ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Για την επί ΓΗΣ εξανάσταση και ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Προσδοκούν «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος...». Μερικοί, μάλιστα, βιάζονται να την προϋπαντήσουν, οδηγούμενοι από νέους Μεσσίες εκμετάλλευσης της ανοησίας και των περιουσιών τους.

Οι πολλοί, όμως, προσβλέπουν στην επίγεια δικαίωση, την αντίσταση κατά των νέων σταυρωτήδων του κόσμου και την ελπίδα, που συνοδεύεται από τους αγώνες για την Ανάσταση. Γεμάτη διαχρονικούς συμβολισμούς ανθρώπινων καταστάσεων αυτή η Μεγαλοβδομάδα, εκτός από τον θρησκευτικό της χαρακτήρα. Επί πώλου όνου ο ταπεινός. Με λιμουζίνες οι σύγχρονοι Καίσαρες της πολιτικής και των θρησκειών.

«Ουκ ήλθον βαλείν μάχαιραν, αλλά ειρήνην», είπε ο Ανθρωποθεός. Με τα σύμβολα όμως, τις παντιέρες και τα θυμιάματα, όλων των θρησκειών, ξεκινούν οι πόλεμοι, στην πορεία της Ιστορίας.

ΟΝαζωραίος των προσδοκιών και των ελπίδων, των απόκληρων και των κατατρεγμένων. Για την επίγεια δικαίωση που οδηγήθηκε στην επουράνια μετάθεση. ο Ναζωραίος με το μαστίγιο της κάθαρσης για την εκδίωξη των καπήλων από το ναό: «Πιο εύκολο είναι να περάσει ένα χοντρό παλαμάρι - (κάμηλος) από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών». Τώρα και αυτή γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησίας, με χορηγίες συμφερόντων, στα πλανητικά χρηματιστήρια του τζόγου.

«Μεταβάλατε, είπε, τον οίκον του Θεού, εις οίκον εμπορίου». Και οι γειτονιές του κόσμου γεμάτες άρπαγες, κλέφτες, ληστές και εμπρηστές της ειρήνης.

Οι αλιείς της Γαλιλαίας, αλιείς ανθρώπων, που, τότε και τώρα, καταδιώκονται για τη διάδοση ιδεών και ιδεολογιών και σταυρώνονται, άλλοτε στο βράχο του Καυκάσου, σαν τον Προμηθέα και άλλοτε στο Γολγοθά των Φαρισαίων (ουαί υμίν).

«Ωσαννά, εν τοις υψίστοις» στην αρχή και μετά βαΐων και κλάδων η είσοδος στα Ιεροσόλυμα. Αλλά και «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν», από τα φανατισμένα και αποπροσανατολισμένα πλήθη από τους δημαγωγούς. Τα αργύρια της προδοσίας, η προηγούμενη απιστία του Πέτρου: «Δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο».

Ομοιότητες με τα καθημερινά και τα ανθρώπινα, με τα πάθη και τα μίση, την πίστη και την εξανάσταση, τους αγώνες για την κοινωνική ανάσταση, μέσα από την ανανεούμενη Ανοιξη.


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ

Αμερικανική η πολιτική της κυβέρνησης στο Γιουγκοσλαβικό

Tην περασμένη βδομάδα θα πρέπει να διαλύθηκαν και οι τελευταίες ψευδαισθήσεις, όσων ακόμη επέμεναν να τις έχουν, περί της πολιτικής που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στη Γιουγκοσλαβία.

Μετά την πολιτική και οικονομική (κατά δήλωση των συμμετεχόντων) κάλυψη που πρόσφερε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στη «διάσκεψη» των φορέων που «συνθέτουν» την αντιπολίτευση κατά του Μιλόσεβιτς, έγινε φανερό πως η Αθήνα υπακούοντας στις απαιτήσεις του ρόλου που διεκδικεί, (ρόλος μεσίτη των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων), και της έχει ανατεθεί, άρχισε να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις μιας γειτονικής χώρας. Στο σημείο αυτό αξίζει να μεταφερθούν τα λόγια που χρησιμοποίησε υποδεχόμενος τους Σέρβους «αντικαθεστωτικούς» συνέδρους την πρώτη μέρα της συνάντησής τους, ο Αλεξ Ρόντος, στενός συνεργάτης και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου. «Ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, είπε ο Α. Ρόντος, θα βρίσκεται αύριο (τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου) μαζί σας για να σας ακούσει και πάνω απ' όλα για να σας βοηθήσει, με όποιον τρόπο χρειάζεται, στην επίτευξη του στόχου σας».

Ποιος είναι ο στόχος του συνονθυλεύματος που με έξοδά του μάζεψε στην Αθήνα το υπουργείο Εξωτερικών, είναι γνωστός: Η ανατροπή του Σλ. Μιλόσεβιτς. Ποια άραγε είναι η «νομιμότητα» της ανάμειξης της ελληνικής κυβέρνησης;

Προφανώς και δεν υπάρχει καμία νομιμότητα. Η ελληνική κυβέρνηση, απόλυτα προσαρμοσμένη στις αμερικανονατοϊκές απαιτήσεις, δήλωσε πρόθυμα συμμετοχή στην προσπάθεια που καταβάλλει ο διεθνής παράγοντας για την ενοποίηση της αντιπολίτευσης στη Σερβία προκειμένου να έχει ελπίδες στη διεκδίκηση της νίκης στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στη Σερβία, πιθανότατα μέσα στο Φθινόπωρο. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό και αποτελεί διακηρυγμένο στόχο από τα πλέον επίσημα στόματα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι κάθε είδους επεμβάσεις βεβαίως, στο εσωτερικό χωρών, δε νομιμοποιούνται παρά μόνο από τη «νέα τάξη». Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι κατά πόσο οι ΝΑΤΟικοί σύμμαχοι είναι διατεθειμένοι να «βοηθήσουν» τη σερβική αντιπολίτευση, μόνο στα πλαίσια των εκλογών. Θα αρκεστούν, δηλαδή, μόνο στο «πατρονάρισμά» της για τη διεκδίκηση της νίκης σ' αυτές, ή μήπως θα της υποδείξουν και «άλλα» μέσα; Οι περσινοί βομβαρδισμοί κατά της Σερβίας δικαιολογούν ως βάσιμη κάθε τέτοιου είδους υπόθεση και στην περίπτωση αυτή το ερώτημα που τίθεται προς την ελληνική κυβέρνηση είναι αμείλικτο: Θα λάβει μέρος σε ένα τέτοιο εγχείρημα; Και σε αυτό το ερώτημα, δυστυχώς, βάσιμα μπορεί να απαντήσει κανείς, καταφατικά, αν λάβει υπόψη του τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία και κατέλαβε τη σερβική επαρχία του Κοσσυφοπεδίου.

Τη στενή διασύνδεση των ελληνικών ενεργειών με τα αμερικανικά σχέδια αποκαλύπτουν οι δηλώσεις του Τζέιμς Ντόμπινς, ειδικού συμβούλου του Προέδρου Κλίντον για το Κοσσυφοπέδιο, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της συνάντησης των Σέρβων «αντικαθεστωτικών». Ο Ντόμπινς, λοιπόν, αποκάλυψε στους Ελληνες δημοσιογράφους, ότι προ μηνός τον «επισκέφτηκε στην Ουάσιγκτον ο Αλεξ Ρόντος και με ενημέρωσε για αυτή τη συνάντηση της Αθήνας και μάλιστα με προέτρεψε ισχυρώς να αδράξω την ευκαιρία και να συναντήσω στην Αθήνα τους Σέρβους αντικαθεστωτικούς».

Για να υπάρξει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ελληνικής στάσης, αξίζει τον κόπο να παρουσιαστεί και ο τρόπος με τον οποίο «βίωσαν» οι εκπρόσωποι της σερβικής αντιπολίτευσης την παραμονή τους στην Αθήνα. «Μας υποστηρίζει η Αθήνα», δήλωσε σε ραδιοφωνική εκπομπή ο Επίσκοπος Αρτέμιος, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της αντιπολίτευσης κατά του Μιλόσεβιτς, ενώ από την πλευρά του ο Ζόραν Τζίντζιτς, μετά τη συνάντησή του με τον Γ. Παπανδρέου δήλωσε πως «ήταν ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι με συνάντησε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, γιατί αυτό αποτελεί καθαρό μήνυμα προς τον Σλ. Μιλόσεβιτς».

Ολα αυτά, αποτελούν φυσική συνέχεια της στάσης που κράτησε η ελληνική κυβέρνηση στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, συμμετέχοντας όσο της αναλογούσε στην κοινή και ομόφωνα αποφασισμένη «πειρατική ενέργεια» του ΝΑΤΟ εναντίον μιας ανεξάρτητης χώρας. Ολα αυτά περιγράφουν επίσης και αυτό για το οποίο μίλησε, προεκλογικά μάλιστα, σε άρθρο του σε ομογενειακό επιστημονικό περιοδικό ο Γ. Παπανδρέου, αναφορικά με την «αναθεώρηση» πάγιων θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Είναι φανερό λοιπόν, ότι η Αθήνα εγκαταλείπει μια πάγια και βασική αρχή στην εξωτερική της πολιτική, αυτή περί της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Το γεγονός αυτό, πέρα από την ηθική του αξιολόγηση, δημιουργεί σοβαρότατα ερωτήματα και ανησυχίες, καθώς η χώρα αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του «μικροϊμπεριαλιστή» στην περιοχή και όλους τους κινδύνους που αυτός ο ρόλος συνεπάγεται και που η ιστορία, με τραγικό τρόπο, έχει φροντίσει να επισημάνει.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ

«ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ»
Το «αγαπημένο κόμμα» της πλουτοκρατίας

Παρά το γεγονός ότι η φράση είναι φορτισμένη με έναν ιδιαίτερο τρόπο, δε θα αποφύγουμε τον πειρασμό να περιγράψουμε τα διαδραματιζόμενα στο πολιτικό σκηνικό της τρέχουσας περιόδου, λέγοντας ότι, πραγματικά, αυτό το διάστημα «γίνεται - έως και παραγίνεται θα λέγαμε - της... κεντροαριστεράς».

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ξεκινώντας από την εσωτερική πολιτική σκηνή, αφού και «έξω» ο «κεντροαριστερισμός» διάγει βίον ...ανθοφορίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήδη από την επομένη των εκλογών, υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ άρχισαν μια εργώδη προσπάθεια, για να επαναφέρουν στο προσκήνιο τη φιλολογία της «κεντροαριστεράς» και των περί αυτής φληναφημάτων. Μεταξύ των άλλων «πομφόλυγων», δε, βαρύνουσα θέση καταλαμβάνουν ειδικά εκείνες οι φανφάρες που αναφέρονται στα περί «προοδευτικών προγραμματικών συμφωνιών».

Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι αυτές τις «κεντροαριστερές» ενέσεις στο σώμα του μετεκλογικού τοπίου, έγιναν σε μια στιγμή που θα περίμενε κανείς ότι ο δικομματισμός θα αισθανόταν αρκετά σίγουρος, μετά το 87% που έλαβε στις κάλπες. Κι όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τόσο το ΠΑΣΟΚ (μέσω της συζήτησης περί της «κεντροαριστεράς»), όσο και η ΝΔ (μέσω των ιδεολογημάτων περί «μεσαίου χώρου») δείχνουν να προβληματίζονται εντονότατα για τις αντοχές τους στο χρόνο...

***

Υπ' αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλώντας στο ΕΓ του κόμματός του - και πριν ακόμα ψηφιστούν οι προγραμματικές του δηλώσεις - έκανε λόγο για «προσέγγιση με άλλους χώρους», δηλώνει ότι τα κλιμάκια που προβληματίζονται για τις συνολικές αντοχές του αστικού πολιτικού συστήματος, βρίσκονται πολύ ψηλά...

Το γεγονός, επίσης, ότι πριν από οτιδήποτε άλλο εκείνο που «ρίχτηκε» στην γκανιότα των πολιτικών παιγνίων είναι το χαρτί της «αλλαγής» του εκλογικού νόμου, επιβεβαιώνει ότι οι αναπροσαρμογές που θα προωθηθούν στο δικομματικό σκηνικό θεωρούνται από κάποιους ειλημμένες. Εκείνο προφανώς που αναζητείται είναι το «πώς» αυτοί οι... εκσυγχρονισμοί, θα καλύπτουν τις ανάγκες της ολιγαρχίας για τη διαιώνιση της αιχμαλωσίας των λαϊκών μαζών στο «μαντρί» των ψευτοδιλημμάτων και των τεχνητών διαχωριστικών γραμμών. Οσο για τις «προγραμματικές προσεγγίσεις» και τις... ΣΥΝκυβερνήσεις, υψηλόβαθμα και πάλι στελέχη του ΠΑΣΟΚ απαντούν ότι «πολλά θα καθοριστούν» από το συνέδριο του Συνασπισμού, τον Ιούνιο.

Σημειωτέον, τέλος, ότι ενώ η ολιγαρχία επιδιώκει μια μετατόπιση - προσαρμογή των κίβδηλων διαχωριστικών γραμμών γύρω από το σχήμα «κεντροαριστερά - κεντροδεξιά» (ως συνέχεια του «Δεξιά - Αντιδεξιά»), την ίδια στιγμή βασικό εργαλείο συνειδησιακής χειραγώγησης των εργαζόμενων επιχειρείται να αναδειχτεί το θεώρημα της «συναίνεσης».

Αν θελήσουμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε εν τάχει όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τακτική δυο επιπέδων: Από τη μια πλευρά έχουμε την προώθηση της λογικής της «συναίνεσης» και της «ταξικής συνεργασίας» (που σημαίνει ότι όποιος διεκδικεί και αντιστέκεται κινείται στα άκρα, ίσως και «όρια της νομιμότητας» του αστικού δικαίου, όπως λέει ο Πάγκαλος για το ΚΚΕ). Με τον τρόπο αυτό η καθεστηκυία τάξη θέτει τους κανόνες του πολιτικού εποικοδομήματος. Από την άλλη πλευρά έχουμε την προσπάθεια να εμπεδωθεί η «κεντρο-αριστερο-δεξιά» σαν το διάδοχο σχήμα του κλασικού δικομματισμού.

***

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί; Είναι το ερώτημα σχετικά με το ποια είναι η αιτία των εν λόγω διεργασιών.

Στην απάντηση που θα δοθεί δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη μια ουσιαστική αλήθεια: Εκείνος που ανησυχεί σφόδρα για «το μέλλον (που) ξεκίνησε»... και που άρα έχει κάθε λόγο να ανακατέψει την τράπουλα για να παραμείνουν όλα... ίδια και απαράλλαχτα, είναι η «καλή μας» ολιγαρχία. Η τελευταία γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι η επίθεση που ετοιμάζει το επόμενο διάστημα εναντίον των λαϊκών στρωμάτων γεννά - ατυχώς για τους πλουτοκράτες, αλλά γεννά - και τη λαϊκή αντεπίθεση. Επιπλέον, θεωρώντας οι αστοί ότι αυτή η αντεπίθεση φέρνει μαζί της και τον κίνδυνο απεγκλωβισμού πλατιών λαϊκών μαζών από το σημερινό δικομματικό σκηνικό, η άρχουσα τάξη θέλει να προετοιμάσει τις εναλλακτικές μορφές της μελλοντικής πολιτικής εκπροσώπησης της εξουσίας της.

Με δυο λόγια, η πλουτοκρατία αντιλαμβάνεται καλύτερα από τον καθένα (ξαναλέμε) ότι το επόμενο ζιγκ - ζαγκ της ιστορίας μπορεί να την κάνει να τρίβει τα μάτια της. Εχει επίγνωση πως κάποια στιγμή ενδέχεται να «τρέχει και να μη φτάνει», κάποια στιγμή δεν αποκλείεται να ψάχνει - καθυστερημένα εφόσον δεν ανασκουμπωθεί - και να μην μπορεί να καταλάβει το πώς και το γιατί το 87% που στις εκλογές «επιδοκίμασε» το δικομματισμό, βγήκε ξαφνικά στους δρόμους.

Επομένως, οι αστοί αναζητούν από σήμερα τις «τεχνικές» για την αναπαραγωγή και τη συντήρηση των στεγανών εκείνων που θα απαγορεύσουν στις λαϊκές συνειδήσεις να «αψηφήσουν» και να καταδικάσουν, με την πρώτη ευκαιρία, το αστικό πολιτικό σκηνικό. Συμπερασματικά, αυτό που βλέπουμε την τρέχουσα περίοδο είναι τα προεόρτια, οι προετοιμασίες του επερχόμενου λίφτινγκ του αστικού πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε οι πλουτοκράτες να είναι έτοιμοι, όταν θα ξαναστήσουν τις κάλπες, να «μαντρώσουν» τα θύματα της πολιτικής τους.

***

Φυσικά τα «κεντροαριστερά» παραμύθια δεν επιδιώκουν να ξορκίσουν (ούτε μόνο, ούτε κυρίως) τα εντός Βουλής «φαντάσματα» των λαϊκών εξεγέρσεων. Στοχεύουν, πρώτα και κύρια, στην ισχυροποίηση των «αριστερών» δεκανικιών και των «αριστερών» άλλοθι της πλουτοκρατίας, που θα αξιοποιηθούν για να λειτουργήσουν σαν «αερόσακοι» ενόψει της επερχόμενης σύγκρουσης των σφετεριστών του κοινωνικού πλούτου με τη λαϊκή οργή.

Η παραπάνω «προφητεία» δεν αφορά φυσικά μόνο την Ελλάδα. Γι' αυτό, ακριβώς, η επιτάχυνση των «κεντροαριστερών» διεργασιών συντελείται στη χώρα μας, σε μια στιγμή που σε διεθνές (χωρίς υπερβολή) επίπεδο, η τάξη των καπιταλιστών αναθέτει στην «κεντροαριστερά» των Κλίντον, Μπλερ, Ζοσπέν, Σρέντερ κλπ. να συντονιστεί και να πλασαριστεί ως το παγκοσμιοποιημένο εργαλείο επιβολής της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Η «κεντροαριστερά», με τα ένσημα του πρώτου κόμματος του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο, πλασάρεται πια και επίσημα ως το «αγαπημένο κόμμα» των μονοπωλίων, σε πλανητικό επίπεδο.

Η συνάθροιση τον Ιούλη στο Βερολίνο των εν λόγω κυρίων, όπου εκτός της συγκρότησης της «Διεθνούς της κεντροαριστεράς», αναμένεται και να προαλειφθεί η ανάθεση στον Κλίντον (!) της ηγεσίας του «Τρίτου Δρόμου», έχει ως ζητούμενο ακριβώς αυτό: Τη μετατροπή της «κεντροαριστεράς» σε ένα πολιτικό μόρφωμα με διεθνή πλοκάμια και ενιαιοποιημένη δράση, που στο όνομα της «προοδευτικής (!) διακυβέρνησης τον 21ο αιώνα», θα επιβάλει το «νέο δόγμα» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, στοχεύοντας να εξασφαλίσει τις λιγότερες δυνατές αντιστάσεις απέναντι στον ιμπεριαλισμό.

Είναι αυτονόητο ότι ο κ. Σημίτης, που θα παραβρεθεί στο Βερολίνο, όπου φυσικά και θα... υπογράψει τα πάντα, είναι εκείνος ο οποίος στο εσωτερικό της χώρας ηγείται αυτής της υπόθεσης.


Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Η συναίνεση πλήττει τα λαϊκά συμφέροντα

«Πόσο γρήγορα θα προχωρήσουμε εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πολιτικές που θα ακολουθήσουμε στους κρίσιμους τομείς της πολιτικής μας. Εξαρτάται συγχρόνως και από το κατά πόσο οι άλλες πολιτικές δυνάμεις θα συνεργαστούν δημιουργικά σε τούτη την πορεία. Μιλάω για πραγματική συμβολή. Μιλάω για την τόλμη της συναίνεσης, που δε θυσιάζεται σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες». Με αυτή τη φράση ο Κ. Σημίτης, παρουσιάζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, επανέφερε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της συναίνεσης και συνεργασίας των δυνάμεων του δικομματισμού στην πορεία πλεύσης εντός της ΟΝΕ. Ο Κ. Καραμανλής απάντησε σαν «έτοιμος από καιρό»: «Είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε πολιτικές που βρίσκονται στην κατεύθυνση ενός προγράμματος ουσιαστικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής σύγκλισης». Ομως δεν περιορίστηκε σε αυτό. Ζήτησε η συναίνεση να έχει θεσμικό χαρακτήρα και κατοχυρωμένες διαδικασίες και μηχανισμούς με σκοπό «τη συνένωση δυνάμεων και προσπαθειών». Για το σκοπό αυτό επέκρινε τον πρωθυπουργό γιατί δεν αποδέχτηκε τις προτάσεις του κόμματός του για τη σύσταση εθνικών συμβουλίων στην Εξωτερική Πολιτική, στην Παιδεία και στην Ολυμπιάδα του 2004. O Κ. Μητσοτάκης ήταν, ως συνήθως, κάτι παραπάνω από σαφής: «Είναι ανάγκη σε αυτή τη Βουλή να αναζητηθούν ευρύτερες συναινέσεις με πρωτοβουλία προπαντός της κυβέρνησης. Και η αντιπολίτευση ασφαλώς οφείλει να συναινέσει και να βοηθήσει και στην προσαρμογή στην Ευρώπη και στην άσκηση μιας αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής... Αυτή η Βουλή πρέπει να είναι η Βουλή της συναίνεσης».

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι πλέον οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, πασχίζοντας να ανταποκριθούν στις «πάγιες» αξιώσεις της πλουτοκρατίας για από κοινού στήριξη της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, επιχειρούν να περάσουν σε νέα ανώτερη φάση πολιτικής συναίνεσης, που αγγίζει την ανοιχτή συνεννόηση και συνεργασία. Στόχος είναι να μην αφήσουν περιθώρια για αμφισβήτηση και αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική. Επειδή οι διαφορές μεταξύ τους είναι ανύπαρκτες όσον αφορά την εφαρμοζόμενη πολιτική, αυτό ακριβώς θέλουν να περάσουν και επιβάλλουν στην κοινωνία, στις λαϊκές μάζες. Οτι «μία» είναι η «ρεαλιστική» πολιτική που μπορεί να εφαρμοστεί και το ζήτημα είναι απλά η αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εφαρμογή της. Ακόμα και οι διαφωνίες για τις μορφές και τις μεθόδους διαχείρισης δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για την υλοποίησή της. Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε αναζήτηση μιας «μετάλλαξης» του παραδοσιακού δικομματισμού σε ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης που θα εγκλωβίζει πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές μάζες στο μονόδρομό τους. Σε αυτό το μοντέλο δεν έχουν θέση οι «ακραίοι», εννοείται αυτοί που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη και αντιστρατεύονται πραγματικά την πολιτική της ΟΝΕ, οι οποίοι πρέπει να στριμωχτούν στο περιθώριο. Ενώπιον του λαού δεν πρέπει να υπάρχουν παρά δύο «παραλλαγές» μιας πολιτικής. Ο λαός δεν μπορεί παρά να έχει να διαλέξει παρά μεταξύ δύο γκρίζων διαχειριστών. Αυτός είναι ο λόγος που ταυτόχρονα με την «αναγκαιότητα» της συναίνεσης, λανσάρεται και η θεωρία του «μεσαίου χώρου», η οποία όχι απλά διευκολύνει, αλλά δικαιολογεί και υποστηρίζει την «ανάγκη» των συγκλίσεων και της συνένωσης των δυνάμεων του δικομματισμού.

Τα όρια της συναίνεσης

Ποια όμως είναι τα όρια της συναίνεσης μεταξύ των δυνάμεων του δικομματισμού; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ταύτισή τους; Είναι φανερό ότι οι ανάγκες του συστήματος, ανάγκες που έχουν να κάνουν με την εξαπάτηση και τον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών, επιβάλλουν την ύπαρξη και λειτουργία δύο τουλάχιστον κομμάτων ή συνασπισμών εξουσίας. Οι διαφορές και οι διαφωνίες, έστω και για λεπτομέρειες, πάντα θα υπάρχουν για να δικαιολογούν την ύπαρξη δύο μεγάλων κομμάτων. Βέβαια, οι όποιες διαφωνίες θα κινούνται στην κατεύθυνση ποιος είναι καλύτερος διαχειριστής, ποιος έχει τις πιο «φρέσκες» ιδέες για την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού κλπ., ώστε και οι δύο να συμβάλουν και στηρίζουν το «μονόδρομο» της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης. Το περιέγραφε εύστοχα ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» την περασμένη Πέμπτη: «Τι απομένει για συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων; Μόνο ορισμένες λεπτομέρειες σε κάποια θέματα, σχετικώς με το ΠΩΣ θα έπρεπε να υλοποιηθούν τα συναινετικώς αποδεκτά, συνιστούν διαφωνίες μεταξύ των δύο πολιτικών παρατάξεων. Ε, ας αφήσουμε τα δύο μεγάλα κόμματα να διαφωνούν και σε κάτι. Είναι πρακτικώς χρήσιμο να συμβαίνει αυτό, σε τελευταία ανάλυση. Η διεύρυνση της υπάρχουσας συναίνεσης, θα ισοδυναμούσε στο εξής με κατάργηση της πολιτικής»(!). Υπάρχουν λοιπόν όρια στη «διεύρυνση της συναίνεσης» και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς σε ένα αγρίως εκμεταλλευτικό σύστημα, όπου το ταξικό χάσμα, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, διαρκώς μεγαλώνει. Ετσι, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα προσπαθεί να εξαπατά τις λαϊκές μάζες ότι παρόλο το «ρεαλισμό» της δεν αφήνει τα πάντα στις δυνάμεις της αγοράς, ότι ενδιαφέρεται για το «κοινωνικό κράτος» και, άρα, διαφέρει από τη ΝΔ. Η τελευταία θα προσπαθεί διαρκώς να πείσει ότι μόνο ο «φιλελευθερισμός με κοινωνική αλληλεγγύη» που πρεσβεύει, μπορεί να ικανοποιήσει τις «ανάγκες του συνόλου». Από αυτό το φαύλο κύκλο και την «πανίσχυρη λογική» του δικομματισμού οι λαϊκές μάζες είναι επιτακτική ανάγκη να απεγκλωβιστούν και χειραφετηθούν. Το ζητούμενο δεν είναι η επιλογή διαχειριστή, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας. Το ΚΚΕ έχει πρόταση εξουσίας και αγωνίζεται να γίνει κτήμα του εργαζόμενου λαού, αλλά δεν έχει πρόταση συνδιαχείρισης της εξουσίας. Γι' αυτό βρίσκεται μονίμως εκτός από τη λογική της συναίνεσης που πλήττει ευθέως τα λαϊκά συμφέροντα.


Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ