ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Γενάρη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Τολστόι, Π. Χορν, Μολιέρος
«Από τι ζουν οι άνθρωποι» στον «Ελληνικό Κόσμο»

«Φιλάργυρος»
«Φιλάργυρος»
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ». Στα μικρά «πράγματα» της ζωής και της δημιουργίας του ανθρώπου μπορεί να υπάρχουν μεγάλες αξίες. Σπουδαίο δημιούργημα μπορεί να είναι μικρό διήγημα, ένα ολιγόστιχο ποίημα, μια σύντομη σύνθεση, μια μικρή ζωγραφιά. Λ.χ «διαμάντια» της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι τα μικρά διηγήματα, οι μικρές αλληγορικές και «παραμυθολογικές» ιστορίες για παιδιά που έγραψε ο έμπρακτα ουμανιστής και υποστηρικτής της ρωσικής φτωχολογιάς Λέων Τολστόι, εκτός από το σχολειό που δημιούργησε για να μαθαίνουν γράμματα τα φτωχά αγροτόπαιδα της περιοχής Γιάσναγια Πολιάνα (στη φτωχολογιά πρόσφερε και την περιουσία του). Ενα από τα διαχρονικής λογοτεχνικής ομορφιάς αλλά και διδακτικής αξίας, τολστοϊκά «διαμάντια» είναι και το αλληγορικό διήγημα «Από τι ζουν οι άνθρωποι». Ο Τολστόι θλιβόταν αλλά και αντιπάλευε - και με το έργο του - τα βάσανα, τη στέρηση, την αμορφωσιά, την εξαθλίωση, την τυφλή θρησκοληψία της αγροτικής και προλεταριακής φτωχολογιάς στην τσαρική Ρωσία. «Χριστιανός» με τη βαθύτερη ανθρωπιστική έννοια, συγκρουόμενος με την εκκλησία (που τον αποκήρυξε, το 1901), πιστεύοντας στη δύναμη του καλού που κρύβει η ψυχή του λαϊκού ανθρώπου, δίδασκε στη φτωχολογιά την αξιοπρέπεια, την καλοσύνη, την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη. Αυτά «κηρύττει» και το διήγημα «Από τι ζουν οι άνθρωποι». Κεντρικά πρόσωπα είναι ένας πάμφτωχος τσαγκάρης, που ακόμα και το ψωμί δε φτάνει για τον ίδιο και τη γυναίκα του και ένα παλιό παλτό έχουν για να φορούν κι οι δύο, όποτε ο καθένας βγαίνει από το σπιτάκι τους, και ένας παντέρημος νεαρός. Ο τσαγκάρης βρίσκει νύχτα τον νεαρό ρακένδυτο και ημιθανή από την παγωνιά και την πείνα. Τον σκεπάζει με το παλτό του, τον μεταφέρει στο σπίτι του και τον ταΐζει με το μοναδικό κομμάτι ψωμί που απομένει στο αντρόγυνο. Η ανθρωπιά, η καλοσύνη και η αλληλεγγύη κάνουν το «θαύμα» τους. Ψυχούλα ο νεαρός - ένας «έκπτωτος άγγελος», αποδιωγμένος από το «θεό», επειδή πολύ θλιβόταν για τη δυστυχία των φτωχών, «ανταμείβει» την καλοσύνη του τσαγκάρη. Γίνεται βοηθός του, ο καλύτερος και προνοητικότερος τσαγκάρης της περιοχής, λυτρώνοντας τον σωτήρα του από τη δυστυχία. Το τέλος της υπέροχης και πολύ επίκαιρης τολστοϊκής αλληγορίας αξίζει να μάθουν όσοι ενήλικες και παιδιά δεν την έχουν διαβάσει, βλέποντας την ομώνυμη παράσταση, στο θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Την ιδέα για τη θεατροποίηση του διηγήματος είχαν οι ηθοποιοί (αναφέρουμε τα ονόματα σύμφωνα με τη σειρά τους στο φυλλαδιάκι της παράστασης) Ολια Λαζαρίδου, Γιώργος Νανούρης, Ηλίας Κουνέλας. Οι ίδιοι το διασκεύασαν - προσθέτοντας και σύντομα αλλά καίριας σημασίας κείμενα της Ολιας Λαζαρίδου για την καλπάζουσα σημερινή φτώχεια στον τόπο μας, ιδιαίτερα για τη δυστυχία που βιώνουν οι άνεργοι, οι πεινασμένοι, οι άστεγοι, οι «άμοιροι» Ελληνες και μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας - και το σκηνοθέτησαν σαν ένα γλυκόπικρο, εξαιρετικά ταιριαστό με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, λαϊκό «παραμύθι». Η συνδημιουργία τους ευτύχησε καθόλα. Παρά τα απλά, «φτωχικού θεάτρου» αλλά υψηλού αισθητικού γούστου μέσα της, η παράσταση αποτελεί ένα κομψοτέχνημα, μια αξιοθαύμαστη σκηνική «μινιατούρα», στην καλαισθησία της οποίας συμβάλλουν όλοι οι συντελεστές. Η αισθαντική μουσική του Κωνσταντίνου Βήττα. Τα λιτά κοστούμια και το ευφάνταστα καλαίσθητο σκηνικό της Κατερίνας - Χριστίνας Μανωλάκου (δυο παλιές δίφυλλες ντουλάπες, που ορίζουν τον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο ενός φτωχόσπιτου). Η φυσικού ανθρώπινου μεγέθους κούκλα που φιλοτέχνησε η Μάρθα Φωκά. Η λιτές ζωγραφιές του Γιώργου Χαβουτσά, που θυμίζουν τη ρωσική λαϊκή ζωγραφική παράδοση. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου. Προπάντων, συμβάλλουν οι πολύ καλές ερμηνείες των τριών ηθοποιών. Της πολύπειρης και μεταμορφώσιμης Ολιας Λαζαρίδου σε τρεις ρόλους (αφηγήτρια, γυναίκα του τσαγκάρη και επηρμένος γεροπαραλής άρχοντας), του ταλαντούχου, πηγαίας ευαισθησίας και υποκριτικά ευφυούς Ηλία Κουνέλα και του στέρεου υποκριτικά Γιώργου Νανούρη.

«Φλαντρώ» και «Φιλάργυρος» στο Εθνικό Θέατρο

«Από τι ζουν οι άνθρωποι»
«Από τι ζουν οι άνθρωποι»
Το πολύ σημαντικό κοινωνικό δράμα ενός από τους μεγάλους «μαστόρους» της ελληνικής δραματουργίας του 20ού αιώνα, τη «Φλαντρώ» (1925) του Παντελή Χορν ανέβασε το Εθνικό Θέατρο (σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»). Εξαιρετική σύνθεση κοινωνικού και ψυχολογικού ρεαλισμού, αυτή η «τραγωδία του πόθου», όπως χαρακτηρίστηκε (πρώτη διδάξασα η Μαρίκα Κοτοπούλη), από θεματολογική άποψη υπήρξε εξαιρετικά τολμηρή για την εποχή της, όπως και η κωμωδία του «Ο Σέντσας», με θέμα την ανδρική σεξουαλική υστέρηση. Στη «Φλαντρώ», που διαδραματίζεται σε μια μικρή, κλειστή, πουριτανική ελληνική επαρχία στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Χορν τολμά να μιλήσει για τον άκρατο γυναικείο σεξουαλικό πόθο, συνδυασμένο με το αίσθημα της κοινωνικοταξικής ισχύος. Ανομολόγητος, δόλιος και τελικά θανάσιμος είναι ο ερωτικός πόθος της μεσήλικης αρχόντισας, Φλαντρώ, για τον αγαπημένο της μικρής κόρης της. Ο Χορν καταδεικνύει τη σκληρότητα και αγριότητα του ερωτικού πόθου, που μπορεί να καταλύσει τα πάντα, ακόμα και το μητρικό αίσθημα, αλλά και την αντανάκλαση στον έρωτα της ταξικής θέσης, της οικονομικής δύναμης ή αδυναμίας του ανθρώπου. Μεγαλογαιοκτήμονας η Φλαντρώ, δυο φορές χήρα, με την ισχύ του πλούτου της θέλει να «εξαγοράσει» τον έρωτα του όμορφου αλλά φτωχού νέου Νότη Σερδάρη, που διώκεται για χρέη που προκάλεσε η χρεοκοπία του νεκρού πια πατέρα του. Κουμαντάρει κατά το συμφέρον της την προίκα της κόρης της, από τον πλούσιο πρώτο άντρα της, και μηχανεύεται να την παντρέψει με τον νεαρό, ελπίζοντας ότι, αφού θα ζουν μαζί της, θα ρίξει τον νέο στο δικό της κρεβάτι. Διαπιστώνοντας ότι ο νέος σχεδιάζει να κλεφτεί με τη μικρή κόρη της - από τον δεύτερο, γλεντοκόπο και ερωτίλο μικρέμπορο άντρα της - με «πληροφοριοδότη» τη δούλα της (νόθο τέκνο του δεύτερου άντρα της), επιχειρεί τον οικονομικό και ψυχολογικό εκβιασμό του. Εξαγοράζοντας όλα τα χρέη του, απειλητικά απαιτεί να παντρευτεί την ανυποψίαστη πρωτοκόρη της. Κι όταν οι εκβιασμοί της αποτυγχάνουν, προτιμά να αφήσει τον νέο στα χέρια φονιάδων διωκτών του παρά να παντρευτεί τη μικρή κόρη της. Η Λυδία Κονιόρδου, με τη συμβολή του σκηνικού (Ελλη Παπαγεωργίου), των όμορφων κοστουμιών (Αγγελος Μέντης), των ατμοσφαιρικών φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου), της εκφραστικής χορογραφίας και κινησιολογίας (Αποστολία Παπαδαμάκη, Μαριάννα Καβαλιεράτου), της αισθαντικής μουσικής (Τάκης Φαραζής) σκηνοθέτησε μια καλαίσθητη στην όψη και «ποιητική» στο ήθος παράσταση. Ομως, θεωρώντας μάλλον ως ανύπαρκτα τα ταξικά εμπόδια στις σημερινές ερωτικές σχέσεις «διάβασε» το έργο ως παλιά ερωτική «παραμυθία», υποβαθμίζοντας εντελώς τον κοινωνικό ρεαλισμό του και τα ταξικά χαρακτηριστικά των προσώπων. Στη φορμαλιστικά «παραμυθική» σκηνοθεσία της υπόκεινται, λίγο - πολύ, οι ερμηνείες. Πρωτίστως η δική της (ερωτικά ναρκισσευόμενη Φλαντρώ), όπως και των άλλων ηθοποιών Μαρίας Διακοπαναγιώτου, Ελεάνας Στραβοδήμου, Φαίδωνα Καστρή, Σεβίλλης Παντελίδου. Πιο «γήινη», ψυχοσωματικά ορμητική είναι η ερμηνεία του ελπιδοφόρου νέου ηθοποιού Μιχάλη Σαράντη (Νότης Σερδάρης).

«Φλαντρώ»
«Φλαντρώ»
Προς εξαφάνιση τείνουν οι παλιοί ηθικοί και αξιακοί «κανόνες» του ελληνικού θεάτρου, που αναγνώριζαν κάποιους σαν σκηνοθέτες, άλλους σαν ερμηνευτές των μεγάλων κλασικών ρόλων, άλλους σαν μεταφραστές. Πλέον, ισχύει το «ό,τι και όσα δηλώσεις, είσαι». Αφορμή για την επισήμανση αυτής της δυσάρεστης - πασίγνωστης στους ανθρώπους του θεάτρου - αλήθειας, είναι το ανέβασμα του «Φιλάργυρου» του Μολιέρου, στο Εθνικό Θέατρο (κεντρική σκηνή), με σκηνοθέτη, πρωταγωνιστή και «μεταφραστή», όπως δηλώνει (καθότι, εκτός της σκηνοθετικής και ερμηνευτικής αμοιβής, και τα μεταφραστικά δικαιώματα δεν είναι αμελητέα οικονομική ποσότητα), τον Γιάννη Μπέζο. Ο Γ. Μπέζος δεν είναι ο πρώτος και δυστυχώς δεν θα είναι και ο τελευταίος που δηλώνει «μεταφραστής», δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση «κάτοχος» της γλώσσας ενός μέγιστου ποιητή - δραματουργού του παρελθόντος, όπως ο Μολιέρος. Πικρή η αλήθεια, αλλά ωφέλιμη, ίσως, για τον καθένα αν ειπωθεί. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, ο Γ. Μπέζος, σεβόμενος την πολύχρονη και σημαντική πορεία του στο θέατρο, να έχει αίσθηση του μέτρου και των όποιων ικανοτήτων του. Η απώλεια του μέτρου «καθρεφτίστηκε» στο αποτέλεσμα όσων ανέλαβε. Η «μετάφρασή» του δεν είναι παρά μια εκσυγχρονιστικά και κατά βούληση ελεύθερη απόδοση του καυστικότατου μολιερικού έργου (κωμωδία πρωτίστως χαρακτήρων), στο οποίο πρόσθεσε σύγχρονου ήθους διασκεδαστικά τραγουδάκια του Κωστή Μαραβέγια. Η σκηνοθεσία του παραπέμπει στην αισθητική των τηλεοπτικών κωμικών σειρών, με ολίγον από κομέντια ντελ άρτε στους ρόλους των υπηρετών του γεροτσιφούτη Αρπαγκόν, ρόλο που ο ίδιος υποδύεται με τηλεοπτικής ευκολίας και μανιέρας κωμικότητα, ευκολία και μανιέρα που φθείρει και τον πιο ταλαντούχο ηθοποιό. Φιλότιμα ανάλογες της σκηνοθετικής αισθητικής είναι και οι ερμηνείες των άλλων ηθοποιών (με αλφαβητική σειρά): Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Παναγιώτης Κατσώτης, Κώστας Κοράκης, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Αγγελος Μπούρας, Κωνσταντίνα Νταντάμη, Κίτυ Παϊτατζόγλου, Ντένια Στασινοπούλου, Γιάννης Στόλλας, Μιχάλης Τιτόπουλος, Γιωργής Τσουρής.


ΘΥΜΕΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ