή του ικανοποιητικά, χωρίς να χρειαστεί να παρατήσει αναξιόπρεπα τις αρχές του. Δεν ήταν άσχημα έτσι. Εξάλλου περνούσε τον καιρό του μέσα στην ομορφιά, με συνεχή ενδιαφέροντα και συγκινήσεις.

Πέρασε απ' την αγορά για λίγα, πρόχειρα ψώνια. Ηταν σε καλή μέρα. Οξύτατη διαύγεια τον κατείχε, οπλίζοντάς τον με παρατηρητικότητα και κρίση εξαιρετική. Είδε τους βρώμικους ασπριτζήδες με το μπατανά στον κουβά και τη σκάλα επ' ώμου, πόσο καθάριες, πάλλευκες φόρμες αναδίνανε μέσα στο βαριά πολύχρωμο, μα στο τέλος ομόχρωμο πλήθος. Πέντ' έξι γυφτάκια πέρασαν απ' το μαγαζί με τους καρπούς και τσιμπολόγησαν έναν από κάθε λευκό σακί. Το τελευταίο παιδάκι ενθουσιάστηκε από κάποιο σακί, ποιος ξέρει τι νόστιμο έκρυβε, και βούτηξε το χουφτάκι του. Τ' αφεντικό, που μέχρι τότε χαμογελούσε, έκανε ένα «ιέπ!», σαν του μπαρμπα-Γιώργου, και το χεράκι υψώθηκε άδειο, μουντζούρικο και πεντακάθαρο μαζί, στον ήλιο. Καταστάσεις δηλαδή, που άλλες φορές περνούσαν ως να μην είχαν γίνει.

Πήρε αγκαλιά τη χάρτινη σακούλα κι έψαξε για ταξί. Αμέτρητα τα οχήματα, μικρά και μεγάλα, μα ταξί πουθενά. «Μην περιμένετε άδικα. Αρχισε η απεργία», του φώναξε κάποιος. Δεν ήξερε τίποτα γι' απεργία. Από πού να το μάθει άλλωστε! Θυμήθηκε κάποιο λεωφορείο που έκανε στάση εκεί κοντά και περνούσε λίγο μακρύτερα απ' τη γειτονιά του. Ανέβηκε στο πρώτο που πέρασε και βολεύτηκε σ' ένα κάθισμα σκληρό. Λίγο μετά, το λεωφορείο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Από κει που καθόταν έβλεπε γοφούς και χέρια, άδεια ή με τσάντες, πλαστικές το πιο πολύ.

Πού και πού κανένα παιδικό κεφαλάκι να συνθλίβεται, κι ακόμα σπανιότερα να του γελάει, φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Αρχισε να τα μελετάει όλ' αυτά, γραμμές και χρώματα, μα πιο πολύ τα χέρια. «Με την ευκαιρία, ας κάνω το μάθημά μου», σκέφτηκε. Σύντομα κατάλαβε πως τα θέματα δεν ήταν σαν κι αυτά που σχεδίαζε συνήθως. Πιο γωνιώδη, ή αγωνιώδη, μεστές γεωμετρικές φόρμες και χρώματα καλοκαιρινού αγρού.

Κάπου εκεί, η διαδρομή του φάνηκε παντελώς άγνωστη. Κοίταξε άβολα έξω, μα τον καθησύχασαν. «Επρεπε να πάρετε το εκατό δεκαπέντε. Αυτό, το εκατό δεκατέσσερα, κάνει κύκλο. Θα περάσει όμως κι απ' τη γειτονιά σας. Θα κάνετε και δωρεάν βόλτα», του είπε ένας κύριος δίπλα του, χαμογελώντας ζεστά και ξέπνοα. Ανασήκωσε τους ώμους του χαμογελώντας αμυδρά, και γύρισε στις ασκήσεις του.

Κάποιες μετατοπίσεις ξάνοιξαν ένα μικρό κενό κι αποκάλυψαν δυο μάτια. Μέρος ενός προσώπου, δηλαδή, γύρω απ' τα μάτια. Το κενό, παλλόμενο ανάλογα με τις κινήσεις, καθιστούσε την προσήλωση αρκετά δύσκολη. Να, λοιπόν, ένα καλό θέμα για μελέτη. Θα δοκιμάσει να μαντέψει με τι μάτια έχει να κάνει. Είναι γυναίκας, αυτό σίγουρο. Το μαρτυρούν τα ματόκλαδα και μια παγιδευμένη ανησυχία για το καθετί. Ας βρούμε την ηλικία. Με την πρώτη δείχνουν γύρω στα εξήντα. Αυτό λένε οι ακτινωτές γραμμές κι οι άλλες, οι ομόκεντρες, όντας αρκετά τονισμένες. Μα λίγο πιο βαθιά συναντάει μια λάμψη που αντιστοιχεί στα σαράντα, εκεί γύρω. Ακόμα βαθύτερα, τρομάζει. Βλέπει αιώνες θρονιασμένους στα κατάβαθα. Του σώνεται η ανάσα και βγαίνει άρον άρον, στην επιφάνεια.

Προσπαθεί τώρα να διαβάσει, απ' το λίγο που βλέπει, έκφραση και συναισθήματα. Εδώ, δυσκολεύτηκε πολύ. Εδειχναν όλα τόσο κοντά στο αδιάφορο, στο απλανές, αλλά υπέκρυπταν, του φάνηκε, πολλά! Οσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να τ' αποκρυπτογραφήσει.

Ενας κόμπος ίδρωτα ύγρανε το πλάι της μύτης κι ένα δάχτυλο, τον μάζεψε, χαμηλότερα. Αυτό έδωσε για λίγο ζωή στα μάτια και υποψία έκφρασης. Απ' αυτό κάτι ξεδιάλεξε, μα τι να το κάνεις! Κούραση χωρίς τέλος! Οχι μιας ημέρας ή βδομάδας, ούτ' ενός ανθρώπου ή δύο!

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να αιχμαλωτίζεται η ύπαρξή του μέσα σ' αυτά τα μάτια. Χωρίς αμφιβολία, τον έβλεπε! Οι γύρω γραμμές συμπτύχθηκαν και ζεστασιά, που δεν είχε δεχτεί τώρα κοντά, τον διαπέρασε. Μάλλον του χαμογελούσε. Ανταπέδωσε κι εκείνος, χωρίς να είναι καθόλου σίγουρος πως μπορεί να μεταδώσει τα ίσα, απέναντι.

Οι στάσεις, διαδέχονται η μια την άλλη. Κάποιος παραπαίει και σχεδόν πέφτει πάνω του. Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, ο έρμος, για να μην τον πλακώσει. Περίπου τον σκεπάζει. Ζητάει και συγνώμη ο άνθρωπος. Στην άλλη στάση κατεβαίνουν αρκετοί. Κοιτάζει εναγώνια. Περιμένει να ξαναδεί το κενό, τα μάτια ή κάτι περισσότερο. Το λεωφορείο ξεκινάει πάλι, μάλλον άτσαλα. Φευγαλέα βλέπει στο υπόστεγο μια κυρία να του χαμογελά. Αυτή ήταν! Αυτά τα μάτια γράφτηκαν ανεξίτηλα στο... πού; Ούτε κείνος δεν ήξερε. Δε θα τα ξεχάσει ποτέ!

Εγινε μεγάλο κενό απέναντί του. Ενας νεαρός κουνούσε το κεφάλι του μονότονα. Φορούσε ακουστικά. Μάλλον άκουγε κάποια μουσική. Το λεωφορείο, στάση τη στάση, άδειασε. Δεν είχε διάθεση να σχολιάσει τίποτ' άλλο. Εμεινε μ' αυτά τα μάτια στην τελευταία σελίδα του.

«Νομίζω ότι εδώ είναι καλύτερα για σας», του είπε κάποιος. Κάτι του θύμισε η πλατεία. Τον ευχαρίστησε και σηκώθηκε. Το πώς έφτασε στο σπίτι του δεν έχει σημασία και δε θυμότανε τίποτα. Ούτε για την υπόλοιπη μέρα του. Ετσι κι αλλιώς, το βράδυ είχε ξεχάσει τα πάντα. Ετσι νόμιζε.

Με τόσα πάρε-δώσε στο μυαλό του πώς να κοιμηθεί! Απελπισμένος, φόρεσε μια ρόμπα. Εφτιαξε έναν τεράστιο καφέ και μπήκε πάλι στο εργαστήρι του. Ετσι κρύο που ήταν, κάθισε στο σκαμπό και κοίταζε ώρα πολύ το σκεπασμένο τελάρο. Ετοίμασε ανόρεχτα την παλέτα του για να τελειώσει τα μάτια. Δίνει μεγάλη σημασία στο χρώμα, μα τούτη τη φορά δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Μαζεύει και συγχέει, άθελά του, παράξενα, χρώματα απομεινάρια, και το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά ικανοποιητικό.

Αφήνει τα χρώματα και κάνει μια πρώτη προσπάθεια να σχεδιάσει. Αλλες φορές αυτό του είναι πολύ εύκολο, μα και πάλι κάτι συμβαίνει. Κοιτώντας το από μακριά, οι άξονες των ματιών κατηφορίζουν προς τα έξω, ίδια με τους ρόζους της οροφής, πολύ μακριά απ' το ζητούμενο. Προσπαθεί με προσοχή να διορθώσει, μα δεν καταφέρνει κάτι σημαντικό. Προσθέτει ελάχιστο χρώμα για καλύτερη άποψη. Το αποτέλεσμα τον τρομοκρατεί. Το έργο δείχνει κουρασμένο πια και διχάζεται. Δεσπόζει η θελκτική φιγούρα του μοντέλου, ειδικά στην περιφέρεια, αλλά στο κέντρο της σύνθεσης, στα μάτια, είναι η κυριαρχία μιας άλλης ύπαρξης.

Καθαρίζει την περιοχή όσο μπορεί καλύτερα κι απ' την αρχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα παρατάει για πολύ καιρό και μετά, λυτρωμένος πια, επανέρχεται. Τώρα ούτε που το σκέφτεται. Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει αυτή τη νύχτα. Πάλι σχέδια, πάλι χρώμα. Τώρα είναι σαφώς καλύτερο κι αυτό τον ησυχάζει λίγο.

Κάθεται στο σκαμπό με την κούπα του καφέ. Κάτι ακόμα δεν έρχεται καλά, μα του είναι αδύνατο να το εντοπίσει. Ισως το πανί να πότισε με τα πρώτα χρώματα. Στην περίπτωση αυτή, θα το περάσει λευκό και πάλι απ' την αρχή. Αυτό το συνηθίζει και δεν τον ενοχλεί καθόλου. Θα κάνει άλλη μια προσπάθεια. Μόνο μία. Κρατάει την ανάσα του σε κάθε κίνηση. Η ώρα περνάει κατά που θέλει εκείνη. Μα όσο σκεπάζει την προηγούμενη κατάσταση, είναι σαν να την εδραιώνει. Μπορεί να φαίνεται λιγότερο ή καθόλου, ωστόσο λειτουργεί, σαν με τρόπο μαγικό, εντονότερα. «Μπορεί να συμβαίνει μόνο στο μυαλό μου», προσπαθεί να διασκεδάσει την ανησυχία του.

Εφυγε χωρίς να το σκεπάσει. Ούτε τα πινέλα του δεν καθάρισε. Τα φώτα μόνο έσβησε και κοιμήθηκε. Στην ανατολή ο ορίζοντας είχε πάρει να χρωματίζεται.

Ξύπνησε στην ώρα του με το κεφάλι ασήκωτο. Ετοίμασε καφέ και μπήκε στο εργαστήρι του. Ηταν σχετικό ξάφνιασμα, έτσι που το είδε, ξεσκέπαστο, απ' την πόρτα. Σε γενικές γραμμές του φάνηκε σωστό. Τράβηξε τις κουρτίνες κι απ' τα μεγάλα παράθυρα φωτίστηκε όλος ο χώρος δυνατά. Παίρνει μολύβι και χαρτί. Ανεβασμένος στο σκαμπό, το διαβάζει απ' την αρχή αργά και καθαρά, σχεδόν φωναχτά. Κάθε τόσο κάτι σημειώνει. Ξεκινάει απ' τις άκρες, όπως διαβάζουμε ανάποδα ένα κείμενο, λέξη προς λέξη, για να βρούμε τα λάθη χωρίς να μας παρασύρει το νόημα. Αυτό θα επαναληφτεί πολλές φορές, για να κερδηθεί ό,τι ξέφυγε ή ό,τι ακόμα τύχει να γεννηθεί.

Μισοκλείνει τα μάτια του και κοιτάει πολύ μακρύτερα, μέσ' απ' το ταμπλό. Αυτός ο βιασμός της εστίασης θολώνει το θέμα, μα δίνει πιο ολιστική άποψη. Αποκομίζει σχεδόν όλα όσα είχε σχεδιάσει στο μυαλό του. Είναι ισόρροπο από κάθε άποψη, μόνο που κάπου εκεί στο πρόσωπο κάτι στερνιάζει και μαγνητίζει. Εκείνα τα μάτια επιμένουν.

Τώρα θυμήθηκε εντελώς τα χθεσινά. Κάτι αρχίζει να καταλαβαίνει για το «πόθεν», μα δεν μπορεί ν' ανιχνεύσει το «πώς». Κλείνει τις κουρτίνες και κάνει να φύγει. Μάλλον δε θα γλιτώσει τη μακρόχρονη «αποτοξίνωση». Στην πόρτα, ωστόσο, κολλάει. Μα που να πάρει, τι είν' εκείνο που του ξεφεύγει και φέρνει τόση αναστάτωση;

Γυρίζει, σχεδόν μετανιωμένος, κι ανάβει τα φώτα. Το ζήτημα τώρα φαίνεται καθαρό. Ολα είναι πολύ κοντά σ' αυτό που θέλει. Το ψειρίζει ώρα πολλή. Ολα σωστά! Τα μάτια, κέντρο και κατάληξη μαζί, είναι όπως πρέπει. Φρέσκα και νεανικά με υποψία ωριμότητας, απόλυτα δεμένα με το σύνολο. Μα τότε; Σαν τρελός, ανοίγει τις κουρτίνες. Να το πάλι! Τα παρείσακτα μάτια καιροφυλαχτούν! «Θα τρελαθώ», φωνάζει. Σφαλά ξανά το φως του ήλιου απ' έξω, όλα μέλι-γάλα. Με τον τεχνητό φωτισμό κανένα πρόβλημα. Ολα στη θέση τους. Τι είν' αυτό που δεν αντέχει το φως του ήλιου; Αβίαστα μονολογεί: «Το ψέμα». Κάθεται αποκαμωμένος στο σκαμπό. Θυμήθηκε πολλά απ' αυτά που λέγανε στη μικρή γειτονιά του, όπως ότι «το ψέμα έχει κοντά πόδια» κι άλλα. Ενας γέρος όμως είχε διαφορετική γνώμη. «Το ψέμα, το φως του ήλιου δεν αντέχει» έλεγε και τόνιζε με ύφος, «ουδέν κρυπτόν από τον ήλιον»!

Τι του 'ρθε τώρα να θυμηθεί τη γειτονιά του, τόσο ζωντανή και ηλιοφωτισμένη! Πόσα πολλά παιδιά και δουλευτάδες. Δεν ήταν από σόι, ούτε καμωνόταν. Ηταν όμορφα στη γειτονιά του. Γέλια και τραγούδια, πολύ παιχνίδι και ζεστασιά. Μάτια γελαστά! Ηταν κι άσχημα στη γειτονιά του. Φτώχεια και βιοπάλη, πόνος. Μάτια κλαμένα. Καταστάσεις που είχε ξεπεράσει ή απορρίψει. Νόμιζε!

Η εικόνα αυτή που τον κυρίεψε τώρα, είχε μετακομίσει βίαια στις γειτονιές της πόλης. Αυτές που περιδιάβηκε άθελά του χθες. Μόνο που το γέλιο δεν ήρθε μαζί ή σώθηκε νωρίς. Γέμισαν οι γειτονιές, μέσα του, μάτια σαν κι αυτά που είδε. Αυτά που πότισαν το μέσα κόσμο στο ταμπλό. Τόσο κουρασμένα, έξω απ' τα σύνορα της απελπισίας. Που θα σου χαμογελούσαν ακόμα κι αν τους έκλεβες τη μίζερη ζωή τους. Μάτια ζεματισμένα απ' το ψέμα που τα τριγυρίζει, γι' αυτό ίσως ελεύθερα κι αληθινά.

Αγάπησε παράφορα αυτά τα μάτια. Τράβηξε τις κουρτίνες και δεν τις ξανάκλεισε ποτέ.

Ο καλός του φίλος ενθουσιάστηκε. «Αψογο» αναφώνησε. Και μετά πολλή ώρα, «μα είναι καταπληκτικό. Δεν μπορώ να βρω πάνω του ούτ' ένα ατύχημα. Απρόσμενα ρεαλιστικό, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε, άψογο»! Γυρόφερνε στα υπόλοιπα και ξαναστεκόταν μπροστά σε τούτο. Αφού το μελετούσε απ' άκρη σ' άκρη, έδειχνε να παγιδεύεται στα μάτια και σούφρωνε τα χείλια του. «Κάτι, βέβαια, δεν είναι δικό σου, δικό μας, τέλος πάντων, επάνω του, αλλά δεν μπορώ να το διακρίνω. Μα θα το βρω, δε θα μου ξεφύγεις φίλε μου».

Ο φίλος μας γελάει με διάθεση σαρκασμού, αλλά συγκρατημένα. «Δικά μου είναι όλα πάνω σ' αυτό το ταμπλό, μη γελιέσαι, αγαπητέ μου. Καταδικά μου»! Βγαίνει πρώτος απ' το εργαστήρι του ελαφρύς και καλοδιάθετος. Ευχαριστημένος με το έχει του. Το καινούριο και παντοτινό. `Η νομίζει!


Του
Σταύρου ΚΟΥΤΡΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ